Friday, August 30, 2013

KTISIS' heART



Και τι 'ναι άραγε το καλούμενο
Νόημα της ζωής παρεκτός μια

Θραύση του Χρόνου στα υπερώα
Της καρδίας ότε αυτή συνομιλεί

Με τα ξεμοναχιασμένα πεδία της
Ψυχικής ορατότητας μονάχα στη

λάμψη

Της κληρονομικής φωτιάς που οι
Άνθρωποι φέρουν εκ καταβολής 

αγνώστου εαυτού,

Και πόσο κατά τη νύχτα της ζωής
Ανάβουν ξαφνικά οι πυρσοί προς

το μήκος της θλιπτικής πορείας

από ημίφως σε ημίφως,

Υπαγορεύοντας μια δυνατότητα
Της φρενήρους υλοφάνειας του

κόσμου αυτού

Που ανά το πλείστον παραπαίει
Ανάμεσα σε σκληρό έθος και τη 

λεπτή μαγεία

Και 

Τις μυστικογόνες συλλαβές μιας
Τριανταφυλλένιας εμπυρολαλίας

Που εφαρπάζει το σώμα και την
Ψυχή έως τα πέρατα του εαυτού

προς την σκοτεινή επικράτεια

της Αγάπης, 

Γιατί

Ακόμα και όταν αυτή η πλάση
Δεν θα υπάρχει, είναι αδύνατο

Να χαθεί ό,τι προϋπάρχει,

Ότι η αγάπη δεν

Είναι συναίσθημα αλλά μυστήριο,
Και ποτέ δεν μπορεί να βληθεί εκ 

του

Πλασματικού ονείρου του κόσμου, 
Γιατί μονάχ' αυτή τον δημιούργησε 

Και δεν έπαυσε ως σήμερα να τον 
Δημιουργεί ορμητικώς σε όλες τις

Εφαπτοπραξίες ενός συμπαντικώς 
Επιθυμείν τα φωτογόνα δύο, το Έν 

επιμερίζοντας 

στην ανεκλάλητη

εωσφωσφοριζόμενη ποίησή του,

Και καθεμιά κίνηση και σκέψη και
Πράξη ανθρώπων δεν είναι παρά η

λυτή

Συνέπεια ενός αιεί ακατονομάστου
Πρωταγωγικού έρωτα προτού καν

Ο Χρόνος δώσει την εντύπωση μιας
Μοναχικής ύπαρξης στο περιθώριο

της Εδέμ· 

Όμως

Αυτή τη φορά, λέγω πως ο Αιώνας
Ήταν εφ' όλα λυόμενος· κάλλιστα

Θα μπορούσε κάποιος να τον λύσει
Και να τονε συναρμολογήσει ξανά

ως εάν ήταν παιδικό παιγνίδι

ή πρόχειρη κατοικία,

Μα και

Ολόκληρο το σύμπαν τίποτ' άλλο
Από μια δωροκατασκευή χαμένη

Στη σκόνη του νου

Που καλεί πάντα τους εραστές να 
Την αποκαταστήσουν στη πρώτη

 ομορφιά της

Και

Οι άνθρωποι στον δρόμο υπήρχαν
Ως εάν ήταν μόνο τα βήματά τους

που

Ακούγονταν έως τα κράσπεδα των
Χλωμών αστεριών καθώς τελούντο

Στις παρυφές των αιώνων μήποτε
Ενοχλώντας το θορυβώδες θέατρο

του ζην και του θνήσκειν ,

Και οι προσόψεις των οικημάτων
Είχανε μετατραπεί σε τείχη ζωής

και τείχη ομιλίας

προς όπου

Το 

Τι μπορούσε να τα προσπεράσει
Κάθε φορά τούτο δεν ήταν παρά

η προωθημένη τρέλλα καρδίας,

Ότι οφείλουμε πάντα την τρέλλα
Στον εαυτό μας, ειδάλλως θα μας

τρελλάνει η μη τρέλλα,

Κι οφείλουμε ακόμη μια κλοπή
Της ζωής από τους κλέπτες της,

Και τι είναι αυτό αλήθεια που κάνει
Τα μάτια μιας γυναίκας πολύτιμους

Ακριβούς λίθους μέσα στην αιώνια
Φθήνεια του παγκόσμιου ιστορικού 

