Thursday, March 29, 2012

EUROPOS BOKŠTAS

Μοιάζεις με νύχτα φωτεινή που δεν
Τελειώνει ποτέ, Οδυσσέα, και πίσω

Από το πέπλο της που απαλά αφήνει
Να πέφτει πάνω στα έθνη και τις αιέν

μητροπόλεις,

Ακούγεται ολοένα και πιο τραχύς ο
Αχός της μνήμης μιας Ιθάκης που

Παραπαίει στα κυτταρικά σκοτάδια,
Έλεγε η νεράιδα από το υψηλότερο

σημείο του Πύργου

Στον άνθρωπο με την σκιά ενός χρόνου
Αγνώστου στο πρόσωπο και το βλέμμα

του

Καθώς ο ίδιος δεν μπορούσε να θυμηθεί
Ακριβώς πότε και για πόσο είχε ζήσει και

από ποιαν εποχή

ερχόταν,

Της είπε μάλιστα κάποια στιγμή πως ό,τι
Είχε υπάρξει έως σήμερα στο κόσμο δεν

Ήταν παρά οι μεταμφιέσεις μιας στιγμής
Που από μόνη της έφτιαχνε απεριόριστα

σύμπαντα ζωής

και οράσεις ανθρώπων·

Είσαι εσύ

Ο αδιόρατος τροχός του νόμου, Οδυσσέα,
Συνέχιζε να του λέει η νεράιδα ενώ πάνω

Ο ουρανός είχε ήδη συγκεντρώσει νέφη
Πυρρά έτοιμα να εκραγούν σε μία άρση

του χρόνου

οριστική,

Και απ' εδώ που είσαι, δες, όλες σου οι
Πολιτείες φαντάζουν σαν τα ίχνη ενός

Ταξιδιού που καίτοι δεν έχει περαιτέρω
Φως πορείας, εν τούτοις είσαι ορισμένος

Πάλι πίσω σε αυτές να επιστρέψεις· ότι
Ο κόσμος μπορεί να μην διαθέτει άλλο

Να σου προσφέρει, όμως εσύ καλείσαι
Γι' άλλη μια φορά να τονε λύσεις ζώντα

σ' ένα όνειρο φλεγόμενο

Μες από μια σκέψη που κρύβεται στους
Αιώνες, μία λέξη ισόχρονη των θεών, η

μία

νίκη,

Οδυσσέα,

Απ' όπου αρπάζουν πάντοτε φωτιά τα
Ιερά πτολίεθρα των ανθρώπων και οι

Τροίες

μεταμορφώνονται

σε ουράνιους κήπους της αθανασίας,

Έλεγε η νεράιδα, ενώ η φωνή της τώρα
Ακουγόταν σαν να 'ρχεται από μύρια τα

ύδατα υδάτων

Που καιροφυλακτούσαν μέσα στα άστρα
Της θνητότητας πάνω από την οικουμένη·

Η δε πολιτεία του Βίλνιους φαινόταν από
Τόσο μεγάλο ύψος σαν ένα τρόπαιο εκτός

Ιστορίας

και εκτός

Διεκδίκησης βασιλείου προς βασίλειο της
Γης· και εκείνος, τοσούτον απόρρητος εκ

της ζωής,

Δεν ημπορούσε να καταλάβει αν ήταν ήδη
Νεκρός ή αιωνίως απέθαντος· δεν του ήταν

καθόλου εύκολο

να διαπιστώσει

Αν είχε ένα όνομα ή ήταν το όνομα αυτό
Που τον είχε, και σε κάθε περίπτωση δεν

Έδειχνε ιδιαίτερα πρόθυμος να συνεχίσει
Το ταξίδι του· προετίθετο μάλιστα κάποια

στιγμή

Να κατέλθει από το υψηλότερο σημείο του
Πύργου πάλι προς την επιφάνεια της γης,

Τονε συγκράτησε όμως ένα απαλό αεράκι
Που επέσυρε κοντά του η γλυκεία μορφή

της

νεράιδας,

Μέργκινα, της είπε, αλλά δεν εξεδήλωσε
Την σκέψη του· φαινόταν σα να αρκείτο

Να αγναντεύει τον

ίδιο παλαιό ορίζοντα των ανθρώπων

στο αχανές βάθος της σφαίρας

Ως έναν τροχό που δεν κατέπαυε ποτέ
Και που όσες φορές και αν ανέσυρε και

κατέσυρε

τα όνειρα των ανθρώπων,

