Sunday, September 28, 2014

Η ΕΓΓΥΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΝΟΣ



Σαν ιαχή απ' τον κρατήρα της επιθυμίας,
Έλεγε κάποτε η ζωντανή σκιά της Γαίας

Προς τους τυχόντες έκπληκτους διαβάτες
Που περνούσαν με ελαφρό τροχάδην από

το ένα άκρο της γέφυρας στο άλλο,

Γεννήθηκε ο κόσμος αυτός, ωσάν η οχλοβοή 
Των θεών στην οφθαλμική νύχτα του Ζώντος·

Και οι αιώνες πέρασαν ως εάν ήταν οίστρος
Μιας φωτιάς κεκρυμμένης στα κύτταρα των

ανθρώπων 

Που αναζητούσαν το νέκταρ της ζωής μέσα
Στις αχανείς, ωκεάνειες στοές της λήθης και

Σε ένα φωτεινό μάτι που έκαιγε μέσα στην
Καρδιά του καθενός ξεχωριστά όσον αυτή

αιωρείτο

ωσεί πολυέλαιος εκ των νεφών· 

Απαρχής κόσμου, μονολογούσαν κάθε βράδυ
Στα όνειρά τους οι υπνοβάτες πληθυσμοί, δεν

υπήρξε 

παρά μόνον ένα πλοίο

μ' έναν σιωπηλό ταξιδευτή εντός του,

Τα δίχτυα του ήταν φτιαγμένα από αίμα και
Ύαλο, αλλά δεν σηκώσανε ποτέ κανένα ψάρι

ει μη μόνον Πόλεις·

Οι δε ουρανοί από πάνω του σε κατακόκκινη
Μαγεία πυρός εξαπλώνονταν συνεχώς έως το

Απώτερο άκρο του Χρόνου σε προαπέραντους 
Λειμώνες μιας άηχης Λέξης που γεννοβολούσε

ακατάπαυστα  λέξεις 

στον κόσμο

Μα και ένα γιγαντόσωμο χρυσόλευκο πτηνό 
Που ανηγέρθη αίφνης μέσ' απ' την άμμο και

πέταξε εωσπού να συναντήσει το πλοίο·

Οι 

δε πληθυσμοί καθισμένοι στην ακτή κοιτούσαν
Απορροφημένοι στον ορίζοντα μόνον τα όνειρά 

τους,

Υπάρχουμε, ψιθύρισαν σχεδόν αυτοματικά,

Και σηκώθηκαν να μπουν στη θάλασσα για να
Κολυμβήσουν έως την άλλη άκρη του κόσμου

Ενώ από πάνω τους περνούσε ο μέγας αετός 
Εγγίζοντας με την σκιά του το σύνολό τους·

Τα μάτια λίθινα, ουδέτερα, με μια ευτυχία
Πράγματι ανοίκεια προς τον κόσμο τόσον

Που φαντάζοντας να προσπερνά το πλήθος
Δεν εσήμαινε γι' αυτό πως θα 'χε όντως λόγο

να 

Προσπεράσει εξίσου και την πράγματι πολύ 
Βαθεία, και ασφαλώς μακραίωνη, πλην όμως 

κατά κάποιο τρόπο 

αν όχι πολλά, ίσως το Έν,

υποσχόμενη νύχτα του ·


Thursday, September 4, 2014

ΥΠΕΡΙΩΝ

Η ανθρωπότητα είναι μια συνάθροιση
Ληθαργικού φωτός σε αρχαίο σκοτάδι


Και ολόγυρά της χαίνουν πάντοτε οι
Δαμόκλειες στιγμές της Ιστορίας, τα


Πρωθύστερα πάθη του ομιλείν και μια
Φωτιά που ανασείει το μέλλον μέσ' στο


παρόν

Γνωρίζοντας σ' έναν Μύθο που κείται
Ανάμεσα στην θνητή ορατότητα και


την θεία ανάμνηση·

Προχωρώντας μπροστά στο χρόνο δεν
Βρίσκει κανείς παρά την μία χυτευμένη


Νύκτα

Στα πρόσωπα όλων των συγκεντρωμένων
Καταμεσής της μεγάλης αγοράς και μέσα


στο τιτανικό συνωστισμό

των απλών ανθρωπίνων σκέψεων·

Νύκτα, εκ της οποίας

Το φως χρυσούν διαπιστούται πάντοτε απ'
Τα ίχνη που αφήνει ο νους στην άμμο της


απέραντης  ερήμου

Που νέμεται την ακόπαστη ακολουθία
Των γεγονότων, υπάρχουν, έλεγαν, οι 


Άνθρωποι, υπάρχουν και οι θεοί, και το
Δίχως άλλο, συμπλήρωναν, υπάρχει ο


ήλιος ένας

Που φαίνει ανάμεσα στο ευαγές Κάτι
Και το οδοντωτό Μηδέν· προς τα κει


και ας

πορευθούμε,

Ακούγονταν οι φωνές μέσα στον ύπνο
Τον συλλογικό ενώ τα λυτά πτηνά των


εννοιών

Διασχίζαν την επικράτεια του φωταυγούς
Ονείρου, του χτισμένου από μάσκα και το


αίμα

Κρώζοντας την φωτοσκίαση του θεού·
Ας κινηθούμε προς τα κει, ξαναλέγανε


Ήρεμα ενώ από δεξιά και αριστερά οι
Μορφές αυξομειώνονταν σε ύψος και


έκταση

Ωσεί εντός σπηλαίου παραμορφωτικών
Κατόπτρων·


Κάποτε,

είπαν,

Άνοιξε την πόρτα του κόσμου ένας
Σκιώδης διαβάτης που 'χε ξυπνήσει


Και εφάνη σα να βγήκε στο αστρικό

χάος

με δυο δρασκελιές των λέξεων·

Οι υπόλοιποι, ελέχθη ακόμα και αυτό,
Δεν τον περίμεναν, καθώς αμέριμνοι


Προσπαθούσαν ακόμα να ζυγιάσουν
Τις κατοπτρικές παραμορφώσεις του


ολοζώντανου ενυπνίου τους,

Βλέπεις κάποιο όνειρο εκεί που είσαι;
Τον ρωτούσαν κάποτε, όμως εκείνος


δεν απαντούσε ποτέ,

απλά αιωρείτο στο αχανές·

Τον είδανε μια νύχτα όλοι μαζί σ' ένα
Παγκόσμιο όνειρο να τους μιλάει σε


μια γλώσσα άγνωστη,

Τι θέλεις ακριβώς να μας πεις, τονε
Ρωτήσαν γι' άλλη μια φορά, και εκεί


Ο κόσμος έλαμψε σαν να ήταν ο ίδιος
Θεός που ετοιμαζόταν να αναληφθεί,


Την Νύκτα 

Ωστόσο αφήνοντας σχεδόν και όχι
Ολότελα οπίσω του, διστακτικά με


Κάτι ανάμεσα ανεμελιά και τρόμο
Στην αφύπνισή του,


Μην στέργοντας να την εξαφανίσει
Όλως·


Την

Πελώρια σκιά της που ήδη διέρεε στο
Ουράνιο στερέωμα, και κατέκλυζε με


ωκεάνεια κύματα επιστροφής

το σύμπαν όλο,

Διακριτικά προσπερνώντας στον
Δρόμο προς το ακόμα αχνόφωτο


κι από μακριά

αμέτοχο

νέο βασίλειο·