Friday, June 20, 2014

Η ΦΩΤΑΓΩΓΗΣΗ ΤΟΥ JOSEFSTADT



Και επιτέλους, Φραντς, παύσε πια
Ν' ανάβεις την φωτιά με όλα αυτά 

τα αρνησίτυπα χειρόγραφα,

Ή μην και θαρρείς ότι χρειάζεται
Επιπλέον Λόγο για να βασιλεύσει


καίγοντας

Πέραν εκείνου που κατέχει ήδη απ'
Την αρχή της, έλεγε ο Μαξ Μπροντ


στον άνθρωπο

Με τη νύχτα στα μάτια του και την
Ακόμα πιο βαθειά νύχτα στο μυαλό


του,

Μα εμείς, Φραντς,

Ζούμε έτσι κι αλλιώς σ' ένα υπόγειο
Του σύμπαντος, και από το υπερώο


Η μόνη είδηση που μας εστάλη έως
Τώρα ήταν πως οι κόσμοι πεθαίνουν 


Πιο γρήγορα και απ' τους ανθρώπους
Και το μόνο που αφήνουν οπίσω τους


Είναι μια αμφισβητούμενη κυριαρχία
Των οραμάτων τους επί των επιγόνων

Σαν πολιτεία φάντασμα ανάμεσα στις
Πόλεις της γης που ουδείς εκατοίκησε


Πλην της κόνεως που αναταράσσει στον
Αέρα της ο πείσμων νους του συγγραφέα·


Και 

Είναι αλήθεια πως ο άνθρωπος μπορεί
Χωρίς τη ζωή να ζήσει, όχι όμως δίχως


το όνειρο

Αγνοώντας βέβαια ότι ζει ήδη μέσα σε ένα
Όνειρο· και εσύ Φραντς βάλθηκες μες στα 


υπεριώδη γραπτά σου

Να ανασκαλεύεις με αλλόκοσμο πυρετό
Ένα ολόκληρο σύμπαν δωματίου μήπως


Ανεύρεις έναν κόκκο σινάπεως αλλά και
Μια νέα ετυμηγορία ιάσεως του χρόνου

Μα βρήκες έως τώρα τι; ρίξε για λίγο μια
Ματιά έξω στους δρόμους να δεις τι, ιδού


Εγώ σου παρουσιάζω δυόμιση χιλιάδες τα
Χρόνια που πέρασαν απ' την αθλιότητα σ'


Αθλιότητα και ειλικρινά αγαπητέ μου φίλε
Μου είναι αδιάφορο αν αυτό οφείλεται σε


μια γραφειοκρατία του θεϊκού

ή του

ανθρώπινου,

Ότι όσες φορές και αν αναποδογυρίσεις
Τον κόσμο όλο, από κάτω δεν πρόκειται


άλλο να εύρεις

ει μη μια λέξη που αρνείται

ακόμα να λεχθεί: ελευθερία,

Φραντς, ελευθερία, ουδέν έτερον απ' ένα
Τ' άδειο κέλυφος χωρίς νεοσσό που κάνει


ωστόσο μυριάδες ανθρώπους να θέλουν 

να πετούν σαν τα πτηνά·

Έλεγε ο Μαξ Μπροντ ενώ ο φίλος του
Κατηύθυνε ήδη το βλέμμα του από το 


παράθυρο

έξω στο δρόμο,

Η συνοικία κοιμότανε βαρειά, ενώ στο
Λερωμένο απ' τους χαμάληδες καιρούς


της Πράγας

πλακόστρωτο

των παρατεταμένων σκοταδιών

Παραπατούσε ένας μεθυσμένος περαστικός
Ο οποίος και ισχυρίζετο πως ήταν το αιώνιο 


γκόλεμ του θεού·

Μπαρούχ !, του φώναξε από το παράθυρο
Ο άνθρωπος με τη νύχτα στα μάτια και την


Ακόμα πιο βαθειά νύχτα στο μυαλό του,

Μπαρούχ,

Ολόκληρη η πλάση ζει ακόμα χωρίς άλεφ
Κι εσύ που τα σκορπάς τόσο ανέμελα στο


δρόμο!

