Sunday, January 26, 2014

RACHMANINOFF AND THE MERMAIDS


Η μία "σκοτεινή" και η άλλη, "φωτεινή" γοργόνα.
Παραδόξως, η "σκοτεινή" (Julijana Sarac) επιλέγει ένα από τα πιο "φωτεινά" πιανιστικά του Rachmaninoff ("Musical Moment, Op.16, No.4) ενώ η "φωτεινή" (Anna Fedorova), ένα από τα  πιο "σκοτεινά" και "αινιγματικά" του (Prelude, Op.23, No.1 in F-sharp minor).

Φοβερά ταλέντα και οι δύο, αν και έχω την γνώμη πως κάποτε θα πρέπει τόσο αυτές όσο και άλλες "πριγκίπισσες" του πιάνου και της γενιάς τους, να "ξεκολλήσουν", σε ένα βαθμό τουλάχιστον, από την "ιερή τριάδα" Liszt-Chopin-Rachmaninoff.
Όσο σπουδαίοι και αξιολάτρευτοι και αν είναι στα πιανιστικά τους, εν τούτοις υπάρχουν και άλλοι κορυφαίοι.
Για παράδειγμα, θα ήθελα να είναι πιο "συχνός" στο διεθνές ρεπερτόριο του πιάνου ο Joseph Joachim Raff, αλλά και άλλοι.
 




Monday, January 13, 2014

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ


  
Ο κόσμος αυτός, Νυν, είναι φτιαγμένος
Από μιαν ανίκητη δύναμη των θελήσεων

Και έναν τυφλά σωρευμένο στα κράσπεδα
Της προσμονής διανθρώπινο ζόφο και σαν

Χυμός των συμβεβηκότων ανθέων στους 
Κήπους των Μορφών, των δε λέξεων και 

των εννοιών

συρρέει ανά 

Τα ηθμώδη όνειρα των ηπείρων της Γης
Καταλήγοντας κάποτε σε μία μόνο Νήσο·

Ιδού η αθωότης και ιδού η δ' εμπειρία της
Ανθρωπότητας, Νυν, ώσπερ δίφλογο φως

που

Ακόμα δεν χόρτασε να κατατρώγει και
Τις τελευταίες δοκούς της Ιστορίας ότ'