χρόνου

Aν όχι το έξω σχήμα τους, μηδε το
Χρώμα τους ει μη μόνον το σχήμα 

της ψυχής της 

όταν αγαπάει κι αγαπιέται,

Σαν να μπορούσε το φως μιας ζωής
Να αστράψει όλο σε μια παράφορη

Αγκαλιά και τα υγρά παθιασμένα
Φιλιά μιας αρπαγής σώματος από

σώμα σε 

τυφλή κατασπαραγή αγάπης

και 

Η αιωνική θλίψη των ονείρων να 
Παραχωρήσει επιτέλους ευγενικά 

την θέση της

Στο εμμένον υπόλοιπο του Είναι

που ζητά να φανερωθεί· 




Saturday, August 24, 2013

MONTE VIDEO





Ιδού, χόρεψε Γιούγκι, έλεγαν ξανά
Στον άνθρωπο που ήταν χτισμένος 

Στο βουνό και δεν φαινόταν παρά 
Μόλις το χέρι του υψωμένο πάνω

από το έδαφος

σε χαιρετισμό,

Χόρεψε τώρα, ότι ο κόσμος αυτός
Σε λίγο πια δεν θα υπάρχει, είπαν, 

Κι άρχισαν να χορεύουν αυτοί ενώ
Οι καταυλισμοί οπίσω τους είχανε

λαμπαδιάσει από φοβερή φωτιά

και κάτω 

Από έναν πορτοκαλένιο ουρανό που
Είχε γεμίσει με σαπισμένα άστρα απ'

όπου ακούγονταν συχνά

Αποκομμένες άριες όπερας μάλλον
Του Μόντε βέρντι που πέφταν στη

γη

σαν μετεωρίτες,

Και οι ίδιοι όντας οι τελευταίοι πια
Φωσφορηλάτες κάθε δυνατής ζωής 

στα

Ερείπια ενός πολιτισμού που μέσα
Σε ελάχιστο χρόνο είχε επιστρέψει

στη μελλοντική περίοδό του,

προσπαθούσαν ολοένα 

να βγάλουν

Μέσα από το βουνό τον άγνωστο
Ο οποίος, θρυλείτο, παρέμενε 'κεί

Για πάνω από εξακόσια χρόνια το
Ελάχιστο, και για ένα λεπτό μόλις

το μείζον,

Αν ήταν άνθρωπος, θεός, τοτέμ ή
Σκύλος, επιπλέον ο γείτονάς τους,

Τούτο δεν είχε σημασία, δήλωσαν
Αργότερα στους δημοσιογράφους

οι εμπλεκόμενοι,

Επιχειρήσαμε αν μη τι άλλο να τον
Γνωρίσουμε, προσέθεσαν και κατά

μία έννοια συνέχισαν

να ομιλούν·

Εκείνος τελικώς εβγήκε μέσα από
Το βουνό, αλλά χωρίς να κοιτάξει

καν γύρω του

προχώρησε προς το επόμενο

βουνό,

Νά' τος, αυτός είναι!
Χόρεψε, Γιούγκι,

του φωνάζαν, 

καθ' όσον

Η πλάση συνέχιζε να πυρπολείται
Από βάρβαρες επιδρομές ονείρων

που κατέκαιγαν

Τις πρωτεύουσες και τις πόλεις στις
Οποίες δεν έμενε πια κανείς ενώ στα

ποτάμια και τις λίμνες

ψαρεύανε όλη μέρα

αγάλματα και μήλα,

Υπήρχε ακόμα και μια λιμουζίνα
Πολύ παλαιά, ξαγρυπνισμένo και 

παρατημένo δώρο στην άκρη

της τοπικής εορτής,

Για να τιμήσουνε τον ξένο που
Φαινότανε πως εξοικειωνόταν 

Σιγά σιγά με το πλήθος καθώς 
Τον τραβούσε πεισματικά στον 

χορό,

Και εκείνος πράγματι χόρεψε
Μαζί τους όλη νύχτα μέσα σε 

έξαλλη χαρά και φωτεινή

νοοφάνεια, 

έστω και αν

Ο κόσμος ολοένα και βυθιζόταν
Σε μια τρελλή ταχεία συσκότιση·

Όμως αυτό δεν θα υπήρχε λόγος
Να σημαίνει πως

Κάθε αρχή είχε ήδη λήξει· 


 

