Monday, September 30, 2013

LUDWIG VAN BEETHOVEN: Adagio (from Piano Sonata No.3) by Alice Sara Ott



Δεν ξέρω πόσοι από τους φίλους μπετοβενιστές έχουν δώσει την πρέπουσα σημασία σε αυτό το (σε πρώτη ακρόαση) υπεράνω πάσης υποψίας adagio.
Είναι που ο Beethoven, όταν επιλέγει να "μιλήσει" στο κύτταρο του ανθρώπου, προτιμάει συνήθως τα πιανιστικά έργα, και όχι, τις συμφωνίες του. Σε αυτές τις τελευταίες ομιλεί περισσότερο ο ιδεαλιστής και πανοικουμενικός οραματιστής Beethoven.
Στα πιανιστικά του όμως, κυμαίνεται ένα "βαθύτερο" αίνιγμα, μια πόρτα που ξαφνικά ανοίγει πέρα από την ζωή και τον θάνατο προς μια απρόσιτη ουσία... 
Ο Beethoven φαίνεται πεπεισμένος πως αυτή η ουσία ενοικεί στον άνθρωπο.
Στο πιάνο, η εξαίρετη Γερμανο-ιαπωνίδα σολίστ Alice Sara Ott .


Wednesday, September 25, 2013

DELTA VELORUM A


 
Ο Ήστερφιλντ έγραφε τους στίχους του
Ανάμεσα σε δύο ημίφωτους κόσμους, ο


πρώτος

Ήταν ο γνωστός εκείνος των ανθρώπων
Κι ο δεύτερος, ο πέραν γης και ουρανού


που

Λέγεται ότι χαίνει πάντοτε ανάμεσα στα
Πέταλα του τροπικού φυτού Λινγκουάνα


Όταν αυτό γέρνει κατά το απόγευμα με
Όλο το κορμό του προς το πλανήτη Δία


Και διασπείρει την ποίηση καθ' όλην την
Επιφάνεια της γης σαν ξενυχτισμένη θεά


Στην όραση των σοφών που κρέμονται απ'
Το ουρανόφωτο μυαλό του σύμπαντος στα


Μαγεμένα πολύφωτα του Μπεναρές και της
Καλκούτας· εληλύθαμεν, θα ξαναπούνε στον


κόσμο,

Όμως ο μόνος που τους άκουσε ποτέ δεν ήταν
Άλλος από τον Ήστερφιλντ, τον υιό του Λόγου


και της Κρίσεως

Καθώς κυκλοφορούσε τις νύχτες στο δρόμο με 
Μιαν εωσφόρο κάμερα στο ρήγμα του νου του 

που

Αναρροφούσε την πραγματικότητα ώσπερ
Χοάνη στο χρόνο και την άδειαζε πίσω στις

αποσκευές

Των ταξιδιωτών όχι προς τη νήσο Σουμάτρα
Αλλά τη λέξη Σουμάτρα· ήταν ο Ήστερφιλντ


ο μόνος

Κυνηγός στο κόσμο που δεν θήρευε ποτέ με
Τα χέρια του αλλά με το μυαλό του δόλωμα


Στην λίμνη της δημιουργίας στην που αργά
Βουλιάζαν άνθρωποι, πόλεις και ο χρόνος ο


αλύγιστος

Όταν ξεχύθηκε σαν βέλος από τόξο λυγισμένο
Στο μεσοαστρικό κόλπο άπαξ γονιμοποιώντας


Την 

Μήτρα του κόσμου, τις μορφές του ονείρου
Προβάλλοντας σε απτή ζωή και τον θάνατο


Ξανά ρωτώντας τον να διανείμει σα μαύρη
Διώρυγα του θεού τ' ανθρώπινα πλοία στις


ηπείρους της εμπειρίας·

Και εκεί στο ενδόμεσον τ' αέρα ο Ήστερφιλντ
Ελέγετο πως ήταν αποφασισμένος σε μία νέα


