Wednesday, March 16, 2011

Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ

Ώστε είσ' ακόμα ζωντανός Βελλεροφόντη,
Του έλεγε η Νύκτα μέσ' απ' το αρχαιότερο

παλάτι του ουρανού,

Μηδέ ο θάνατος, μηδέ και η ζωή κατόρθωσαν
Να σε σκοτώσουν, και βάλθηκες για τα καλά

Να τραβάς από το πρόσωπο του καθενός μια
Μάσκα από χρόνο και ανάγκη, μικρή καρδιά

Έχουν οι θνητοί Βελλεροφόντη, μα μεγάλα
Είν' ωστόσο τα όνειρα κι οι προσμονές τους

Και μόνοι τους σαν απομείνουνε στο έλεος του
Χρόνου, μ' άδειο βλέμμα τότε οπισθοχωρούν

Στην αιέν αδάμαστη Χίμαιρα η που με φλόγινη
Ανάσα από μπροστά τους ξεφυσάει την εικόνα

μιας καρποφόρου ζωής,

Το ότι αυτή

Συνήθως πραγματώνεται Βελλεροφόντη, τούτο
Ας μην λογίζεις έλλειψη του θείου τέρατος αλλά

Σαν την χαλύβδινη παγίδα και επιτυχία του, ό,τι
Υπάρχει στο κόσμο δεν είναι παρά το ίχνος αυτής

της

Πρώτης κατάρας της Δημιουργίας, η Χίμαιρα,
Βελλεροφόντη, είναι η ουσία τόσο της ζωής όσο

Και του θανάτου, είναι πολύ πραγματικότερη της
Κάθε αλήθειας και ασύγκριτα πιο δραστική από

το ψεύδος,

Σαν τα πανιά των πλοίων που κυματίζουνε στον
Άνεμο πάνω σε διασειόμενα ιστία, ούτω οι βροτοί

Κινούν για τον λιμένα της θαλπωρής, εκεί όπου τα
Άγρια κήτη του χρόνου φτιάξανε στις ράχες τους

Μια αχανή στεριά στην οπού άνθρωποι βαδίζουν,
Αγαπούν, πεθαίνουνε και ξαναζούν ωσάν οψάρια

της γης·

Όμως πες μου, εσύ του Βέλλερου φονέα,

τώρα τι

Ζητάς κυνηγημένος σε αυτή την ερημιά; εδώ
Μονάχα ο ήλιος ημπορεί να φαίνεται και άλλο

Όχι, ότι ο άνθρωπος με τόσο το φως το λιγοστό
Του, δεν είναι παρά περιττός, ιδού κείται μέσα

στις λεόντειες πτέρυγες του Υπερίωνος

Ένα σκοτεινότερο για τους αιώνες μυστικό:
Μηδείς ο έσχατος , ο πρώτος ουδείς, ει μη

μόνον

Ο μέσος άνθρωπος, αυτός εκλήθη ο ζων έως
Άρτι, αυτός και μέλλεται ταχύπτωτη ζωή και

χοϊκό τον θάνατο ν' αναβιώσει

Σε μια χορεία φρικωδών ονείρων και αγγελιών
Που του ρημάζουν κάθε μέρα την βεβαίωση

πως ίσως τούτη τη φορά απέβη

λίγο περισσότερο από τον εαυτό του,

Μα σ' αυτή τη γη ο βίος

Άχρηστος θε να' ναι για τους αετούς του Κενού
Μυστηρίου, ότι αυτοί φροντίσανε από νωρίς

Εντός τους να τον αφανίσουν, ζώντας πάντοτε
Στην όψη σκοτεινή της σελήνης, αθέατοι από

Τους θνητούς η που τον νου αυτών ανασαλεύει
Δόξα, θεά στους ανθρώπους ανάμεσα, μα βροτή

καταμεσής των θεών

Και ένα κρίμα ερωτεύσιμο για τον ποιητή· όμως
Εσύ Βελλεροφόντη, το κάλεσμα απ' τους θεούς

Αθάνατος να γίνεις αψηφώντας το προσπέρασες
Και είσαι στο μέσον της ανθρώπινης ιλύος ακόμα

μια

Χρυσή Εποχή για γη και ουρανό να προφητεύεις·
Σαν τα νερά της βροχής που απαλά γλιστρούν από

