skip to main |
skip to sidebar
Ωραίοι αιώνες, νύχτες των ταξιδιών
Στην φωταγωγημένη θάλασσα του
απτού,
Ζείτε και θα αναζείτε ατέλειωτα στην
Μία ιερή κοίτη του Είναι, στο βλέμμα
του αιεί φυγά κι απάτριδος
ποιητή,
Καθώς το ιδικό του όνειρο και μόνον
Περιδινίζεται σε μιαν υφήλιο μαγεία
της ύλης κατοπτρικής και
των μήλων αισθήσεων,
Και σ' ένα μυστικό ρόδο που φύεται
Πάντα στο βάραθρο της Ομιλίας απ'
όπου
η Λέξη
δημιουργεί τους κόσμους ξανά·
Και ιδού η νύχτα, είναι κάθε φορά
Το ένα υπόλοιπο που μένει από το
Χρόνο στο βηματισμό του, που στην
Σκιά της ακόμα φυλάττει την χρυσή
Πολιτεία του Λόγου
ανάμεσα σε
Αρχαία Αθήνα και Νέα Ιερουσαλήμ,
Και ανάμεσά τους τα γλαφυρά ξύλα
των ανθρωπίνων δρυμών
αφηγούνται την εξαίσια Αίρεση·
Σε μια σκοτεινή στοά παραβοούν οι
Νόες ακόμα, σε μια περιφέρεια της
επιθυμίας,
Και ο Έρωτας,
Είναι αυτός ο φύλακας άγγελος του
Κόσμου, ότε κάθυγρο και πηλώδες
το κειμήλιο της αθανασίας
επιθέτει στο κόκκινο της αυγής
και
Όταν φωτεινά τα μάτια και η ολόισια
Μύτη της αιώνιας ερωμένης φαίνουν
για άλλη μια φορά
στο θαμπό ήλιο των γεγονότων,
Πάντα
Ως εκείνη η μία πρέπουσα παραμονή
Στο σκοτάδι δυόμιση χιλιάδων ετών
Απ'όπου
ένας
Αν προκύψει αίφνης Ζων
Ποτέ δεν πέθανε κανείς·
Η φωτιά είναι ο μόνος τρόπος για
Να γνωρίσουμε το ύψος της ζωής,
Ίλκυς,
Όταν κάποτε η νύχτα πέφτει τόσο
Βαρειά στα μηνίγγια των αστέγων
του χρόνου,
Ώστε δεν υπάρχει κανείς να τους
Περισώσει ει μη ένα άλμα σε κάτι
που μοιάζει
με θάνατο και εξ ίσου
με ζωή, Ίλκυς,
Μα αλήθεια σου μιλώ, για την
Αποχαλίνωση της ορατότητας
Σ' έναν ήλιο του θεού μέσα στο
Στήθος κάθε ανθρώπου, τόσον
στιγμαίον
Που αρκεί για να διαστείλει τον
Χρόνο μέχρι τους ανακτορικούς
αιώνες
της αθανασίας,
Ότι ο άνθρωπος θα είναι πάντοτε
Μια μονάδα ελπίδας στα σαγόνια
του ζην
Και η νύχτα που τον οδηγεί δεν
Έχει άλλο σκότος κανένα μέσα
της
παρεκτός εκείνου
που τον ωθεί σε ύπαρξη,
Είναι ωστόσο το δικό του σκοτάδι
Κι εντός αυτού θα περισυλλέγεται
κάθε φορά
ο ίδιος ζωντανός·
Έλεγε η όμορφη Κορύνεια, καθώς το
Βλέμμα της αναζητούσε με σπουδή
Κάποιο μπαρ-καφέ στην ωκεάνεια
Προοπτική της λεωφόρου, η οποία
κατ' εκείνη την στιγμή
έλαμπε μονάχ' απ' το δικό της φως·
Υπάρχουμε πολλές φορές, Ίλκυς,
Του είπε ξανά ενώ το ωραίο της
πρόσωπο
εφάνη αίφνης
ως
Μια επίτεχνη θηλυκή καλλιγραφία
Μέσα στην αισθητή ωμοτέλεια της
πόλης,
Τόσες φορές όσες ένα λεπτό της ώρας
Συσπειρώνει μιαν απόφαση στα όρια
ανάμεσα