Αποικία του νου να καταφθάσει· προς τούτο
Δεν δίστασε να ζωντανέψει τα πρόσωπα των


ποιημάτων του εκτός του λόγου του,

Όχι, δεν ήταν δικά μας πράγματα αυτά που
Πήραμε μαζί για το ταξίδι, είπαν τελικώς οι


Επιβάτες της μοιραίας πτήσης, όχι ως δικά μας
Δεν τα γνωρίζουμε, ανήγγειλαν ενώ κοιτούσανε


Ακόμα πιο ανήσυχοι απ' τα παραθύρια του
Αεροπλάνου προς τα γλυπτά καθαρά νέφη


Που ανασκευάζαν τις μορφές τους έως ότου
Αναπροκύψουν σαν ένα συνολικό επουράνιο

Οχυρόν του αινίγματος· εγώ σας αφήρεσα τα
Πράγματά σας και τα αντικατέστησα με τους


Στίχους μου, τους έλεγε τότ' απ' τη κάμερα
Του μυαλού του ο αδιάφορος Ήστερφιλντ,


Άλλωστε δεν πήρατε καν τις ιδίες ζωές σας
Μαζί στο ταξίδι, εγώ σας αντικατέστησα κι


Εσάς ακόμα, με άλλους όχι, παρά μόνον με
Τους εαυτούς σας, σεις είστε οι σωσίες σας,


Τους έλεγε, καγώ χωροθέτης σας στο δικό μου
Θέατρο των υψών, ότι είμαι ξανά ο άνθρωπος


Της βαθύτερης νύχτας σας κι ακόμα είμαι
Ο άνθρωπος του σύγκορμου πρωινού σας


Καθώς για τον καθένα σας φυλάττει και από
Μια κοσμοφωνία στο κλεισμένο υπερώο του


Βίου του, ότι η μεν ποίηση είναι εκεί σε σάλο
Πάντοτε ανέλεγκτο απ' τους ανθρώπους ο δε


Ποιητής ερημώνει το κόσμο ακόμα πιο πολύ,
Αλλά εγώ σαφώς σας λέγω πως η ποίηση δεν

Ήλθε για να σώσει τον κόσμο αλλά μοναχά
Τη μνήμη του σ' ένα ρημαγμένο ξύλο πυρός


Στα δοκάρια του σύμπαντος καθώς τρίζουν
Κάθε φορά που ένα όνειρο εμφανίζεται σε 


Αυτό το νεκρό πεδίο του πλαστού φωτός,
Ότι ναι, θα σας το πω και αυτό και διόλου


Μην απορήσετε, ποιος νομίζετε πως είναι ο
Ποιητής αν όχι ο ευπατρίδης της χώρας των


Μορφών που αργοσαλεύουνε ακόμα μέσα
Στον ωκεανό την έξοδο προς τη στεριά της


συνείδησης

Γοργά ετοιμάζοντας, εκεί κείται η ποίηση σαν
Ζωικό μεγαδίχτυ στο που το ένα εκ των άλλων


Των πραγμάτων δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους·
Και όμως, όπως η ποντισμένη χαράδρα σιγά


Ανοίγει το χείλος της στα αιωνικά μάτια του
Παιδιού που μαζί καταβυθίζεται και αυτό με


Τη σύμπασα πλάση στη σκληρή επιφάνεια
Του ονείρου της γης,  καγώ τα μυστικά μου


Ανοίγω σε όσους εντοπίζω στη νοοπαγίδα μου
Και τους αποσπώ από τη ζωή τους προς χάριν


Μια ζωής μέσ' στο δικό μου θέατρο των στίχων
Ναι, εγώ αρπάζω τις ζωές σας όμως ο νους σας


Ήτανε ήδη υπήκοος της εμής επικρατείας των
Ρόδων μέσα στα λυπημένα βάζα της δυστοπίας·