Τον κέραμο της στέγης προς το χώμα, πέπλο το εν
Λυμένης στον αέρα σκέψης επιφέροντας ανάλαφρα

Ωσεί υγρό τειχίον της ζωής που την ζωή επικρύπτει
Έτσι και οι μύριες σκέψεις σου φυγορροούν ενός

Αγνώστου κόσμου τούτον τον κόσμο ξαναχέοντας
Σε αίγλη ποθητή· είπε η Νύκτα και το ολιγόπνοο

Σάλεμά της μέσα στο παλάτι αντιληπτό κατέγινε
Απ' τ' άστρα και τον ήλιο σαν σεισμός αιώνων επί

ενός δευτερολέπτου·

Τα λόγια σου είναι σαν λαμπάδα πάνω από τον
Ωκεανό, της είπε τότε ο ισόθεος Βελλεροφόντης,

Που το είδωλό της ταξιδεύει μαζί με τα κύματα
Πέρα ως τις εσχατιές της θλίψεως και της χαράς

Όμως εγώ σου λέγω, πως μηδέ ανθρώπου λόγος
Μήτε θεού ορμήνεια, μα και της θείας φύσης ο

Γλυκός αναπαμός στα φώτα της ημέρας δεν θα
Μπορούσαν να με αποσπάσουνε από την βαθεία

νύχτα μου

Μηδέ κι εσύ η Νύκτα·

Ότι τα βάραθρά σου είναι ιλιγγιώδη κι αυτός
Ο βαθύγονος παλμός σου στις πλαγιές του

χάους

γητεύων και πειστικός,

όμως εγώ,

Νύκτα σκοτία και μήποτε αστραία, αναζητώ
Μονάχα μια στιγμή θνητής χαράς ανάμεσα

στους αθανάτους

Έναν Όλυμπο από την Στύγα να προβάλλω
Και ένα κλέος από τις στάχτες του υστάτου

ζήτη της ομορφιάς,

Ειπέ μου Νύκτα, μην και κανείς γνωρίζει πόσα
Τα ναι και τα όχι αυτού του κόσμου πόσα; και

όμως

Ζω για ένα αιώνιο ναι, ζω μονάχα για ό,τι θα
Είναι πραγματικά δικό μου και του χρόνου η

λεία μήποτε

Είμαι η κατάρα του φθαρτού και η ατημέλητη
Ευλογία του παντοτινού, εγώ Νύκτα, γύρισα από

τους νεκρούς

όχι σαν ζωντανός

αλλά σαν φάντασμα θεού, ανθρώπου όχι,

Το να μου πάρει κάποιος τη ζωή, μηδαμώς με
Απασχολεί, το να μου πάρει όμως την Φωτιά

Το μόνο που θα καταφέρει θα 'ναι να καεί·
Ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι για όλους και

Τα του Ουρανού δεν ημπορούν οι πάντες να
Χειρίζονται χωρίς ανθρώπων όλων να φανούν

οι χείριστοι·

Θέλησες να τους τραβήξεις βίαια τη μάσκα,
Του είπε τότε η Νύκτα, αδιαφορώντας αν θα

Μπορούσανε μετά να ζήσουν· μην και θαρρείς
Ότι 'ναι δυνατόν το ψάρι να ζήσει στον αέρα ή

Ο αετός να συχνάζει εκεί που μόνον οι γαλές
Αναθαρρεύουν ίχνη μιας γενεάς ξεπεσμένης;

Κι εγώ σου λέγω, Βελλεροφόντη, πως είσαι η
Βαρύτερη κατάρα για τους συνανθρώπους σου

Ότι δεν νοιάστηκες ποτέ για το έδαφός τους
Παρά μονάχα για το ύψος τους, και τούτο θα

Ήταν απάνθρωπο αν δεν ήταν κάτι πολύ πιο
Τρομερό: η αλήθεια, αναβάτη του Πηγάσου,

Η αλήθεια είναι θάνατος που παραμονεύει
Τον άφρονα που δεν φοράει τη μάσκα του

Ως ο δύτης που καταβαίνει μέσ' απ' τα νερά·
Κι αυτή τη μάσκα εξεχέρσωσες από το δέρμα