Ο περαστικός τότ' εφάνη πως συνήλθε κι 
Άρχισε να βαδίζει με ρυθμό όλως φυσικό

και ισορροπημένο

σαν κάποιος να τον αναδιέταξε απότομα

στην ύπαρξη·

Άσε την νύχτα να μας κυριαρχήσει, φίλε μου,
Γύρισε και είπε τότε στον Μπροντ, ενώ έκανε


Νεύμα χαιρετισμού στον πρώην μεθυσμένο,
Και μην παραπονείσαι για το έλλειμμά της,


Η ελπίδα θα είναι πάντοτε όχι το προνόμιο
Των φτωχών, αλλά εκείνων μόνον από τους


νεκρούς

Που κάποτε ξεχνιούνται και κυκλοφορούν
Ανάμεσα στους ζωντανούς, σαν μια αιώνια 


υπενθύμιση

Όχι της ζωής, αλλά του χειρογράφου της,
Από συγγραφέα άγνωστο γραμμένο και σ'


ένα συρτάρι των άστρων

παραπεταμένο

Για να τ' αρπάξει μόνον η Φωτιά· ότι αυτή
Την Φωτιά, Μαξ, πρόκειται να τη μάθουμε 


μόνο

καθώς θα καιγόμαστε,

Έλεγε και φάνταζε σαν να φωταγωγείτο το
Βλέμμα του απ' άγνωστη θέληση και σκέψη


όχι δικές του,

Ότι αυτή την φωτιά θα την ξέρουμε μόνον
Όταν δε θα ξέρουμε πλέον τίποτα· είπε και


άνοιξε με πάταγο ακόμα πιο πολύ 

Το παράθυρο προς τον θεό και την απρόσιτη
Από αιώνες και ενιαυτούς πανεπικράτειά του


Για να εισβάλλει όσο το δυνατόν

Περισσότερη από την ετοιμόγεννη νύχτα 

που καραδοκούσε έξω σιωπηλή·


*****************************************
Το ποίημα παρατίθεται εκ νέου με διάφορες κατά τόπους δευτερεύουσες τροποποιήσεις που έχουν να κάνουν με την μορφή και όχι με το περιεχόμενο  .

Sunday, June 8, 2014

MYSTERY MASTERY


Και τι 'ναι η Φαντασία, Λόοντ, αν όχι 
Το λεπτό απόσταγμα της αμείλικτης  

χάριτος των ειδών

Σε μι' ακατοίκητη από νεκρούς υδρόγειο
Χωρίς ωστόσο να σημαίνει για αυτό πως 

Είναι κατοικημένη απ' τους ζωντανούς
Παρά μονάχ' από τις σκέψεις τους, και

Μήπως δεν είναι το σφριγηλό μυαλό του
Ανθρώπου όπως το φως το που 'ναι μαζί

Σε μια στιγμή αρχή και κίνησή του, αλλ' 
Επιπλέον μια κραυγή αίφνης της νύχτας 

της ψυχής 

στις αλλεπάλληλες επιστρώσεις 

της επιθυμίας του ειδέναι

Της οποίας οι γαλέρες φεύγουν μια φορά
Και ένα καιρό για να ανεύρουν έναν νέον

κόσμο

Ενώ το πλέον σίγουρο είναι πως μέλλουν
Να διατρέξουνε την σφαιρική επιφάνεια

του Τώρα 

καταλήγοντας στο ίδιο σημείο:

Ότι αληθώς σου λέγω, Λόοντ, η ζωή δεν
Είναι πραγματική, αλλ' όνειρο κι όποιος

Επιθυμεί να την ζήσει θα πρέπει κάποτε
Ν' απορρίψει την κακή συνήθεια να την

εκλαμβάνει ως πραγματική,

Ότι, ακόμα,

Μπορείς ν' απολαύσεις ένα όνειρο καθώς
Είσαι μέσα του, μονάχα όταν αστραπιαία

Εννοήσεις ότι είναι όνειρο· ειδ' άλλως θα
Άγεσαι και θα φέρεσαι από τυχαιόληπτες

σκηνές εικονικών γεγονότων

Τα οποία δεν σου ζητούνε καν την άδεια
Για να εμφαίνονται ενώπιόν σου, ως εάν 

περίπου ήταν αυτονόητα, 

που όμως δεν είναι, Λόοντ,

ενώ

Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν
Προσέτι τι 'ναι να αιτείς τα ιδιονόητα

Δικαιώματά σου απ' ένα σύμπαν το που
Διόλου ωστόσο δεν τους εφάνη ευνόητο 

έστω και αν δεν βλέπουν γι' αυτό

κάτι ανόητο στο να

Σπαρταρούν σαν τα ψάρια στα δίχτυα των
Υποτιθεμένων αιτιών εκεί που θα 'πρεπε ν'

Αμφισβητούν τα συνιστώμενα προς όλους
Τους αλιείς αποτελειωμένα αποτελέσματα ,

Όμως, έχει νόημα από νωρίς να κυνηγάς 
Την Ελευθερία, Λόοντ, ότι αν από παλαιά

δεν μπόρεσε να

Εύρει κάποιος έναν δρόμο πέρ' απ' τη ζωή

κι από το θάνατο πιο πέρα,

Τότε ας μην ζητήσει κανείς και από τα δύο
Κάτι περισσότερο από την ομηρία του νου