Ακούστηκε η φωνή του Ήστερφιλντ να λέει
Σαν απ' το μικρόφωνο του πιλότου ενώ όλοι


Οι επιβάτες κοιτούσαν ήδη προς τα έξω και
Είχαν την εντύπωση πως ο εναέριος χώρος


Είχε ήδη καταστεί υποθαλάσσιος και ακόμα
Ένοιωθαν πως ευρίσκονταν στην άκρη ενός


Κόσμου και στην αρχή ενός άλλου γνωστού
Ακόμα περισσότερο· Ήστερφιλντ, του είπαν,


Είναι αλήθεια πως στη τέχνη του λόγου δεν
Σε φθάνει κανείς, και όσοι από τους ποιητές


σε φθόνησαν ιδού

Κείνται με έναν μύλο στα μάτια τους να τους
Κατατρώγει την θέα του μήλου σε απελπισία


και

Όσοι σ' αγάπησαν για πάντα είναι κοντά σου,
Όμως εμείς, μηδέ υπήρξαμε στους πρώτους 


Μήτε στους δεύτερους ποτέ το αποφασίσαμε
Να συγκαταλεγόμαστε, πες μας, ο λόγος ποιος


Που μας αρπάζεις, μα στ' αλήθεια έχεις ήδη
Προβεί σε αεροπειρατεία, προς τα πού μας


Οδηγούν οι σκοτεινές επιθυμίες της γραφής
Σου, Ήστερφιλντ, μα δεν σου ήρκεσε λοιπόν


Που λεηλάτησες τις ζωές μας, τώρα δα καθώς
Φαίνεται μας οδηγείς και σε βέβαιο χαμό στο


Τέλος ενός ταξιδιού προς την Σουμάτρα, όμως,
Εξήγησέ μας, πώς είναι δυνατόν αυτό το απτό


Αεροσκάφος να προσγειωθεί σε μία λέξη, και
Γιατί αλήθεια θα 'πρεπε να μην φθάσουμε στη


Νήσο του χάρτη αλλά σε εκείνη του καθαρού
Λόγου; πού μας οδηγείς Ήστερφιλντ είπέ μας


Επιμελέστερα, πού μας οδηγεί πλέον η ποίηση
Ειπέ μας ακριβέστερα, ότι σαρξ είν'η ρητή ζωή


Και μοναχά τις τρεις εκ των διαστάσεων εμείς
Γνωρίζουμε συν η μία τέσσερεις, όμως έχουμε


Την εντύπωση πως είσαι τρελλός, Ήστερφιλντ,
Ποτέ 'νας ποιητής δεν θα 'πρεπε τ' αεροσκάφη


Να κουρσεύει και τους ανθρώπους του μέσα
Σε ρίγος να σωρεύει επικειμένου αφανισμού


Μην και πρόκειται εμείς να πατήσουμε ποτέ
Το πόδι μας στη λέξη Σουμάτρα, όχι, τούτ' ας


Λέγεται το ίχνος του ποιητικού σου πυρετού
Ήστερφιλντ, όχι όμως και η προσδοκία μας


Ότι εκ της τέχνης σου απαιτήσεις σε μας τους
Σκιόφυρτους ανθρώπους να μην έχεις και την


Σκέψη φύλαττε απαλή περί της τύχης μας στο
Μέσο του αέρα· η ποίηση δεν οδηγεί πουθενά,


Τους απάντησε τότε ο Ήστερφιλντ, δεν είναι
Εδώ ούτε για να λαμπρύνει τον κόσμο μα ούτε


Και για να τον εξηγήσει, πρόκειται μόνο για
Ένα σπασμένο ελατήριο από την άμαξα του


Θεού, συνεχίσε να λέει απ' το μικρόφωνο ενώ
Οι αεροσυνοδοί χαμογελούσαν προς το κοινό