Του ανθρώπου ταχέως τόσο, όσο ταχύτατα
Κατέπεσε ο Ίκαρος από τα βέλη του ηλίου

χτυπημένος σε μεγάλη δόξα

από δόξα στο στερέωμα

ακόμα μεγαλύτερη·

Δεν είχα χρόνο, της απάντησε ο Βελλεροφόντης,
Όλα τα των θεών καλό είναι να γίνονται ταχύ

Όμως τα των ανθρώπων είτε λάμπουνε σε μια
Στιγμή είτε ποτέ· δεν είναι ώριμο το μήλο που

Την νύκτα καταπίπτει από τον κλάδο του ξύλου
Αλλά εκείνο που σείσθηκε από άνεμο βιαστικό,

Δύο είναι οι προσόψεις της ζωής και ενδιάμεση
Όχι άλλη, είτε τ' ανώριμο είτε το σαπισμένο, και

Εγώ, έλεγε ο Βελλεροφόντης με ισχύ φωνής που
Φάνταζε πως αμφισβητούσε ο,τιδήποτε ελέχθη

Ως τις μέρες του, εγώ είμαι εκείνος που όταν οι
Άνθρωποι λυγίζουν απ' τους σιδερένιους ανέμους

Της μοίρας τους, θα τους πω, φύγετε από την ζωή
Και από τον θάνατο μακρύτερα ακόμη! Το πού

Ακριβώς θα πατήσουνε μετά, αυτό 'ναι η συνθήκη
Του ονείρου με την σκληρή τραγική απτότητα του

κόσμου·

Ο που θα περάσει ζωντανός μέσα από τις πέτρες
Συμπληγάδες , είναι ένας νικητής, εκείνος όμως

Που θα περιφρονήσει τόσο την επιβίωσή του όσο
Και τον θάνατο και δεν θα καταδεχθεί μήτε εν ζωή

Και μήτε νεκρός να συνεχίσει, αυτός είναι κάτι
Περισσότερο από νικητής: ένας άγιος της έπαρσης

Που παραμένει ωστόσο με την αγιότητα ένας ξένος
Και με την έπαρση ξεινότερος ακόμα· ότι οι λέξεις

του κόσμου

Κάποτε δεν είναι φτωχές για να πούνε το ισχύον
Αλλά αρκετά πλούσιες για να μην το φανερώνουν

Ότι η κτίση ολόκληρη δεν είναι παρά φωτιά και
Ο λόγος άλλο όχι από τον πάγο της· είπε και ευθύς

Κοίταξε μέσα στα βάραθρα της Νύκτας και νόμισε
Πως δεν έβλεπε άλλο τι από το πρόσωπο του θεού·

Και όμως, εσύ που θα μπορούσες το Χρόνο σε μια
Στιγμή να τον νικήσεις, το απέφυγες έως τώρα, του

Είπε τότε η Νύκτα, και την θνητή σου φύση δεν
Ηθέλησες να αλλάξεις σε χρυσό του Ολύμπου, εσύ

Βελλεροφόντη

Είσαι ένας προδότης των αθανάτων και ένας ξένος
Ανάμεσα στους ανθρώπους, όμως είσαι ακόμα και

Ένας μάρτυρας της αγάπης· δεν έχεις να πας αλλού
Βελλεροφόντη, ει μη στη γυναίκα εκείνη που θα σε

Κάνει να ξεχάσεις την κατάρα που θεόθεν φέρνεις,
Ότι για σένα, μία θνητή, άνθρωπος ένας μπορεί να

σε νοήσει

και άλλος κανείς

Είσαι ένας για έναν, μια λάμψη για μια άλλη λάμψη
Ότι οι λοιποί μπορούνε να σε θαυμάσουν μόνο, όχι

Όμως και να σου το συγχωρήσουν· ότι μπορούν να
Σε δοξάσουν, όχι όμως γι αυτό και να σ' αφήσουνε

ατιμώρητο·

του είπε τότε

η Νύκτα,

Δόξα από ανθρώπους είναι σαν ένα πρωινό που δεν
Φιλοδοξεί ποτέ του απόγευμα να γίνει, που δεν θα

Φύεται ποτέ σαν σπέρμα για τον εαυτό του, και ό,τι
Ακίνητο θα μείνει από μόνο του κάτι άλλο τότε θα