Ο ίδιος παρέμενε εν τούτοις το

Σταθερό λιμάνι του ηλιακού όμματος
Στην λαμπρή έξοδό του κάθε πρωινό

ανά τον

αιεί δεδομένο στις αισθήσεις

κόσμο,

Που δεν σταματούσε ποτέ να υπάρχει
Σαν ένα μεγάλο φάντασμα του φωτός

στην ίδια κάθε φορά,

αρχαιότατη θέα της ζωής·



Saturday, March 24, 2012

LA GRANDE ÉCOLE DE L' ORGUE FRANÇAIS 1: prologue dans le goût baroque (Louis Couperin, Louis Marchand)

Σε αυτήν την αφιερωματική σειρά για την σχολή του γαλλικού εκκλησιαστικού οργάνου θα μας απασχολήσουν κυρίως η ρομαντική και η μεταρομαντική περίοδοί της (από Gigout, Guilmant, Widor και μετά) μέχρι τις σχεδόν μοντερνικές εκφάνσεις του μεγάλου μαιτρ Marcel Dupré και του μείζονος αυτοσχεδιαστή Pierre Cochereau κατά την διάρκεια του 20ού αιώνα.

Ωστόσο σε αυτό το πρώτο σημείωμα (και πιθανώς και σε άλλα), έκρινα καλό να παρουσιάσω δείγματα από την μπαρόκ εποχή του γαλλικού εκκλησιαστικού οργάνου, και συγκεκριμένα, την εξαίρετη Passacaille en sol του πολύ αγαπημένου μου συνθέτη Louis Couperin (1626-1661) και το Grand Dialogue En Ut Majeur του Louis Marchand (1669-1732), ούτως ώστε ο αμύητος ακροατής να πάρει κάποιες, έστω λίγες και επιλεκτικές, εντυπώσεις από την ιστορία αυτής της καθ'όλα θαυμαστής σχολής, η οποία παραμένει έως σήμερα, κατά την γνώμη μου τουλάχιστον, η πλέον πρωτότυπη και δημιουργική ανάμεσα σε παρόμοιες και παράλληλες εθνικές σχολές.

Ο Louis Couperin είναι, θα λέγαμε, ένας από τους θεμέλιους λίθους της γαλλικής μπαρόκ μουσικής και ακόμα, υπήρξε ένας πολύ μεγάλος δάσκαλος στους αιώνες για το εκκλησιαστικό όργανο και το τσέμπαλο. Ο ίδιος διαμόρφωσε το προσωπικό στυλ του κάτω από την γόνιμη επιρροή του μεγάλου Γερμανού οργανίστα της μπαρόκ εποχής Johann Jakob Froberger (πολύ μεγάλη υπόθεση αυτός· επιφυλάσσομαι για αναφορά) με τον οποίο πιθανολογείται πως συναντήθηκε κιόλας κατά τα έτη 1651-1652.

Έχοντας από το 1653 και μετά την πολύ σημαντική θέση του οργανίστα στον ναό του St.Gervais, ο Couperin δεν εξέδωσε κανένα έργο του όσο ζούσε, και η πλήρης αντίληψη για το όλο έργο του συνθέτη σχηματίστηκε πολύ αργότερα, μόλις κατά τα μέσα του 20ού αιώνα.

Αξίζει ακόμα να σημειωθεί πως η οικογένεια Couperin υπήρξε μια από τις πλέον επιδραστικές μουσικές οικογένειες στην Γαλλία, με τον Louis να αποτελεί το πρώτο ιδιαίτερα σημαντικό μέλος της και με τον έξοχο François Couperin le grand, ανηψιό του Louis, χαρισματικό συνθέτη και μείζονα οραματιστή του clavecin, να ακολουθεί (εξ ίσου αγαπημένος μου συνθέτης όπως ο θείος του με τον οποίον ασχοληθήκαμε εδώ).
Ανάλογης σημασίας και συνέχειας είναι βέβαια η οικογένεια Bach στην Γερμανία.