που

Είχε ήδη καθίσει στις σειρές του θεάτρου
Κι ανέμενε την έναρξη της παραστάσεως·


Κι αυτό το ελατήριο έκτοτε αυξομειώνεται σε
Γραφή καθώς συσπειρούται και τινάσσεται με


Ορμή προς μίαν και μόνον λέξη, τους είπε τότε
Ενώ φαινόταν πως ήθελε να καταλήξει εντελώς,


Μία λέξη είναι το ζητούμενο, όταν αυτή λεχθεί
Ο πλήρης κόσμος θ' αποχωρήσει από μυριάδες


λέξεις

Και θα επιστρέψει στην κοίτη του· μία λέξη, όταν
Βιωθεί όπως βιώνεται το γλυκό και το ξηρό απ' τη


Γεύση του αιώνιου ανθρώπου, τότ' η δοκός που
Στήνει την σκηνή ολόκληρη του απτού ονείρου


Στις πολικές του φωταψίες θα λυθεί και θα πέσει
Σαν το τελευταίο ρούχο της ερωμένης ολίγο πριν


Παραδοθεί στον ίλιγγο της εορτής σώματος επί
Σώματος, και ιδού σας ορίζω με κάθε γνώση πως


εγώ

Ο Ήστερφιλντ, ποιητής και αεροπειρατής, άλλο
Σκοπό δεν έχω σε τούτη τη πορεία προς τη λέξη


κι όχι

Το νυσταγμένο αντικείμενο, ει μη την ανάσταση·
Πεθαίνουμε, Ήστερφιλντ, του λέγανε τότε αθώα


οι

Επιβάτες ως σε μπαρόκ χορωδία της αποκάλυψης
Και σε σύγχυση πραγματική, δεν ημπορούσαν πια


Να διακρίνουν αν κάθονταν σ' αεροσκάφος ή σε
Θέατρο, το θέατρο του ποιητή Ήστερφιλντ στα


Λευκοντυμένα ύψη προς τη λέξη Σουμάτρα κι όχι
Τη νήσο Σουμάτρα· πεθαίνουμε, του τονίζανε όλο


Και πιο αδιάφορα καθώς περνούσαν οι στιγμές
Ενώ παρακολουθούσανε με κάποια περιέργεια


Την συρροή του κόσμου στο εναέριο θέατρο, ο δε
Ήστερφιλντ ήταν αρκετά απασχολημένος στο να


Δίνει τις τελευταίες οδηγίες στους ηθοποιούς και
Να έχει πραγματική αγωνία για τις λεπτομέρειες,


Πεθαίνουμε, έλεγαν χαμογελώντας οι επιβάτες
Ωστόσ' ο απόλυτος βρυχηθμός της τουρμπίνας


Φάνηκε να τους διαψεύδει αν και με τρόπο όχι
Κατηγορηματικό· η απότομη αύξηση της πίεσης


Της ποίησης στ' αεροσκάφος κατά τη στιγμή μιας
Νέας ανόδου στα υψηλότερα ακόμη, δεν εδήλωνε


Κάποια οριστική επιστρωμάτωση του θανάτου ή
Της ζωής στη σκηνή μιας θεατρικής παράστασης


Και μηδ' έκτοτε και από πάντα κατέστη δυνατόν
Να ανιχνευθεί εάν υπήρξε έστω και ένας επιζών


Όχι από τους θεατές

μηδέ και απ' τους ηθοποιούς

Αλλά μονάχα εκ των δισταγμών τους·

 

**********************************************************
Το ποίημα αναρτάται εκ νέου με κατά τόπους μορφικές τροποποιήσεις. 
Υπάρχουν αρκετά ποιήματα που δεν υπάγονται σε ενότητες και θα σημαίνονται από εδώ και στο εξής με τον τίτλο "Αταξινόμητα Ποιήματα".