Monday, August 19, 2013

HANDSOME HARIETT

 
Άρνολντ, έλεγε η νεαρή γυναίκα
Προς τη σκιά που στεκόταν μόνη


Στο βάθος της έρημης αίθουσας,
Είσαι ο κρουνός της χρυσολαλίας


Στις θαμμένες κυψέλες του χρόνου
Και η μουσική σου αίθεται ως εάν


Φλόγινος χορός στα τοιχώματα μιας
Πιο κρυστάλλινης πραγματικότητας


και επαισθήτως, ιδού,

και εν ευθέτω κόσμω

Συρρέει ως πνοή των θεών σ' εκείνα
Τα ανακτορικά οστεοφυλάκια των


πιανοφόρτε

και από σάλα σε σάλα

ύπνωσης

Όπου οι άγγελοι ξαναβρίσκουν την
Θέση τους ανάμεσα στα πετεινά και


τα θηρία της γης,

Και όπου τα χρυσόφωτα στέγαστρα
Της Τέχνης κατισχύουν της Ιστορίας

στην άβυσσο

του προσθίου χρόνου,

Μα ήλθες τόσο αργοπορημένος στον
Εικοστό αιώνα και τόσο νωρίς για τον


ουρανό,

Άρνολντ,

Κι εγώ δεν θα είμαι παρεκτός η αιώνια
Μούσα σου που ακόπαστα θάλλει στην


Μαγεία των οφθαλμών σου, οι που σε
Τόσο ξένο προς τον κόσμο φως σείουν


Με απαλό αναπαλμό την κλεισμένη σε
Τέσσερεις ανέμους ζωή, εγώ σου λέγω,


Κλείδωσε την πόρτα και άφησε την
Νύχτα να μας ξαναγεννήσει αφανείς


Προς την πλάση και τα φώτα σβήσε·
Και τον έρωτα μόνο άναψε ως λύχνο


Στις μαγεμένες ερημιές του προθυραίου
Μέλλοντος ότι εμείς για τους ανθρώπους


πλέον δεν

υπάρχουμε,

Άρνολντ,

Μα και για την Εδέμ μήτε, εξόριστοι θα
Αναμένουμε σε σφιχτή αγκάλη ενωμένοι


τα

Λευκόφυρτα λάφυρα της καθαρής τέχνης
Του φύεσθαι ως φυλλώματα ηδονής στους


ελαιώνες της σάρκας,

Έλεγε η νεαρή γυναίκα και αγκάλιαζε
Την ράχη του πιάνου αφήνοντας τον


Λυγερό κορμό της να ισχύσει στην θέα
Ενώ ο άνδρας από το βάθος της σάλας


Την κοιτούσε μια με τρυφερή λαγνεία
Και μια με ασίγαστο σκότος να λάμπει


Στον ίδιον από πάντα σιωπηλό και
Διαιωνίως άδειον από ακροατήριο

Ουρανό της αθανασίας·



**********************************************************
Στην φωτογραφία η Hariett Cohen (1895 - 1967) σε ηλικία 25 ετών, κορυφαία πιανίστρια του μεσοπολέμου και ισόβια ερωμένη του μεγάλου Άγγλου συνθέτη Sir Arnold Bax . 

Το ποίημα αναρτάται εκ νέου με μερικές κατά τόπους τροποποιήσεις.



