Monday, October 27, 2014

ΓΑΙΟΦΩΣ



Η πόλις επιφανής ηπλώνετο προς
Τις πύρινες διαφάνειες του γηίνου

δαπέδου

Και προς όλες τις γνωστές από τον
Γεωψυχικό χάρτη επικράτειες που

Δεν ώριζαν άλλο τι ει μη τα περίχωρα
Αυτής όσον επληρούσε από μόνη της 

τον σκεπτικό ύαλο του κόσμου,

ενώ

Στους λιμένες οι ιερείς προσπαθούσαν
Επί χρόνια να ανασύρουν από τον ένα

Και μόνον ωκεανό που περιέβαλε την

τυφλή χέρσα νύχτα,

Το εξ ίσου τυφλό μάτι  του Κύκλωπα 
Και να το αναγείρουν εκ νέου ως ένα

το Τοτέμ 

 προς την

Πάσα χώρα και πάντα τα εν αυτή έθνη·

Όμως ακόμα δεν είχαν βρει τίποτα· τα
Μόνα που τραβούσαν έξω απ' τα νερά 

Δεν ήταν παρά συμπλέγματα φυκιών και 
Άχρηστα πλέθρα, μην χάνοντας ωστόσο

Την πίστη τους ότι ο βολβός θα ενέμενε
Στα βάθη πιθανώς ακόμη ζων· η δε ζωή

Επί του δαπέδου είχε αποβεί όλως άλογη
Καθώς οι πλείστοι των ανθρώπων πια δεν

ημπορούσαν να

Ομιλήσουνε καλώς την γλώσσα τους και
Κάποτε συνεξεφράζοντο τη βοηθεία των

Μουγκρητών και των χειρονομιών, ενόσω
Οι πόλεμοι ρουτίνας ανά την καθημερινή

ζωή και ανά περιοχές συχνά

Εξέτρεπαν από τα σπήλαιά τους πλήθη
Νάνων κυκλώπων Ολιγοφήμων οι οποίοι

Και έπεφταν ομού στην θάλασσα για να 
Γλυτώσουν από τον Κανένα· στα μάλιστα

Τυπογραφεία της Γαίας δεν τυπώναν πια
Βιβλία αλλά καταλόγους των πεντήκοντα

Όλων κι όλων λέξεων προς άμεση χρήση
Επί πασών των περιστάσεων ζωής, καλών

ή κακών, 

ή ως ήθελαν προκύψαι

Και στις πλατείες της πόλεως της μεγάλης
Δεν συνηθροίζοντο πια οι άνθρωποι αλλά

οι πολυκαιρισμένες και ξεθωριασμένες

γοητείες τους·

Λύσε μας τουλάχιστον μια απορία, Οδυσσέα
Φέρεται ότι είπαν τελικά και όχι χωρίς φόβο

οι ιερείς

Προς τον ταξιδιώτη που περνούσε την ώρα
Του παίζοντας σκάκι στην άκρη του κόσμου

γιατί

Ούτις;

Εμείς βλέπουμε ενώπιόν μας άνθρωπον τινά 
Και όχι ούτινα, συνεπώς η λέξη είναι ατυχής

Είπαν και περίμεναν την απόκριση

Όμως εκείνος δεν ωμίλησε καθόλου καθώς το
Ιδιοσύστατο σκάφος του επροσέγγιζε ολοένα

την νήσο κάποιας νύμφης·

Το βλέμμα του στον άδειο ωκεανό, η μορφή
Του τόσον παλαιά από αιώνες εφαίνετο πως

διέδραμε τον Χρόνο ωσάν σε κατάδυση στα

ημίφωτα νερά ενός Παγκόσμιου Νου,

Ενώ πάνω από τα νερά λαγοκοιμόταν ο ήλιος:
Από την αρχή του κόσμου τόσον υπομονετικά