 

Thursday, September 12, 2013

DAYS OF LAGUNA SECA



Και ο ποιητής trace driver, το ίχνος
Αναζητώντας του μακρινού εαυτού

του 

σε απρόσιτες πίστες του Είναι,

Γυρίζοντας και επιστρέφοντας αιεί
Στην ίδια άσφαλτο ζωής, ποτέ μην

Όντας θεατής ανάμεσα σε θεατές,
Μηδέ κι αγωνοδίκης με πράσινες, 

κίτρινες

και καρώ σημαίες·

Τις ιαχές και τις ζητωκραυγές
Του κόσμου, εκλαμβάνοντας

ως θρήνο πάντα,

Για 

Ζωή σκληρά καθηλωμένη τόσον
Ανύποπτα, τόσον φυσικά σχεδόν

στις

εξέδρες του ονείρου

μακρόθεν,

Που δεν θα μπορούσε καν να έχει
Εκείνη την ελάχιστη, 

δικαιωματική αν μη τι άλλο,

Παρηγοριά μιας σύγκρουσης
Στο δρόμο· 



Tuesday, September 3, 2013

CAFÉ DE LA RÉGENCE

 

 ... If Mr. Morphy—for whose skill we entertain the liveliest admiration—be desirous to win his spurs among the chess chivalry of Europe, he must take advantage of his purposed visit next year; he will then meet in this country, in France, in Germany, and in Russia, many champions whose names must be as household words to him, ready to test and do honor to his prowess.
—The Illustrated London News, April 3rd, 1858