Αυτή επισωριάζεται σαν αίμα και γραφή
Στους φρέσκους ακόμα και λευκότατους

ιμάντες του Χρόνου

Και τους βάφει με φως και σκοτάδι μαζί·
Ακουγόταν από παντού και πουθενά μες

Στην σκακιστική αίθουσα η αιθρία φωνή 
Της Γυναίκας με το Βελό, και με την ίδια

Καίτοι μη ορατή, να φαίνεται καθαρά σε
Καθ' ένα σημείο του χώρου· και εσύ, Νυν,

Παρευρίσκεσαι εδώ ωσεί τόνος σε λέξη,
Και έχω την εντύπωση ότι σου φαίνεται

Λίγο βαρετός αυτός ο μεθεόρτιος χορός
Της κοπής της πρωτοχρονιάτικης πίττας

Όμως το Αύριο είναι πάντα όπως η σκιά

Του ανθρώπου, όσο και αν την εγγίζεις,
Τόσ' αυτή θα προπορεύεται και όσο θα

Υπάρχεις ως πηλός και σαρκώδης λύχνος
Στις βαθύτερες στοές της Γαίας, τόσον η

Μεγάλη Σκιά του Χρόνου θα περπατάει
Στις άκρες των ποδιών της ως εάν ήταν

Μια μπαλαρίνα στις βουνοκορφές των
Ονείρων κι ωσάν ακόμα οι όχλοι στους

Πρόποδες της ζωής να μην μπορούν
Ακόμη να διακρίνουν ανάμεσα στους

Βαρείς αχούς των θεών καθώς κυκλώνουν
Με κυκλώπεια νέφη τις ισαπόκρημνες και

ολισθηρές οροσειρές  των Εννοιών,

Νυν,

Ότι οι άνθρωποι πρόκειται να παύσουν 
Να κυνηγούν τις σκιές τους, μόνο κάτω

Απ' το μεσουράνημα του Ηλίου ενός και
Για πάντα λυομένου Παρόντος στον νου,

επειδή 

το

Μέλλον δεν είναι τίποτε περισσότερο απ'
Έναν πελώριον βράχο, ίδιον πάντοτε και 

ακλόνητον  στο μέσο του 

ωκεανού,

Στον

Οπού δύνανται να επικαθήσουν μόνον τα
Πτηνά και όχι τα χερσαία· έλεγε ενώ από

Παντού στην αίθουσα επήρχοντο οι μάλλον
Εύθυμες ή και πλήρως χαρωπές φωναψίες

Των παρευρισκομένων ως θόρυβος ηδύς
Και ανακικλήσκων την ζωή σε παράταση

Του χρόνου μα και του χλωμού παγγαίου
Φωτός που ανά στιγμές εκρηγνύετο προς

Μια απόλυτη λάμψη κάθε φορά που μια
Ανθρώπου αλύγιστη ομιλία εσπάθιζε και

Αναδιεσάλευε την βαθύτερη νύκτα των
Λέξεων και συνήρπαζε τα τεύχη του ζην

Σ' έναν φλεγόμενο τοτεμικό τόμο πέραν
Της ζωής και του θανάτου πέραν· τα δε

πλήρη εδεσμάτων, ποτών

Και αντικειμένων τραπέζια εφάνταζαν ως
Ό,τι μάλλον περιττό ενώπιον της καθαρής

Ομορφιάς της ανθρώπινης παρουσίας ενώ
Απ' έξω ήρχετο μόνον η σιωπή ως εάν όλος

Ο κόσμος έσχε ήδη αναχωρήσει προς μιαν
Αδιαφανή πρωταρχή του· ήταν μια πλήρως

φωταγωγημένη αίθουσα 

στο κέντρο του πουθενά

Ως εναέριος πύργος ελέγχου σε Γεωδρόμιο
Ονειρών, προσδοκιών, επιθυμιών, σκέψεων

και ξαφνικών αρπακτικών

εφορμήσεων 

επί του πραγματικού,

Και μια αρχέγονη, αιεί εμμένουσα στην
Άκρη του χρόνου θηλυκή μορφή να 'χει

Σχεδόν προσεπικολληθεί ως απέραντος
Ωκεανός του Διαστήματος επί των τήδε

εξωτερικών τοίχων

του κτιρίου

Φαντάζοντας να αναρωτάται μέσα στην 
Κατά τα άλλα ήρεμη νύχτα,

Κάποτε με διακριτική αγωνία κι άλλοτε
Με αχνοφαίνουσα ελπίδα 

Περί μιας πιθανώς επικειμένου ή όχι
Επιστροφής· 
 

Monday, January 6, 2014

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ


Οι νύχτες σ' αυτήν την Πόλη είναι σαν
Μια φυγή σ' ένα εορταστικό πουθενά, 

Οδυσσέα,

και εσύ

Προτρέπεις ακόμα τον νου σου να λύει ως 
Εάν ήτανε σκακιστική σπουδή, αυτόν τον

γόρδειο κόσμο

Σε έννοιες αντικρυστές ώσπερ καθρέπτες
Ενώπιον καθρεπτών εωσπού να λάμψουν

Σε μιαν ουροβόρο προοπτική πέραν πάσης
Γεωμετρίας των αιεί φυγοπόνων σημασιών

Πέραν ακόμα του ει δεδηλωμένου ερέβους
Της Λογικής ότε κάποτε αυτή αποσύρει τη

Μάσκα της,

Και 

Δείχνει ως αυτό που αληθώς υποψιάζονται
Οι άνθρωποι σπάνια: τίποτ' άλλο παρά μια 

μαγεία,

Ο αναπαλμός μιας ύλης που δεν είναι παρά
Μια λέξη - μάσκα, και αυτή να λέγεται  στο 

Βάθος του Κήπου ερατεινού των Εσπερίδων
Και άλλο μην ορίζοντας παρ' έν' ολοδιάφανο