Saturday, August 17, 2013

FRA NORGE TIL EVIGHETEN



Στις φυγόκρημνες βραχοσειρές του
Σόνεφγιουρ που επιθεωρούσανε με


ιερατική σιωπή

Tα υπνωτισμένα απαρχής του κόσμου
Αρχαιότατα ύδατα προς τον παγετώνα 

του Χάρμπαρσμπρέεν,

και πάνω στα

Πιο υψηλά σημεία τους που ενώναν
Όχι τον ουρανό με την γη, αλλά τον


άνθρωπο με τον ανεξιχνίαστο

ίλιγγό του

προς ό,τι πιο κοντινό του,

Έλεγαν οι κάτοικοι του Σγιούλντεν
Όταν ολόκληρος ο κόσμος μαζί με

τις σκιές του

βυθιζόταν στο ηλιοβασίλεμα ενός

χωριού μόνον,

Πως εκκρεμούσε ένα φως πάνω στα
Μάτια των ανθρώπων σαν ψυχή που


Αναζητούσε μια έξοδο προς την ζωή·
Δεν είναι φως ηλίου, εξηγούσαν, μηδέ


Ερχόμενο κι απ' άλλη φυσική πηγή,
Είναι το φως μας, προσέθεταν με το


Κεφάλι ντροπαλά να στρέφεται στο
Πουθενά κι εδειχναν προς τα αιώνια 

βουνά που

Κοιμόνταν μέσα στο χρόνο, θα'λεγε
Κάποιος σαν με το 'να μάτι ανοιχτό


Την μία ευκαιρία περιμένοντας για
Να μιλήσουν·
είναι το δικό μας φως,


ξαναλέγαν

Και μαζευόνταν στα σπίτια τους από
Νωρίς νυκτοπατώντας τόσο ελαφρά


Όσο κι ένας κόσμος που δεν βλέπανε
Στην άκρη των βλεφάρων τους· ήταν


Κατά τα άλλα μια χειμωνιάτικη εσπέρα
Στο τέλος των αθρόων συμβάντων, και


στο μεταίχμιο

Ανάμεσα τοπική ζωή και σε μια νύχτα
Που 'μοιαζε να 'ρχεται απ' την καρδιά


του γαλαξία·

Υπήρχε ακόμα η τόση ερημιά σε όλους
Τους δρόμους και τίποτε δεν φαινόταν


πως ημπορούσε

Να επιβαρύνει το απαλό θρόισμα των
Ανθρώπων στα περιθώρια ενός χρόνου


Που καταδυόταν όπως κάθε φορά στο
Οικείο του βάραθρο, και ετοιμάζοντας


την ερχόμενη δόξα της αυγής·

Το δε θρυλούμενο φως δεν είχε φανεί
Πουθενά σήμερα στην γύρω περιοχή


και

Οι κάτοικοι

Φαινόνταν όχι ιδιαίτερα ανήσυχοι γι'
Αυτό, αν και ολοένα είχανε τεταμένη


την προσοχή τους

Μήπως κάποιος εμφανιστεί·

Αν θα ήταν ο θεός, ή οι θεοί της Άσγκαρ,
Ή ακόμα κι ένας ταξιδιώτης, έμοιαζε να


μην έχει σημασία

για το χτισμένο σαν μάσκα πάνω

στο βραχώδες πρόσωπό τους

Λιτό χαμόγελο της απόλαυσης· γύρω
Πάντα από την ίδια αναμμένη εστία


που είχε

Την ιδική της ζωή, αιώνια και σχεδόν
Φιλική προς την πλήρη ανθρωπότητα·


Το δε ανακάτεμα των ξύλων καθώς απ'
Έξω  ο άνεμος άγνωστος της ζωής σαν


μέσ' από χίλια σύμπαντα

βοούσε ό,τι 'χε απομείνει απ' το

πέρασμα της ημέρας,

Φάνταζε σαν να ξαναμοιράζει την ίδια
Την γαία στους άτυπους κατόχους της,


Τις πιο κρυφές σκέψεις τους, προσμονές,
Ελπίδες, βεβαιότητες και τις αμφιβολίες


Αναμειγνύοντας

με στάχτες και σπινθήρες μαζί·



*********************************************
Το ποίημα αναρτάται εκ νέου με κάποιες κατά τόπους μορφικές τροποποιήσεις που δεν έχουν να κάνουν με το περιεχόμενό του.