Κινείται για λογαριασμό του· της απάντησε ξανά ο
Βελλεροφόντης και άρχισε να νοιώθει ζάλη μεγάλη,

Ζαλίζεσαι Βελλεροφόντη; τον ρώτησε τότε η Νύκτα
Και σε ζαλίζει τι; το ύψος ή η έλλειψή του; το βάθος

Ή η επιφάνεια; είναι η ζάλη σου μια ευλογία, ισχυρέ,
Για τους υπόλοιπους ή ένα ανάθεμα που άξιος να το

δεχθεί ουδείς αναδεικνύεται;

Είσαι τι; πες μου εσύ, Βελλεροφόντη,

Ένας πύργος του τρόμου ή μια καλύβα της χαράς;
Ένας παράφρων θεός ή ένας πανέξυπνος θνητός;

Είσαι τι Βελλεροφόντη, πες μου,

Ένας λύχνος φωτός στα σκοτάδια ή ένα σκότος
Ατέλειωτο στους μακρείς ημερήσιους λειμώνες;

Και ακόμα πες μου, είσαι ποιος Βελλεροφόντη!
Ένας άνεμος ονείρου στην σειόμενη στεριά της

πραγματικότητας

ή ένας βράχος εννοιών

στ' ανοιχτά του ονειρεμένου πελάγους;

Ο μόνος κληρονόμος σου θα είναι η μάσκα σου
Ετούτη τη φορά η δική σου και όχι των άλλων,

Και όποιος την φορέσει, χίλιες φορές καλύτερο
Θα ήταν να πεθάνει παρά να την ανθέξει έστω

και για μία στιγμή·

Ζαλίζομαι, είπε ο Βελλεροφόντης, όχι γιατί ο
Κόσμος γυρίζει ενώπιόν μου, αλλά γιατί εγώ

Είμαι ακίνητος στους αιώνες ενώπιόν του, εδώ
Είμαι από πάντα, Νύκτα, περιμένοντας μήτε το

χρόνο

Μήτε την στιγμή, ζω ακόμα γιατί απλώς αντέχω
Περισσότερο από κάποιον άλλον, και χαίρομαι

Ακόμα επειδή η χαρά είναι μια κάποια ευεργεσία
Του μηδενός στο κάτι· δεν επιθυμώ να λυτρώσω

Κανέναν μήτε τον εαυτό μου, το μόνο που ζητώ
Είναι μια κάποια περισσότερη ανεμελιά του είναι·

Μια υψηλότερη φάρσα του τραγικού και μια πιο
Βαθεία έννοια της κωμωδίας, επιζητώ ένα γόνιμο

περιττό

και ένα άγονο χρήσιμο·

Μια φωλέα για τον αέρα και έναν δρόμο ανοιχτό
Να περάσει ο κίονας· εγώ, Νύκτα, είμαι ο άγγελος

της επανάστασης

Όχι κατά τυρράνων όμως, αλλά κατά του κόσμου
Ως κόσμου, αγαπώντας βαθιά τον κόσμο ωστόσο·

Και όμως Βελλεροφόντη, εσύ δεν πίστεψες ποτέ
Στο μέλλον, παρά μόνο στο παρόν του ανθρώπου,

του αντέτεινε τότε η Νύκτα,

Το Μέλλον είναι η Χίμαιρα, της απάντησε αυτός,
Νύκτα, ότι είναι το παρελθόν για το παρόν δεν

Πρόκειται ποτέ να είναι το μέλλον, ότι στη γωνία
Του χρόνου λυσσομανάει η επιστροφή των όντων

Στην εικόνα, σαν μέσα σε όνειρο οι ψυχές και σαν
Πουλιά αποδημητικά μεταβαίνουν από πλάνη σε

Πλάνη, τόσο ανυπόμονα που φτερακίζουν στον
Αέρα! Με ένα κρυμμένο μάτι σαν κρατήρας στο

Μέσον των επουρανίων συνάξεών των, μάτι της
Χίμαιρας, τρελλό μάτι που ορά σαν ανατολή της

Μνήμης τον ανύποπτο κόσμο, άγριος οκτάπους
Μιας μη ορατής φωτιάς που σιγά σιγά καταπίνει

Τα ορατά και τ' αποδίδει πίσω στην γήινη σκηνή
Σαν τους καρπούς ονείρων που εξέπεσαν τυφλά

