Saturday, March 30, 2013

DE IURE QUIRITIUM, DE FACTO INVISIBILI



Η Φωτιά που ολοένα μεγάλωνε στο
Υπαίθριο ξέφωτο είχε σκοτεινιάσει

το πλείστον

του ουρανού,

Ο οποίος εφάνταζε σαν μια Μάσκα
Που κατέρεε μην αποκαλύπτοντας 

ωστόσο ακόμα

κανέναν θεό·

Οι famuli συγκεντρωμένοι γύρω απ'
Την πατρική οικία προσπαθούσανε

Να μεταφέρουν τ' άλογα που είχαν
Πανικοβληθεί όσο πιο μακριά από 

τον πύρινο κλοιό,

Ενώ οι γυναίκες μαζεύαν γρήγορα
Τα πράγματα του υποστατικού και

Τα διώχνανε με μεγάλα κάρα προς
Το Άσυλο του πιο κοντινού δάσους

Όπου είχαν ήδη στείλει τα παιδιά
Τους· αυτή η φωτιά, λέγανε, είναι

Μια πύλη, από εδώ μπαίνουν στον
Κόσμο συνεχώς οι famuli, ότι από

Άνδρα και γυναίκα δεν γεννιούνται
Αυτοί ει μη μόνον απ' τα αποκαίδια

Των δασών, βεβαιώναν με ευλαβή
Αγανάκτηση και παρατηρούσανε

τους φλεγόμενους 

Γιγάντιους κορμούς να σωριάζονται
Μ' εκκωφαντικό πάταγο στο έδαφος

ξεσηκώνοντας ολούθε σκόνη

στην θέα της Δημιουργίας·

Να, ξαναλέγανε, μέσα από αυτή την
Σκόνη θα προβάλλουν οι νέοι famuli

Μαύροι και λεροί όσο κι η ψυχή που
Δεν έχουν, χειρότεροι κι από τα ζώα, 

Δεν είναι άνθρωποι όπως εμείς, αλλά
Mancipia της μεγάλης Νύχτας, η που

Καλύπτει ολόκληρο το Latium απ' ότε
Θεοί και άνθρωποι παύσαν να είναι εν

Και ταυτό και ξεχωρίσαν μεταξύ τους,
Είπαν ακόμη ενώ ο βωμός στο κέντρο

του ασύλου 

Ωμοίαζε ως εάν παρακολουθούσε την 
Όλη αναταραχή με βωβό ενδιαφέρον,

Και ό,τι είμαστε εμείς για τους θεούς
Είναι και αυτές οι ομιλούσες μορφές

in loco rerum 

in loco visibili

για εμάς

Γνωμάτευαν, και ολοένα ο ουρανός
Εφάνταζε σα να φλέγεται μέσα στη

σκοτεινή καρδιά τους

και στο ωχρό γαλαξιακό φως

των προσώπων τους·

Servie, Servie, φωνάξανε κάποια
Στιγμή σ' έναν χτυπημένο άσχημα 

από πτώση κορμού

δένδρου,

Αυτή είναι η τιμωρία σου που δεν
Γεννήθηκες άνθρωπος, αλλά σκιά

των δασών,

Τι κι αν έχεις έναρθρη φωνή ή μια
Μορφή που μοιάζει με ανθρώπου

Μην και μπορεί γι' αυτό στ' αλήθεια  
Να μιλήσουνε για σένα οι οιωνοί, ή

Πάντα θα σε λογίζουνε όπως αυτό
Το ανέκφραστο κούτσουρο που σε

καταπλάκωσε

Και από το οποίο, εξ όσων βλέπουμε
Δεν πρόκειται ποτέ να ελευθερωθείς,

του είπαν καγχάζοντας

με σχεδόν καλοσυνάτη κακία,

Και απαγορέψανε στους υπόλοιπους
Να τον πλησιάσουν· πες μας, Servie,

Δεν είναι δίκαιη η τιμωρία σου; για
Ποιο λόγο θα 'πρεπε συ να υπάρχεις 

χωρίς

κάποιο τίμημα

Πληρωμένο σε αυτή τη Νύχτα που
Σε προσέφερε στο Φως, ότι δωρεάν

Σου δόθηκε μεν η ζωή, δωρεάν όμως
Δεν σου ανήκει, γιατί αλλιώς το μέγα

Mancipium του κόσμου νόημα δεν θα
'χε, και κάπως πρέπει να πληρούται ο

Χρόνος με συμβάντα και είσαι γι' αυτά
Ό,τι 'ναι τα δένδρα για την φωτιά, του

δηλώσαν

Παρατώντας τον  

μονάχο στο έδαφος,

Ενώ ο ουρανός μέσα στην τόση
Κάπνια δεν φαινόταν σε κάποια

καλύτερη κατάσταση

από την γη·

Κοκκινόμαυρος κι ανατριχιαστικά 
Φωτοβόλος, σαν σε μια δαιμονική 

αποξένωση

από τον ίδιο τον εαυτό του, 

Το βαρύ 

Πάτημα των ανθρώπων στο χώμα
Τοιουτοτρόπως συνομολογώντας

σε γενικευμένη νόμιμη ανομία,

Στο

Λερό αλλά διεκδικούμενο δάπεδο
Ενός σύμπαντος που από πάντοτε

Δεν γνώριζε άλλο τρόπο να παράγει 
Την ζωή και την κίνηση, ει μη με το

Αφύσικα δεδομένο και εξ ίσου
Μη  αυτονόητο 

δίκαιο 

όχι του ισχυρού

Αλλά του αόρατου·