Παραπέτασμα στην ύπαρξη, Οδυσσέα· από
Εδώ εάν κοιτάξεις είναι ο κόσμος μας, όμως

Από την άλλη πλευρά, δεν θα δεις παρά 
Αυτόν τον ίδιο κόσμο, απαράλλακτο και

Σε αιφνίδια καθομοίωση με κάτι ωστόσο
Πλέον να 'χει αλλάξει, και αυτό δεν είναι

Μηδέ τα φώτα των πόλεων, μηδέ ακόμη
Η λευκή στίλβουσα σαρξ των θηλέων μα

Ο νους του τυχοδιώκτη, και ιδού εγώ σου
Μηνύω πως τα όσα μα όσα χιλιόμετρα κι

Αν διανύσεις είτε στην άσφαλτο είτε στο
Μυαλό σου, όσο έξυπνος και αν είσαι και

Σε αυτό που κάνεις δεν σε φθάνει κανείς,
Όσο ακόμα κι αν συνηθίζεις να χαίρεσαι 

την ζωή 

στο

Σφριγηλό κορμό της νεαρής γυναικός, τη
Θλίψη ωστόσο που 'χεις στην καρδιά από

Τότε που' φυγες, δεν πρόκειται σ' αυτόν
Το κόσμο να τηνε λύσεις, ότι μήδ' εκ του

Πηλού αυτή η θλίψη, μηδαμώς ανήκουσα 
Σε αυτήν την ζωή και εξ άλλων ανθρώπων

Μήποτε προκύψασα, αλλ' εκ των δ' άνω
Μόνον έρχεται, Οδυσσέα, επείδηπώς δεν

Είναι παρ' ό,τί κεί πάνω άφησες να χαίνει
Μείζον ακόρεστο κενό, τοσούτον παλαιόν 

Στην εφ όλως διαμαντένια οροφή της Εδέμ
Και τοσούτον νέον κάθε φορά 'πό την Ζωή

Ότε αυτή συμπαρασύρει στον κρατήρα της
Κάθε πνοή θνητού και δέος της ηδονήσεως 

πέριξ αυτής·

Και είναι ακόμη ό,τι συνηθίσαμε 'ξ αρχής
Των έλξεων των λέξεων ν' αποκαλούμε ως

άβυσσον και σκότος 

εδώ

Σ' αυτό το θορυβώδες θέατρο της Γαίας·

Του έλεγε η γλαυκώπις οπτασία στην άκρη
Του χρόνου ενώ από δεξιά κι απ' αριστερά

περιδιαχέοντο

Σε αστραποβολή φωτός οι πολιτείες της γης
Φαίνουσες με ασυνήθιστη δύναμη στο μέσο

Του κοσμικού διαστήματος, 

Και όμως, λέγω, επιζεί στην ανθρώπινη ψυχή,  
Συνέχιζε να του ιστορεί η Σκιά ενώ ο ίδιος πια

ήτανε και δεν ήταν ο ίδιος,

Σαν μια φωτιά που θρυλική κυμαίνεται και
Αθέατη σ' ένα μακρόσυρτο πλήθος που 'χει

Υπνωτισθεί από τον Λόγο αρχαιόθεν και εκ
Του Λόγου μέλλεται να αφυπνισθεί, σαν έν

το

Κέλυφος φωτός που αργά εκκολάπτεται από
Τις χρυσομέλαινες του Χρόνου πτέρυγες στη

Νυκτερινή του πτήση με τα φώτα των θεών
Ανοιχτά ωσειδέ προβολείς να φωτίζουνε την

Πάσα γαία και πάσα ομιλία επ' αυτής, όμως
Η Ιθάκη κυοβολείται σαν σκιά επί κραταιά

Την

Νοσταλγία των ζώντων μοναχά για τ' ώδε
Παρόν, Οδυσσέα, κι όπως οι των ποταμών 

όχθες 

ει

Μη σπάνια καθεδρεύουν στο μυαλό και την
Ψυχή του ταξιδιώτη ούτως κι εσύ εχαίρεσαι

Χαίρεσαι την σμίλη και το πηλό στο φως
Όμως οσαύτως δεν θα 'ταν δυνατόν μιαν

Αιώνια ζωή με αυτά να φτιάξεις παρά μόνο
Το εκμαγείο της στον Λόγο, τουτέστιν, κάθε

Φορά τα χιλιόμετρα σε νου και άσφαλτο θ'
Αναζητούνε την αυγή των εγειρομένων εκ

Τρωικής της τάφρου, όπου δ' ακόμη ο ιερός
Αχιλλεύς μάχεται να απαλλαγεί από τη σκιά

του Άδη,

Όπου ο Άδης, λέγω σου επιπλέον, δεν είναι
Παρά μονάχα τα καμαρίνια των ηθοποιών

όταν αλλάζουνε κοστούμια

σ' ένα έργο στο πού μετέχουν όλοι

αλλά μηδείς ακόμα υπαρκτός,

Όμως ιδού ταχέως το βασίλειο του Ζηνός 
Μέλλει να εκχωρηθεί σε ακάθεκτη ισχύν

και

στιγμιαία 

Ότι ο κόσμος αυτός δεν θα λυθεί στον χρόνο
Αλλά μονομιάς σε μι' αστραπή επεί τα πάντα 

υπήρξανε

'ξ αρχής και φωτοβόλησαν στην θέα ορατή
Κατά τον πλήρη χρόνο απ' άκρη σ' άκρη του

σε μιαν ανείπωτη στιγμή και μόνο, 

Οδυσσέα,

σε μια στιγμή μονάχα,

Είπε η γλαυκώπις μορφή κι εξαφανίστηκε 
Απ' εμπρός του όπως εξαίφνης προεβλήθη

Και εκείνος προχωρούσε κατά το μέσον 
Μιας παγκόσμιας Γαί-φύρας ορώντας τι

ουδέν αριστερά και δεξιά του

μην ακούγοντας τίποτα και κανέναν,

Παρά επιτελούμενος και επιτελώντας
Νόστον γλυκεία και των ετών επίμονη

σε μιαν ευ θεία ευθεία·