Η Ευρώπη, Ντανιέλ, είναι ο εξώστης του
Κόσμου, και μια αρχή της περιπλάνησης


Στα προάστεια του παραδείσου, έλεγε ο
Μόρφυ στον Χάρβιτς καθώς ορθωνόταν


από τα γκρεμισμένα τείχη του Φιλιντόρ

ενώ ο

Σάλος ολοένα και αυξανόταν ανάμεσα
Στους θαμώνες που προσπαθούσαν να


Εντοπίσουν το μυστικό του ονειρέματος
Πάνω στη σκακιέρα, Μεσιέ Μορφύ, του


'λεγε βλακωδώς ένας, είστε ο μεσσίας 
Του σκακιού που δεν φανταζόμασταν 

ποτέ ότι κάποια μέρα

θα συναντήσουμε,

Ο Μόρφυ τ' άκουσε αυτό με δυσαρέσκεια
Και έκανε νόημα να κοπάσει η ανησυχία·


Μα ιδού Ντανιέλ, οι άνθρωποι πάντοτε
Αναμένουν τη δυναστεία με ανακρίβεια

Ωρολογίου βυθισμένου στη θάλασσα της
Παιδικής θλίψης, και ένας κόσμος ποτέ


Δεν αποκαλύπτεται στα μάτια τους πάρεξ
Της κυριαρχίας του· ποιο είναι κάθε φορά


Το πραγματικό, ο βασιλεύς ή η βασιλεία,
Τούτο ας μένει διαρκώς ο λύχνος που την


Εσπέρα της ανθρωπότητας ανάβει σε έναν
Μακρύ σιγηθμό των αιώνων που θάπτονται


Σε ιλαρά συνείδηση και φως παραμνησίας
Του ιδίου πάντοτε σκηνικού, ένας επαίτης


Στα ανάκτορα του Λόγου, ίδε ο άνθρωπος,
Ίδε και η ατέλειωτη σειρά των γεγονότων


Που ως κυρτά τείχη κυμάτων υψώνονται
Στον ωκεανό του ονείρου καταπίπτοντας


Σε διαστρώσεις πέπλων που πάνω σε πέπλα
Αναδιαρρέουν προς τα τέσσερα μνημεία του


Ορίζοντα, λαμπρύνοντας τη μοναξιά του
Ηλίου στην αίθουσα του ουρανού ακόμα


περισσότερο·

Είναι η Δύναμη,

Ντανιέλ,

Που διαρρέει στις φλέβες μας με το ίδιο
Ερώτημα κάθε φορά, ποιος ο νικητής,


Ο ισχύσας ή το φευγαλέο από τα νωθρά
Μάτια του νέφος της ζωής, και τούτο ας


Παραμένει η μυστική συνθήκη του θεού
Με τους σκοτεινότερους πρωταγγέλους


Της πλησμονής στο αιέν μεσημβρινό φως
Της δημιουργίας· ώσπερ το χρυσίον που


Επισωρεύεται στις αποθήκες της Ευρώπης
Και φέγγει σαν ο κεκρυμμένος της ανομίας


πυρσός

στο μειλίχιο σκοτάδι

των ομιλούντων νεκρών

Ούτως ο αετός του κόσμου παρακολουθεί
Την επικράτειά του από το μυστικό δώμα


Του νου κάθε θνητού, ότι ο άνθρωπος μεν,
Ντανιέλ, έως άρτι καλείται ο εμφανισθείς


στην

Προβλήτα της μαγείας της σαρκός και της
Επιγονίας, το πλοίο όμως εκείνο που μέλλει


Να τον μεταφέρει από την μια άκρη της
Δόξας του στην άλλη, καλείται το ρήμα


αναμιμνήσκομαι,

Και ακόμα περισσότερο το ρήμα επάρχω
Κι όχι υπάρχω, Ντανιέλ, το τόσο ζωντανό


στην επουσία και

όχι την εξουσία του

Τόσο φωσφόρο όσο

Απαλά γλιστράει η ημέρα από την δύση της
Στην νύχτα μ' ένα ματοβαμμένο μανδύα στα


ύψιστα

της

ορατότητας

Να αίθεται σε θολωτό κλέος αποσυρμού και
Αναφάνειας, έκλειψης και αποκατάστασης


μες από την

απόμαυρη τάφρο

του σύμπαντος,

Είπε ο Μόρφυ και φάνταζε σαν να μιλούσε
Πέρα από τις ίδιες τις λέξεις του, προς ένα


Λικνιζόμενο άστρο μέσα στις καρδιές των
Ανθρώπων που τον κοιτούσαν ως εάν ήταν


Η καταδρομή του θεού στην δεξίωση της
Θνητότητας με ανεπίσημο ένδυμα φωτός,


Ο δε Χάρβιτς τον παρατηρούσε σιωπηλός
Όλην εκείνη την ώρα σκεπτόμενος ότι για


άλλη μια φορά

Το Παρίσι

Έμελε να είναι η πόλη της αναδιανομής του
Αίματος της Ιστορίας προς τον άμβωνα του


εγκεφάλου

ενός

μακροκοσμικού ανθρώπου

Που είναι αλήθεια, καθώς λέγεται, έως
Σήμερα λυμαίνεται τις εποχές με το να


μην υπάρχει

ακόμα

ζωντανός,

Και που μόνο τα όνειρα των κλοσάρ στα
Μπιστρώ της φυγολαλίας απ' την άχαρη


δεσποτεία

του

όντος

Μπορούν ακόμα να εγκολπίζονται, αν και
Με δίχως ίχνος για τις μελλούμενες γενεές


Στόλους αγγέλων στα ύδατα της ανήκουστης
Ελευθερίας από κάθε τι το κτιστό και ορατό·


Μεσιέ Μορφύ Μεσιέ Μορφύ, ξαναφώναξε
Ο ενθουσιασμένος θαμώνας, και γύρισαν


τότε

όλοι

να κοιτάξουν

Όμως ο Μόρφυ, ολοφάνερα ενώπιόν τους
Δεν υπήρχε πουθενά·

 

*********************************************
Το ποίημα αναρτάται εκ νέου με ελάχιστες τροποποιήσεις και την προσθήκη motto. Έχει ολοκληρωθεί ήδη ένας κύκλος από την (σχετικά παλαιότερη) ενότητα "Μόρφυ" και θα υπάρξουν άλλοι δύο σε πιο πρόσφορο μελλοντικό χρόνο.