βεβαιότητα και άγνοια,
Όμως
Ο άνθρωπος είναι προφυλάκιο αγνής,
Αγνότερης άγνοιας που ανασχεδιάζει
την λάμψη του
στα κορυφώματα ανάμεσα ένα και
μηδέν,
Ή μάλλον, σου λέγω, αυτός είναι ο
Ποιητής που ακόμα κοιμάται μέσα
στο μυαλό του,
Γιατί, η ποίηση, Ίλκυς, δεν είναι η
Μονάδα στο πλήθος ποτέ, αλλά το
πλήθος
της μονάδας
Που περιζώνει τα κιγκλιδώματα του
Οράσθαι όταν η νύχτα έρχεται μέσα
στην
ζωηρή ετοιμοπόλεμη ησυχία της
να μας υπενθυμίσει
Τον άλλον εαυτό της ανθρωπότητας,
Εκείνον που αναμένει πάντα ένα το
Θαύμα στα σκαλοπάτια του εσώτερου
Ουρανού της ψυχής, μα τι θα' λεγες να
Μπούμε εδώ, μου φαίνεται ένα πολύ
Συμπαθητικό μπαράκι για ποτό, του
είπε η όμορφη Κορύνεια
κι εκείνος συμφώνησε,
Καθώς μάλιστα έμπαιναν μέσα, το
Βλέμμα και των δυό τους κατέπεσε
στον μεγάλο καθρέφτη του μπαρ
που αντανακλούσε τον χώρο
σε σχεδόν γαλαξιακή προοπτική·
Υπήρχε σε κάθε κάθισμα και από
Ένας θεός σκοτεινός, τούτο είπαν
και οι δυο
πως ήταν βέβαιο,
Και κυρίως,
Η συναίσθηση μιας επικράτειας
Άγνωστης και χαμένης από τον
ουρανό και την γη
και τους ανθρώπους
Που παρέκκλινε σημαντικώς της
Υπόλοιπης πόλεως μέσα σ' αυτήν
την πολυσύχναστη ερημία της·
Οι ολίγοι θαμώνες και ο μπάρμαν
Καθώς και τα πιο απομονωμένα
ερωτικά ζεύγη
Όλοι ομού συνιστούσαν ένα κόσμο
Που είχε αφαιρεθεί επιμελώς από
την γνωστή ζωή,
Προς ένα αδήριτο και εμμένον
καταφύγιο του χρόνου
Όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν
Κάποτε να υπάρξουν κάπως πιο
σοφά·
Τι θα πάρετε, ρώτησε η σερβιτόρα,
Και το εν όλω σκυθρωπό χαμόγελό
της, είναι αλήθεια πως
θα ερχόταν οπωσδήποτε
κάποια στιγμή
Σαν ένας επιπλέον φωτισμός της
Σχεδόν διαβρωτικής ανάγκης για
μια παντοτινή
στο σκοτεινό του χρόνου φόντο
Παρουσία·
Εκείνον τον καιρό η πάσα Γαία ήταν ένα
Φωτεινό, πυρωμένο κομμάτι μέταλλο στο
μη ορατό αμόνι-βωμό
των εθνών
Και οι άνθρωποι, δεν απέμειναν παρά ως
Τα θρύμματα μιας εξαντλητικά άγνωστης
Γενεαλογικής νυκτοφρένειας στο Χρόνο,
Που σε απόλυτο σκοτάδι διεμοίραζε στο
Καθένα ζωές, ρόλους και πεπρωμένα και
Με τον Προμηθέα, δεσμώτη ακόμα πάνω
στο μέγα πηδάλιο του Καυκάσου,
Να παζαρεύει με τον Δία την διαφυγή των
Ανθρώπων σ' ένα πολύ πιο ευνοϊκό ξέφωτο
του παμφάγου Μυστηρίου,
Απ' όσον ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι η
Υπνωτισμένη λίμνη της καθημερινότητας
στις καταλήξεις κάθε εαυτού·
Οι δε δρόμοι των Αθηνών δεν είχαν αποβεί
Τίποτε άλλο από μια τυφλή εσχάρα μικρών