Tuesday, August 13, 2013

Ο ΗΛΙΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Η φωτιά είναι ο μόνος τρόπος για
Να γνωρίσουμε το ύψος της ζωής,


Ίλκυς,

Όταν κάποτε η νύχτα πέφτει τόσο
Βαρειά στα μηνίγγια των αστέγων


του χρόνου,

Ώστε δεν υπάρχει κανείς να τους
Περισώσει ει μη ένα άλμα σε κάτι


που μοιάζει

με θάνατο και εξ ίσου

με ζωή

Μα αλήθεια σου μιλώ, για την
Αποχαλίνωση της ορατότητας


Σ' έναν ήλιο του θεού μέσα στο
Στήθος κάθε ανθρώπου, τόσον


στιγμιαίον

Που αρκεί για να διαστείλει τον
Χρόνο μέχρι τους ανακτορικούς


αιώνες

της αθανασίας,

Ότι ο άνθρωπος θα είναι πάντοτε
Μια μονάδα ελπίδας στα σαγόνια


του ζην

Και η νύχτα που τον οδηγεί δεν
Έχει άλλο σκότος κανένα μέσα


της

παρεκτός εκείνου

που τον ωθεί σε ύπαρξη,

Είναι ωστόσο το δικό του σκοτάδι
Κι εντός αυτού θα περισυλλέγεται


κάθε φορά

ο ίδιος ζωντανός·

Έλεγε η νεαρή Κορύνεια, καθώς το
Βλέμμα της αναζητούσε με σπουδή


Κάποιο μπαρ-καφέ στην ωκεάνεια
Προοπτική της λεωφόρου, η οποία


κατ' εκείνη την στιγμή

έλαμπε μονάχ' απ' το δικό της φως·

Υπάρχουμε πολλές φορές, Ίλκυς,
Του είπε ξανά ενώ το παιδικό της


πρόσωπο

εφάνη αίφνης

ως

Μια επίτεχνη θηλυκή καλλιγραφία
Μέσα στην αισθητή ωμοτέλεια της


πόλης·

Τόσες φορές όσες ένα λεπτό της ώρας
Συσπειρώνει μιαν απόφαση στα όρια


ανάμεσα

βεβαιότητα και άγνοια,

Όμως

Ο άνθρωπος είναι προφυλάκιο αγνής,
Αγνότερης άγνοιας που ανασχεδιάζει


την λάμψη του

στα κορυφώματα ανάμεσα ένα και

μηδέν,

Ή μάλλον, σου λέγω, αυτός είναι ο
Ποιητής που ακόμα κοιμάται μέσα


στο μυαλό του,

Γιατί, η ποίηση, Ίλκυς, δεν είναι η
Μονάδα στο πλήθος ποτέ, αλλά το


πλήθος

της μονάδας

Που περιζώνει τα κιγκλιδώματα του
Οράσθαι όταν η νύχτα έρχεται μέσα


στην

ζωηρή ετοιμοπόλεμη ησυχία της

να μας υπενθυμίσει

Τον άλλον εαυτό της ανθρωπότητας,
Εκείνον που αναμένει πάντα ένα το


Θαύμα στα σκαλοπάτια του εσώτερου
Ουρανού της ψυχής, μα τι θα' λεγες να


Μπούμε εδώ, μου φαίνεται ένα πολύ
Συμπαθητικό μπαράκι για ποτό, του


είπε η νεαρή Κορύνεια

κι εκείνος συμφώνησε,

Καθώς μάλιστα έμπαιναν μέσα, το
Βλέμμα και των δυό τους κατέπεσε


στον μεγάλο καθρέφτη του μπαρ

που αντανακλούσε τον χώρο

σε σχεδόν γαλαξιακή προοπτική·

Υπήρχε σε κάθε κάθισμα και από
Ένας θεός σκοτεινός, τούτο είπαν


και οι δυο

πως ήταν βέβαιο,

Και κυρίως,

Η συναίσθηση μιας επικράτειας
Άγνωστης και χαμένης από τον


ουρανό και την γη

και τους ανθρώπους

Που παρέκκλινε σημαντικώς της
Υπόλοιπης πόλεως μέσα σ' αυτήν


την πολυσύχναστη ερημία της·

Οι ολίγοι θαμώνες και ο μπάρμαν
Καθώς και τα πιο απομονωμένα


ερωτικά ζεύγη

Όλοι ομού συνιστούσαν ένα κόσμο
Που είχε αφαιρεθεί επιμελώς από


την γνωστή ζωή,

Προς ένα αδήριτο και εμμένον

καταφύγιο του χρόνου

Όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν
Κάποτε να υπάρξουν κάπως πιο