Στο πρώτο βίντεο ακούγεται το Passacaille en sol με τον Tibor Pinter στο εκκλησιαστικό όργανο των αδελφών Julien στην Roquemaure.



Ο Louis Marchand (1669-1732) παιδί-θαύμα της εποχής έγινε στα μόλις 14 χρόνια του οργανίστας στον Καθεδρικό της Nevers και είναι υπεύθυνος για μερικά αθάνατα αριστούργηματα του γαλλικού μπαρόκ, όπως αυτό που μπορείτε να ακούσετε στο βίντεο που παρατίθεται κατά το τέλος του κειμένου.

Παράξενος, εκκεντρικός και αλαζονικός χαρακτήρας ο Louis Marchand έμεινε ακόμα στην ιστορία του μπαρόκ και του γαλλικού εκκλησιαστικού οργάνου όχι μόνο για την αναμφισβήτητη ιδιοφυία του αλλά και για το εξής περιστατικό: όταν η πρώην γυναίκα του Marie Angélique απαίτησε μια διατροφή που θα ανερχόταν στο ήμισυ του μισθού του συνθέτη, ο Marchand όχι μόνο αρνήθηκε αλλά απάντησε και με θράσος στον Λουδοβίκο 14ο που του ζήτησε να συμμορφωθεί σ' αυτή την απαίτηση:

"Βασιλιά μου, αν η γυναίκα μου πάρει το μισό μισθό μου, τότε θα πρέπει να κάνει την μισή δουλειά μου".

Όπως και να' χει ο συνθέτης πρόλαβε και έφυγε για την Γερμανία πριν καταδικαστεί για "αυθάδεια" απέναντι στον βασιλέα.

To Grand Dialogue En Ut Majeur του Louis Marchand ακούγεται από το Orgue Isnard de la Basilique Saint Maximin la Sainte Baume που παίζει ο Pierre Bardon.



Monday, March 19, 2012

GRAND CHŒUR DIALOGUÉ EN AVANCE SUR LE TEMPS

Και προέκυπτε σαφές με την πάροδο
Του ηλιακού χρόνου πως οι άνθρωποι

Που μετακινούντο κατά τις νύχτες ανά
Μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες και από