σε μια πραγματικότητα,

Όμως εσύ Βελλεροφόντη φονιάς της Χίμαιρας
Μεν αξιώθηκες να γίνεις, αλλά το κενό της στο

Κόσμο δεν μπόρεσες να το επικαλύψεις, και ιδού
Ο υφήλιος θρόνος είναι άδειος, μηδέ στον χρόνο

Δύνανται οι άνθρωποι να επιστρέψουνε μα μήτε
Και στην αθανασία· και παραπαίουν σαν νύχτες

σε γραμμικό σκοτάδι·

ανταπάντησε η Νύκτα ,

Ναι, της είπε τότε ο Βελλεροφόντης, ο θρόνος
Πλέον δεν πληρούται από θνητού την παρουσία

Ή θεού,

Όμως μια Χρυσή Εποχή μέλλεται να ισχύσει σε
Γήινα και ουράνια, μια εποχή που θα μιλήσει

το ανείπωτο

και θα αποσιωπήσει

το μιλημένο,

Εποχή εκείνη που θα φανερώσει τ'αδιαπέραστο
Και θ' αποπερατώσει το αφημένο, που έναν ναό

Θα χτίσει για το ήδη γνωστό και όχι το άγνωστο·
Που στη φωτιά της θα πυρώσει κάθε έννοια με

Την λάμψη της αιωνιότητας, ομιλώ για την εποχή
Που οι άνθρωποι χωρίς θεοί να είναι ακόμα, δεν

Θα είναι πλέον η ιστορία τους αλλά ένα βασίλειο
Από μόνος του ο καθένας χωρίς χρόνο· εκείνη την

εποχή

Όπου ό,τι έγινε έως τότε θα πραγματωθεί και ό,τι
Ειπώθηκε θα διατυπωθεί· ιδού, Νύκτα, λειψά και

Ημιτελή κείνται τα έργα και οι ημέρες των θνητών
Και η Ιστορία τους μια μάζα τρόμου ανώφελη σαν

ένα σύννεφο χωρίς ουρανό,

Ποιος ο κύριος και ο δούλος ποιος, δύσκολο να το
Πεις, τα πάντα δέσμια λύθηκαν σε μιαν επίπλαστη

ελευθερία

Χωρίς την αιώνια δρόσο του οριστικού· ότι ο φόβος
Τίποτα καλύτερο από τον εαυτό του δεν μπορεί να

περιμένει

Και η ψυχή από το σώμα τίποτε το προσκαιρότερο
Δεν ημπορεί να τρέμει· όμως η πλάση μέλλεται να

αποκατασταθεί

σε

Μια ξαφνική ριπή αληθείας στον αργόσυρτο Μύθο,
Ότι πάντα τα κτιστά δεν είναι παρά χυτευμένα στο

Καλούπι ενός ψεύδους που το σχήμα του όμως είναι
Αληθινό, ω Νύξ αιθεροπρόσωπη και αιώνια όπως ο

Λόγος μόνον είναι·

Είπε ο λαμπρός Βελλεροφόντης και κατέπαυσε να
Ομιλεί αγναντεύοντας το πρώτο φως της αυγής

στον αρχαίο ορίζοντα

που διέσχιζε μια παλαιά άγνοια

στον κόσμο,

Ενώ η Νύκτα εδώ και ώρα αποσυρόταν ελαφρά
Στο παλάτι της, το φως του Ζέφυρου αφήνοντας

ωστόσο

Σαν ενθύμιο μελλουμένης εποχής που μπορούσε
Να χωρέσει μ' όλα τα γεγονότα και την ιστορία της

μέσα σε αυτήν

ακόμα

την μία μόνον ημέρα ζωής·


Thursday, March 3, 2011

JANINE JANSEN



Η Janine Jansen μιλάει για τις ηχογραφήσεις της πάνω στα κονσέρτα για βιολί και ορχήστρα του Beethoven και του Britten.
Και αμέσως μετά, το πρώτο μέρος του Κονσέρτου για Βιολί του Johannes Brahms με σολίστ την Janine Jansen καθώς συνοδεύεται από την Deutsche Kammerphilharmonie της Βρέμης υπό την διεύθυνση του Paavo Järvi.