Συμμαζεμένων ονείρων σε κομμένα λεπτά
Και δευτερόλεπτα που πετούσανε παντού
Ανάρχως, σαν βέλη δαιμόνων επιχειρώντας
Να κτυπήσουν τους περαστικούς, οι οποίοι
Κάποιες φορές επετάχυναν ασυναισθήτως
Τον βηματισμό τους για να τα αποφύγουν·
Είχε πολλά πράγματα στο μυαλό του κατ'
Εκείνο το απόγευμα όταν αίφνης πρόσεξε
Την μεγάλη λεωφόρο εμπρός του να έχει
Πια μεταμορφωθεί σε μια πεταμένη στην
Υποφωτισμένη πόλη γαλαξιακή γιρλάντα
Ποιήματος που' πρεπε να γραφεί με όλες
τις φωνές
Των ανθρώπων καθώς έρχονταν μέσ' από
Το θαμπό φως της ηλιακής ασφάλτου που
έδυε σύμμορφη
Στη τάφρο μιας καθολικότερης διαμάχης
Ανάμεσα στους περαστικούς και τα φώτα
της πόλης·
Το ίδιο το μυαλό του με μια παράξενη
Σχεδόν αυτόνομη επιμονή έφερνε στη
Θύμησή του το παλαιό σανσκριτικό दर्श्
Και κάθε μάχιμη νύχτα που απέρεε απ'
αυτό στα προάστεια των εννοιών ,
Ενώ η ξαφνική φωτιά που είχε ανάψει
Σε παρακείμενο λόφο, φάνταζε σαν να
Τον παρακολουθεί από μακριά·
Έστριψε ταχέως σε μια γωνία απ' όπου
Ερχόταν στ' αυτιά του εδώ και ώρα μια
Συμφωνία -συμπαντογκόλιθος-
του Μπρούκνερ,
Και δεν είδε άλλο τι ει μη ένα πεταμένο
Ρολόγι χειρός στο δρόμο, σπασμένο, το
Οποίο έφαινε στα πυρομαχικά μάτια του
Απογεύματος, ως η μεγίστη, αναπάντεχη
κρίση των εθνών·
Κατά την νύχτα ωστόσο,
Άκουσε στο όνειρό του μια φωνή να του
Λέει συνεχώς: Aami tomar sathe aasbo!
aami tomar sathe aasbo,
Πετάχτηκε πάνω σχεδόν γελώντας-
Και δεν έρχεσαι; -απάντησε στη φωνή,
Σ' αυτόν τον κόσμο τα πάντα χωράνε,
Πραγματικά, τα πάντα, εκτός βέβαια
από ένα ποίημα,
είπε και φάνηκε σα να σημειώνει κάτι,
Αυτό,
Πάντα απαιτεί περισσότερους από ένα
Κόσμους για να μπορέσει να υπάρξει,
Κι ολόκληρη η ποίηση, συνέχισε να λέει,
Τίποτ' άλλο από μια σάλα αναχώρησης
των λέξεων προς
άγνωστο προορισμό,
συμπέρανε,
Και δεν έπεσε να ξανακοιμηθεί· ξαγρύπνησε
Για τα καλά κοιτώντας έξω απ' το παράθυρο
ένα φωτάκι
να περιπλανάται στη πόλη, αν όχι μόνο του,
τότε, σίγουρα,
Ερήμην της ερήμου που απλωνόταν
Το ίδιο φυσικά, ανέμελα στον κόσμο·
Υπήρχε ακόμα εντός του σκοτεινού
Γαλαξιακού διαδρόμου -αν και κάτι
τέτοιο ποτέ δεν πιστοποιήθηκε από
Άλλον μάρτυρα - μια ωμή, ραγδαία
φιγούρα, πρωτο- ή προ- υλική,
και αρκετά ογκώδης
ως ένας ήλιος,
Που πάλευε να μετατροποποιηθεί σε
Πλήρη μορφή· ολόγυρά της οι ακόμα
χλωμές σφαίρες των κόσμων·
Δες τους ανθρώπους που βρίσκονται
Σε αυτές, μου είπε ξαφνικά το τρελλό
αποκτήνωμα του γαλαξία,
Είναι τόσον χλωμοί, όσον σκληρή είναι