Το Σατώ ντε Σαμπόρ προς την Ρουέν,
Δεν εγνώριζαν εντοπιότητα μηδέ και

Πίστη στον βασιλέα· το μέλημά τους
Ήταν όλως διάφορο της Ιστορίας, οι

Δε προσπάθειές τους δεν διευθύνοντο
Προς το ξέφωτο μιας γενναίας εποχής

Αλλά προς την τυφλή επιβίωση, είχανε,
Έλεγαν μεταξύ τους κατά την διάρκεια

της μεγάλης πορείας,

Αποφασίσει να καταφθάσουν έξω απ'
Τον Καθεδρικό της Ρουέν και εκεί να

Παραμείνουν καθ'όλη την έκταση του
Αιώνα αναζητώντας ένα μήνυμα από

το Μέλλον

Που θα τους καθιστούσε μετόχους μιας
Σταθερής χαράς στο μέσον της μείζονος

ταραχής και της ελάσσονος νηνεμίας

του βιωτού χρόνου,

Ανάμεσά τους ξεχώριζε ενόσω σταθερά
Επορεύετο μπροστά η νεαρή χορεύτρια

Ακτίς,

Που χόρευε ασταμάτητα όλη την ώρα·
Κοιτάξτε, τους έλεγε, πόσο εύκολα οι

Κόσμοι αναβλύζουν γύρω μου ως εάν
Οι πίδακες της ζωής, κοιτάξτε πώς οι

Σκιές

Που εγώ αφήνω στους βηματισμούς μου
Εγείρουν πύργους, φωτιά και αγάπη μα

και

Τείχη αστραία από διαμάντι, σάπφειρο
Και γαλακτόπετρα, δείτε ακόμα πως οι

Κήποι του θεού έχουν ήδη αποκαλυφθεί
Ανάμεσα στους οδοιπόρους και τα τέκνα

τους,

κι ακόμα δείτε

πώς

Λάμπουν στο κέντρο τους ένας ζωντανός
'Ενας πεθαμένος και η συνομιλία τους, ο

πρώτος λέγεται Μποάζ

Και ο δεύτερος Γιαχίν, ουδείς μεταβαίνει
Στο φως της ημέρας αν δεν περάσει από

ανάμεσά τους

Και κανένας δεν έρχεται προς την ζωή αν
Δεν διαβεί την πύλη που σχηματίζουνε οι

δυο τους

Καθώς παρατηρούν αντικρυστά ο ένας τον
Άλλον, τους έλεγε με έξαψη και ολοένα τα

Μάτια της είχαν αποβεί δυο πύρινοι έλικες
Στο παγκόσμιο σκοτάδι που καταπίναν την

ορατότητα

Προς όφελος μιας αδιάγνωστης βασιλείας·
Δεν βλέπουμε τίποτα, Ακτίς, της έλεγαν οι