Που όσο περισσότερο μπορεί να στοιχειώνει
Το φερόμενο ως πραγματικό όνειρο του ζην,

Άλλο τόσο και με ισάξια δριμύτητα μπορεί να
Διαφύγει από μια νύχτα που τον καλεί μόνον

να κοιμηθεί και όχι να περιέλθει σε

εγρήγορση·

Και εσύ Λόοντ, τοσούτον ζωντανός ωσεί ένα
Περιπολικό άστρο στην μεγάλη νύχτα αυτού

του κόσμου,

εμμένων έφηβος άλλων αιώνων,

Φαίνεσαι να ευθυμείς απ' την υποδειγματική
Ανημπόρια της παρακμής αυτής της εποχής 

και να το

διασκεδάζεις διακριτικά,

Όμως σου λέγω, ότι δεν έχει νόημα από την 
Θέση ανασπινθηρικής ισχύος να νοσταλγείς 

Την αδυναμία στα ψελλίσματα και τις φοβίες
Των άλλων και η ιδέα να αναμειγνύεσαι προς 

τι

Με ανθρώπους που δεν εκτιμάς σε κάνει να
Βαριέσαι αν όχι έως θανάτου, τότε σίγουρα 

έως ζωής τους 

που μάλλον μοιάζει 

με ζωντανό θάνατο,

Προς τούτο επιλέγω σου ακόμα, πως θα' πρεπε
Κανείς να κόψει κάθε δεσμό μ' ένα μικρόκοσμο 

που

Πια έχει αφήσει οπίσω του όμως παρ' όλ' αυτά
Συνηθίζει κάποιες βόλτες αναψυχής σε αυτόν,

έλεγε 

Με τα μάτια της να φαίνουν ωσεί κοσμικά άνθη
Σε μια απόχρωση πολύ σπάνια, όχι ακριβώς σαν

το 

Γαλαζοπράσινο των καθαρών νερών αλλά μάλλον
Αυτής της ίδιας της κατάσαρκης πρωινής αύρας 

του Χρόνου

Όταν παρέσυρε στη γοητεία του μεγάλο πλήθος
Των αγγέλων της έμπυρης ουράνιας επικράτειας 

Προς την απειρία των μορφών της εμπειρίας στην
Προϊστορική Γαία, στην που δεν είχε άλλη επιλογή 

το γένος των ανθρώπων παρά να 

καταλήξει είτε master είτε monster· 

Οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι στην Τέχνη
Λόοντ, κι αυτό είναι το φορτίο που κάθε εποχή

Παρακμής δεν θα μπορούσε παρά να το βλέπει
Σαν μια ευκαιρία για να ομιλεί τους λόγους της

Όχι μέσω του αέρος αλλά φτιαγμένους απ' αυτόν 
Τον ίδιο αέρα· έλεγε ή εφάνταζε μέσα στο όνειρο 

της ζωής σαν να λέγει

με

Το τόσο περιποιημένο πρόσωπό της και τα μαλλιά
Της σαν ξανθά στάχυα σε απάνεμο λειμώνα, καίτοι  
άνθρωπος 

καταναγκαστικά υπαρκτός 

όπως όλοι

Της ζωής κάτω στη γη, δεν έπαυε ωστόσο ν'ανήκει
Σ' ένα συλλογικό όνειρο της ανθρωπότητας και τα

Λόγια της μη δε λεχθέντα δια του στόματος αλλ' 
Απλώς και μόνον δια της παρουσίας της σε μιαν

ό,τι, όπως, ορισμένως,

λακτισμένη προς ύπαρξη μπάλλα της Γαίας,

Τόπι παιδικό ακόμη

Αναμένοντας σε μια γωνιά του γαλαξία τους νόες 
Που θα θελήσουν να παίξουν μαζί της χαιρόμενοι 

τον υπεραστρικό τάπητα του μυαλού,

Τον όλως

Ψεύτικο τρόμο και την απάτη του μεσοαστρικού 
Χώρου της καθημερινής ζωής ποτέ μην ορώντας

στα σοβαρά 

και την υπόλοιπη σαβούρα της εποχής

παραλείποντας σε μια ιωβηλαία μνεία των

Ωραίων γυναικών που τους αγάπησαν γι' αυτό
Που οι ίδιοι είναι και όχι για ό,τι δεν θα υπήρχε

έτσι κι αλλιώς Λόγος να είναι·