Η πάλη μου εδώ σ' αυτήν την άκρη του
διαδρόμου,
δες τους όμως, ρίξε μια ματιά,
Πλησίασα τότε προς τις σφαίρες που
Έδιναν την εντύπωση ότι εκόχλαζαν
σε παραδόξως πρωτοφανή πήξη και
Ένοιωσα το βλέμμα μου να μακρύνεται
Και να μεγεθύνεται τόσον ώστε μετά 'πό
Λίγα δευτερόλεπτα είχα ενώπιόν μου την
Θέα ενός συνοικισμού· οι ολίγες μορφές
Των ανθρώπων που φαίνοντο, ήταν πολύ
Απασχολημένες με το να σιωπούν, κανείς
Δεν ομιλούσε ει μη σπανίως, μόλις για να
Ζητήσει ένα καρβέλι άστρα από διπλανό,
Ή για να ρωτήσει τι ακριβώς ήταν εκείνο
Το λευκό δέντρο που φύτρωσε πάνω στο
Κεφάλι του και έφτανε ως τους εξώστες
Του πλανήτη Κρόνου, ο οποίος, αξίζει να
λεχθεί,
Κατ' εκείνη την όλως παράξενη, ημίχρονη
Εποχή δεν παρουσιαζόταν ει μη ως κυρτό
Πλεγματικό ρήγμα φωτός·
Οι ίδιοι ωστόσο ήταν χλωμοί, πολύ χλωμοί
Ωσεί τα σπάνια, τρεμάμενα λόγια τους, ενώ
Στο κεντρικό σημείο του συνοικισμού δεν
Υπήρχε τίποτε περισσότερο απ' ένα φύλλο
Εφημερίδας, το ίδιο πάντα, χωρίς μεγάλους
Τίτλους, χωρίς καν άρθρα· δεν ήταν ωστόσο
λευκό,
Επιπλέον προσέδιδε την αίσθηση ότι κατά
Τις σποραδικώς φημολογούμενες, ανάμεσα
στους ανθρώπους,
Ανατολή και δύση του Κρόνου,
άλλαζε ο χρωματισμός του,
Την μια γινόταν κόκκινο την άλλη μπλε,
Ενώ στιγμές ενείχε μια υποκίτρινη ώχρα
που αντιφέγγιζε σε όλο το οπτικό πεδίο,
Ώχρα τόσον θαμπή και νοσηρή, που δεν
Εμπόδιζε όμως γι' αυτό τους ανθρώπους
να τηνε γιορτάζουν
Ως τον ερχομό μιας πρωτοάνοιξης στον
Συνοικισμό τους·
Το δ' αποκτήνωμα στο διάστημα συνέχιζε
Να μαίνεται ώσπου να αποκτήσει μορφή,
Οι χλωμοί άνθρωποι στους συνοικισμούς
Συνέχιζαν να παρουσιάζουν ακατάσχετη
αιμορραγία μορφής,
Ενώ τα χυμένα δευτερόλεπτα στο δάπεδο
Του γαλαξία, δεν κατέστη δυνατόν μέχρι
Σήμερα, -τουτέστιν 'σήμερα' μ' ευρεία έννοια
Γιατί ο ημίχρονος δεν είναι χρόνος ακριβώς-
να ανατετραγωνιστούν
και όχι ν' ανακυκλωθούν·
Δεν ξέρω, δεν μ' ενδιαφέρει, μου ανακοίνωσε
Ξαφνικά το πρωτοαποκτήνωμα, ας κάνουνε
ό,τι θέλουν,
Δεν έχει σημασία τι αφήνουμε πίσω,
προσέθεσε,
Αλλά μονάχα τι ξεχάσαμε μπροστά·
'Μπροστά' είπε, και το κράτησα καλά στο
Μυαλό μου,
Έστω και αν καθ' όλην την ορατή έκταση
Του γαλαξιακού χώρου ενώπιόν μου λέξεις
σαν κι αυτήν,
'Οπως και αν τις άκουγες ή εξελάμβανες,
"Πάνω"-"κάτω", "δεξιά"-"αριστερά",
"πρόσω"-"όπισθεν", έμοιαζαν να έχουν
πολύ λίγο νόημα στο διάστημα,
Αν θα μπορούσε φυσικά κάτι τέτοιο να
Αρκέσει, για να συγκρατήσει την τόσην
αναταραχή·