άνθρωποι,

συνεχίζουμε προς την Ρουέν,

Η νεαρή χορεύτρια δεν έχανε ωστόσο την
Επιμονή της και συνεχώς τους προέτρεπε

Να δούνε πράγματα που δεν φαινόνταν
Σε κανέναν άλλον εκτός απ' αυτήν· οι δε

οδοιπόροι

Παρ' όλ' αυτά δεν την εξελάμβαναν ποτέ
Ως τρελλή, μηδέ και απαίτησαν έστω και

μια φορά

να σωπάσει,

Αν και έδειχναν να την σέβονται μεγάλως
Επεδίωκαν ωστόσο σαν σε βαθειά ύπνωση

την πορεία προς την Ρουέν,

Συνεχίζουμε προς την Ρουέν, Ακτίς,
Της απάντησαν για άλλη μια φορά

καθώς εκείνη

Τους ομιλούσε μάταια περί μιας ζωής
Που ακολουθούσε σαν άγνωστη σκιά

το φως της θνητής ζωής,

Και εκείνων των αθανάτων ιχνών που
Αφήναν στον δρόμο τους αυτοί οι ίδιοι

και

Δεν ήταν παρά ένας ουρανός μέσα στο
Μυαλό τους , μη ορατός απ' τα δεμένα

Μάτια τους·

Συνεχίζουμε προς την Ρουέν, Ακτίς,

της είπαν ξανά,

Ενώ ο κραταιός ορίζοντας της γαίας στο
Βάθος ολοένα τίναζε πυρρές ακτίνες σαν

μέσ' από τον ίδιο τον κρατήρα

της Δημιουργίας

Μιας ελπιδοφόρου αλλά σκοτεινής αυγής
Που ερχόταν στον κόσμο μέσ' απ' εκείνην

την αμείλικτα καινούργια εποχή,

Και λαμπρύνετο σαν φωτεινή μάσκα στα
Ουράνια όταν ωμοίαζε με έναν μορφασμό

επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας

κάθε θνητής απόφασης

και πορείας ανεξαιρέτως·

Σε κάθε περίπτωση το πλήθος έδειχνε
Αποφασισμένο να μεταβεί πάση θυσία

στην Ρουέν,

Αυτό δεν σήμαινε ωστόσο κατ' ελάχιστον
Πως θα μπορούσε κάποτε να καταπαύσει

η προαιώνια

παρακολούθηση,

Όμως ακόμα περισσότερο δεν εσήμαινε
Πως έστω για μια στιγμή θα αποκτούσε

μέσα στα βυθιζόμενα τάρταρα

του χρόνου

Το καθαρά ανθρώπινο δικαίωμα

να επέμβει·



Thursday, March 15, 2012

MOULIN ROUGE

Το πλήθος εξεχέετο από μια μεγάλη
Τάφρο του ουρανού και προσέπιπτε

αίφνης

Σε μια δεδομένη στιγμή της ωριαίας
Καθημερινότητάς του· οι δε μορφές

Που ανέμεναν ακόμα σε μιαν άβυσσο
Του θρυλουμένου ιστορικού χρόνου,

η οποία

άλλοτε έφαινε

Ως τέτοια και άλλοτε σαν τείχος από
Φωτιά χτισμένο να λάμπει ανάμεσα

Στους φερομένους ως ζωντανούς και
Τους εκλαμβανομένους χρονίως ως

νεκρούς,

Εκλιπαρούσαν οικτρά την γέννηση
Μέσ' απ' τα όνειρα των περαστικών

της Ρυ Πιγκάλλ

Που προσωμοίαζε με αστρικό φίδι
Στην μεγαλιθική νύχτα της πόλης

από την τοσαύτη συσσώρευση

φώτων αυτοκινήτων

και ανθρωπίνων σχημάτων ,

Καθώς η Μπουλβάρ ντε Κλισύ ήταν
Εδώ και σημαντική ώρα κλεισμένη

απ' ένα θεό

Μηκέτι γνωστό

Στην συνήθη θνητότητα των δεικτών
Του ωρολογίου οι οποίοι, διετείνοντο

συχνά οι

Παρακείμενοι κλοσάρ, παρέμεναν εξ
Ουρανού αριστερόστροφοι, όταν μέγα

το

Φως της όλης γαίας και του πολιτισμού
Κατέπεσε κάποτε εξ αριστερών από την

Εδέμ·

Αυτό είναι το σπίτι μας, άλλο όχι, είπαν
Τότε και ξεκινήσαν ομαδόν να πάνε να

κατοικήσουν εντός του·

Πέρασαν έκτοτε

Μύριοι παλαιοντολογικοί αιώνες, ο
Δε Μύλος περιεστρέφετο ακόπαστα

με

Την ίδια πάντοτε ορμή και ταχύτητα,
Ενώ οι εύθυμες και φρενήρεις φωνές

που

Εξήρχοντο απ' το κτίριο ουδόλως είχαν
Απωλέσει την επίκτητη απαίτηση για

την ζωή,

διεκδικώντας μάλιστα

έτι περισσότερα,

Ενώ συχνά μια άγρια Σκιά ανέβαινε απ'
Την Άβυσσο και τους ζητούσε πίσω· δεν

Έφευγε ωστόσο από την θέση του ούτε
Ένας, παριστάνοντας όλοι πως δεν την

ακούγαν,

Κι ολοένα προσπαθούσε να τους πείσει
Καθ' όσον αγρίευε ακόμα περισσότερο

Πετάγοντας από τα σπλάγχνα της δυο