περιμένοντας τον Οδυσσέα να αναδυθεί,

Κοιτάζοντας ωστόσο όχι προς την πλευρά του  
Κατ' ανάγκην αλλά παντού· όμμα αχανές προς

όλες τις δίποδες σκιώδεις οπτασίες

της γης 

Με 

Τέτοιον τρόπο πανταχόθεν και προς πουθενά
Σαν να μην έβλεπε ακόμα υπαρκτόν κανέναν ·



Sunday, October 5, 2014

Η ΠΗΓΗ



Κατά την δε μεγαλύτερη νύχτα του
Έτους όταν άνθιζε γαλήνια ο πυρήν 

της Γαίας  και

Προέκυπτε ως ήλιος που έφαινε με
Σπειροειδές απόμακρο φως προς τα 

Θολά μυαλά των ανθρώπων, οι οποίοι 
Κατά το πλείστον ήταν απησχολημένοι 

με το να παίζουν 

Μπιλιάρδο όλοι μαζί σ' ένα αχανέστατο
Τραπέζι στον κρατήρα ενός ηφαιστείου

Τότε ακριβώς η κεντρική λεωφόρος του 
Κόσμου που ξεκινούσε απ' την θάλασσα 

και κατέληγε

Στην αρχαία Αγορά των Αθηνών ερήμων' 
Αίφνης ωσάν ήτανε μόνο σκέψη και άλλο 

τι όχι· ο

Δε γαλαξιακός ήλιος άνω αυτής ανέμενε
Έναν τουλάχιστον ταξιδιώτη ν' αναφανεί

Για να δύσει βασιλεύοντας ήσυχος·

Εν τέλει εφαίνετο κάποιος ο οποίος πάντα
Δήλωνε ως, -και ήταν πράγματι- ο πρώτος 

κάτοικος της Γης,

Η όψη του ωσεί αστρονήματος νύκτα, και
Τα χέρια του βαστάζοντας έναν γαλαζωπό

ύαλο που έφεγγε την πάσα οικουμένη·

Ακόμα υπήρχαν πάρεξ αυτού τα χρυσαφένια
Λιθάρια με κεφαλαία γράμματα σκαλισμένα,

Ενώ στον ορίζοντα έκανε την εμφάνισή του
Ένα πελώριο άγαλμα φωταγωγημένο σαν ο 

μέγας

Κίων του Κόσμου·

Τι απεικονίζει, ρώτησε τότε ο ταξιδιώτης τον
Ήλιο, ο οποίος φαινόταν πάντα πρόθυμος να

απαντήσει,

όμως παραδόξως σιωπούσε·

Την επομένη στιγμή το άγαλμα χανόταν από
Τον ορίζοντα αφήνοντας στην θέση του μίαν

Πόλη κτισμένη από κόκκινο κρύσταλλο και 
Xλωμά φύλλα γαλαξιακών ανθέων, ενόσω ο 

ίδιος είχε γείρει

σ' ένα μεγάλο Δένδρο-Βιβλίο

για ν' αποκοιμηθεί επ' ολίγον·

Τα όνειρά του έκτοτε κατέκλυσαν το κόσμο,
Ιαλδαβαώθ, Ιαλδαβαώθ , του φώναξαν από

γύρω του 

μιαν ηλιόλουστη ημέρα χαρά θεού,

Καθώς αγνάντευε νωχελικά απ' το παράθυρο 
Του υψηλού κτιρίου το δρόμο τον γεμάτο απ'

αυτοκίνητα και καταστήματα,

Ο δε πλήρης κόσμος ολοένα περιεστρέφετο 
Γύρ' από τον ίδιο αρχαϊκό Ήλιο που ενέμενε

σιωπηλός και ακίνητος στην άκρη, 

Ενώ 

Στο μισοσβησμένο ή μισοφωτισμένο μυαλό του
Ένας γαλαζωπός παιδικός βώλος κατρακυλούσε

απρόβλεπτα ελεύθερος·