σοφά·

Τι θα πάρετε, ρώτησε η σερβιτόρα,
Και το εν όλω σκυθρωπό χαμόγελό


της, είναι αλήθεια πως

θα ερχόταν οπωσδήποτε

κάποια στιγμή

Σαν ένας επιπλέον φωτισμός της
Σχεδόν διαβρωτικής ανάγκης για


μια παντοτινή

στο σκοτεινό του χρόνου φόντο

Παρουσία·


Monday, August 12, 2013

ΕΝΥΔΡΕΙΟ



Πώς ακριβώς ευρεθήκαμε εδώ,
Λέγαν οι έγκλειστοι, προφανώς


δεν το καταλάβαμε,

Ίσως αυτό να 'χε ήδη συμβεί
Προτού γεννηθούμε, μπορεί


Και 

Αφ' ότου πεθάναμε, ποιος ξέρει,
Σημασία έχει ότι αυτός ο ύαλος


Που 

Τόσο γαλήνια μας αποτρέπει από
Κάθε υπόλοιπη θέα επιτρέποντάς 

την,

Ορίζει κατά κάποιο τρόπο το σύνορο
Μεταξύ ημών και πιθανολογουμένων

αγνώστων 

παρατηρητών·

Αυτοί οι άλλοι, δεν φαίνονται να είναι
Εχθροί μήτε φίλοι, ιδέα δεν έχουμε αν


Νοιάζονται πραγματικά γι' αυτό το
Ενυδρείο, μπορεί βεβαίως να είναι 

Οι ίδιοι που το τοποθέτησαν, και είτε 
Είναι θεοί είτε μη θεοί τούτο δεν έχει 

τόση

σημασία,

Ωστόσο

Η μέριμνά τους ορατή δεν είναι
Μα μήτε και η αδιαφορία τους·


Έλεγαν οι έγκλειστοι και ολοένα
Κοιτούσαν τον ύαλο πέριξ αυτών

Με ολοένα μη απορημένη απορία,
Και οι σε απορία και οι σ' ευμάρεια

τυγχάνοντες,

και συνέχιζαν να ομιλούν:

Δεν 

Ξέρουμε για πόσο θα περιμένουμε
Δεν ξέρουμε τι περιμένουμε

Δεν ξέρουμε καν αν περιμένουμε,

Τα δευτερόλεπτα που περνούν από
Μπροστά μας όπως τα κύματα του

θερμαινομένου νερού

που σφοδρώς μας περιαγκαλίζεται

μπορεί 

Να εμφανίσουν ένα νέο πρόσωπο
Και αυτά τα πολύχρωμα φώτα, τα


Πλαστικά φυτά και τα χαλίκια που
Μας περιβάλλουν, να φανερώσουν

αναντίρρητα  

Πως ένας γενναίος νέος κόσμος
Ήδη μας εδέχθη κι ένας παλαιός


ποτέ δεν υπήρξε,

Και οι φυσαλλίδες μας που αγέρωχα
Ανέρχονται στην επιφάνεια, τελικώς

Ν' αφήσουν από κάτω τους εμάς
Κι αυτά τα ιχθυότροπα πτερύγια


που συναρτώνται εφ' ημών

εκ γεννήσεως  

Να γλιστρούνε για πάντα στην εφθηνή
Ζυγοστάθμιση κι ωραίον αναστοχασμό


μιας μάλλον ανύπαρκτης

ευθύνης

Που προσποιείται την υπαρκτή προς
Χάριν κάποιας αναπαράστασης ζωής 

και μόνον,

Προς χάριν μιας τουλάχιστον ακόμη
Φυσαλλίδας


που λογικά

θα πρέπει και αυτή να ανέλθει·


*********************************************
Το "Ενυδρείο" είναι ένα αρκετά παλαιότερο ποίημα που συμπεριλαμβάνεται στην υπό έκδοση ποιητική ενότητα "Το Όρος της Ομιλίας και η Νεκρά Θάλασσα" και αναρτάται εδώ εκ νέου με σημαντικές μορφικές τροποποιήσεις που  δεν έχουν να κάνουν με το  περιεχόμενο του.