Κατακόκκινους Δίδυμους Ήλιους της

Ζωής και του Θανάτου

που έλαμπαν σαν γίγαντες

στο

Απέραντο σκοτάδι του διαστήματος·
Μην ασχολείστε με αυτά, τους έλεγε

η Σκιά

και τους έδειχνε το εσωτερικό του

καμπαρέ,

Είναι μάταια, είναι θνητά, τίποτε δεν
Πρόκειται να μείνει, τους απειλούσε,

Κι εσένα τι σε νοιάζει, της απάντησαν
Κάποια στιγμή, δεν χρεώσαμε κανένα

θεό

γι' αυτό,

Μόνοι μας γυρίζουμε τον Μύλο, εξ ίσου
Μόνοι μας περιστρεφόμαστε σ' αυτά τα

υπνωτισμένα άστρα,

Της έλεγαν

Και κοιτούσαν με χαοτική βουλιμία τις
Χορεύτριες που υψώναν τα πόδια στον

αέρα

Σα να θέλανε να διώξουνε λακτίζοντας
Κάθε Κακό από τη ζωή· εν τω μέσω δε

του πλήθους

υπήρχε και ένας που έγραφε

ασταμάτητα για αιώνες,

Γύρισε πίσω στον ουρανό, Νούσιφερ,
Απευθύνθηκε σ' αυτόν η Σκιά, εσύ εκ

των θνητών

που έχεις

Το Βάπτισμα της Ομιλίας κρείσσον,
Μηδέν να σε κρατήσει δύναται στη

Γη,

Ότι ο άνθρωπος είναι Λόγος και όταν
Σωπαίνει δεν είναι παρά ένα ενέχυρο

Της Μητρός και όταν ομιλεί είναι η
Σκηνή του Πατρός φωτισμένη στην

παιδική εξοχή του κόσμου,

του' λεγε και ολοένα τον καλούσε,

Γύρισε πίσω Νούσιφερ, εδώ και τώρα,
Ότι μηδεμία την αιτία έχεις πια να μη

το επιζητείς,

Εφ' όσον ξέρεις ποιος δεν είσαι και τι
Δεν είναι πια αυτός ο κόσμος, γύρισε

εκεί που ανήκεις,

Του έλεγε επίμονα, ενώ ο άνδρας στην
Αρχή αιφνιδιάστηκε που τον καλούσε

με το όνομά του

όμως δεν φοβήθηκε

την φρικτή όψη της·

Δεν σ' εμπιστεύομαι, της είπε τότε,
Θα 'ρθω, αλλά θα ' ρθω όποτε εγώ

αποφασίσω κι όχι εσύ,

Ο λόγος ποιος και τι' ναι αυτό που
Παραπάνω θα κερδίσεις, αντέτεινε

Τότε το Ομιλούν Βάραθρο δίπλα του,
Άλλο δι' εσέ στο κόσμο δεν υπάρχει,

Νούσιφερ,

τι παραπάνω θα κερδίσεις,

ξαναρώτησε,

Την θέλησή μου, της απάντησε
Και γύρισε στο κάθισμά του να

ξαναγράψει

πάνω στα πόδια

μιας χορεύτριας


Εν τω μέσω των οχλοβοών και των
Αποσυνωθήσεων του κοχλάζοντος

στη θέα της σαρκός

πλήθους,

Ενώ η Σκιά παρέμεινε έκτοτε εκεί
Ακινητοποιημένη και φαινομενικά

Χωρίς τίποτε το τερατώδες, εφεξής
Μάλιστα γνωστή στους ανθρώπους

ως η Μεγάλη Νύχτα του Κόσμου,

Έστω και αν τα φώτα του καμπαρέ
Που δεν φωτίζαν τίποτε στο σύμπαν

εκτός από το ίδιο,

Δεν έσβηναν ποτέ στο αστρικό

διάστημα,

Χωρίς ωστόσο τούτο να σημαίνει κατ'
Ανάγκη

Πως είχαν επιπλέον πρόθεση
Να παραμείνουν ανοιχτά

και στην αυγή που ερχόταν·


Monday, March 12, 2012

ΜΠΑΡΟΚ ΜΠΑΡΟΥΧ

Και τι' ναι ο θεός, Μπαρούχ, αν όχι μια
Σκοτεινότερη νύχτα μες στο μυαλό του

ανθρώπου

Η οποία και οδηγεί όλα τα πράγματα σε
Μια ψηλή φωτιά που φαίνεται από τόσο

μακριά

στον

ορίζοντα

Σαν το πρώτο αρχαίο σημείο της θλίψης,
Μπαρούχ, εγώ σου ορίζω, πως μήποτε ο

Άνθρωπος είναι κάτι περισσότερο από μια
Σκιά και κάτι λιγότερο από ένα θεό· έλεγε

Ο άγνωστος επισκέπτης που στεκόταν εδώ
Και ώρα στην χαμηλοφώτιστη είσοδο της

Επαύλεως του Ρίινσμπουργκ και δεν είχε καν
Νοιώσει την ανάγκη να συστηθεί και να πει

πώς τον λένε,

Κι εσύ Μπαρούχ,

Ευλογημένος αποσυνάγωγος των οικείων
Σου, συνάγεις σε μιαν Υπόσταση την ζωή

Και κάνεις οικείο τον θεό, όμως σου λέγω
Μπαρούχ, πως η αλήθεια μέλλεται ξανά

Να είναι τόσο ανοίκεια με τους ανθρώπους
Όσο ακριβώς της επιτρέπει να μην ενοχλεί

στην θεατρική τροχιά της

Αυτήν

Την φωταγωγημένη από ψυχές σφαίρα που
Γυρίζει γύρ' από τον ήλιο σαν η τρελλή δίνη

φυγής και επιστροφής

μαγείας και έννοιας

χάους και ορισμού

Και μια καταβύθιση στην θάλασσα ενός
Ονείρου τοσούτον αρχαίου όσο ο ανθός

του πρωινού φωτός

Πριν κατασταλάξει και επικαθήσει ακόμα
Επί των σκιωδών πραγμάτων που έκρυβε

Νύχτα απ' άλλη νύχτα και ζωή απ' την ζωή
Μα κυρίως ο άνθρωπος από τον εαυτό του·

Του έλεγε, και ολοένα κοιτούσε προς την
Έξοδο, μη δείχνοντας ωστόσο πως ήθελε

να φύγει

Αλλά μάλλον να μην ξανάρθει·

Πώς σας λένε, τον ρώτησε η σεβάσμια
Μορφή λίγο πιο μακριά του, όμως δεν

Πήρε καμμιά απάντηση,

Κανένας δεν έχει όνομα ακόμα, του είπε
Ξαφνικά, και για κανέναν δεν μαρτυρεί

μια εποχή

αν δεν ανήκει σε μιαν άλλην εποχή

και όχι την δική του,

Και ιδού, ο κόσμος πηγάζει μόλις από
Μια στοά μεγαλείου και τρόμου χωρίς

οσαύτως να γνωρίζει

Αν

Η ελπίδα του είναι κάτι καλύτερο από
Το απαλό διολίσθημα στην κατηφόρα

του χρόνου

Ή κάτι χειρότερο από την νάρκη μιας
Αυτοκρατορίας που την πλημμυρίζουν

Οι πόλεις σαν στίγματα πλέον εμφανή
Στο σώμα του γήινου χάρτη, τοσούτον

κοντινά στην θέα

όσο και η λέξη έρχομαι

Και τοσούτον μακρινά όσο η έννοιά της·
Του είπε, ενώ ο άνδρας που τον άκουγε

Όλη αυτήν την ώρα δεν φάνηκε να μην
Απορεί, θέλετε να πείτε, τόλμησε να τον

ρωτήσει κάποια στιγμή,

Πως επί ματαίω

Η ανθρωπότητα εργάζεται το μέλλον της,
Και πως ουδείς λόγος της αναμονής ενός

Θαύματος που μπορεί ο Λόγος να ορίσει;
Κατέληξε και ανέμενε με ενδιαφέρον μιαν

απάντηση από τον ξένο,

ενώ

Ο ουρανός απέξω είχε αρχίσει να μαυρίζει
Αποκαλύπτοντας κατά τόπους εκείνη την

δόξα

Των μοναχικών χρυσοκόκκινων συννέφων
Καθώς τα φώτιζε με αρχέγονες βαφές του

σύμπαντος

Ο αργά βυθιζόμενος ήλιος στην μεγάλη
Τάφρο του χρόνου που 'χασκε το ίδιο γι'

Αυτόν και τους μοναχικούς διαβάτες έξω
Από την οικία ενός μεγάλου φιλοσόφου·

Πες μου, Μπαρούχ, άκουσε τον ξένο από
Απέναντί του σαν εκείνος ο ήλιος απέξω

να είχε αποκτήσει φωνή,

Τι βλέπεις στην εποχή σου ει μη εκείνα
Τα λαμπρά ανάκτορα κεκοσμημένα απ'

Το πυρ και τη σκέψη ενός ανθρώπου που
Καίτοι είναι ήδη θεός, θέλει να γίνει θεός,

δεν είναι παράξενο αυτό;

Συμπλήρωσε και τον κοίταξε με χαμόγελο
Συγκρατημένο ενώ είχε περάσει την έξοδο

Και ετοιμαζόταν να χαθεί στη νύχτα,

Δεν το ξέρει όμως ακόμα, απάντησε χωρίς
Να το καλοσκεφτεί, δεν το ξέρει πως είναι

ήδη θεός

και καθόλου σίγουρο πως θα μπορούσε

να το μάθει κιόλας,

Είσαι βέβαιος γι' αυτό Μπαρούχ, άκουγε την
Φωνή του ξένου που ολοένα απομακρυνόταν

Και σε τέτοιο τόνο ώστε δεν μπορούσε να
Καταλάβει αν επρόκειτο για διαπίστωση

ή ερώτηση,

Είσαι βέβαιος, Μπαρούχ, ξανάκουγε και του
Φαινόταν ολοένα και περισσότερο πως αυτή

Η

Φωνή του ήταν πλέον τόσο οικεία όσο και
Μια ανάμνηση από τα παιδικά του χρόνια

στο Γιόντενμπουρτ

Όταν τα παιδιά της εβραϊκής συνοικίας
Του Άμστερνταμ επικαλούντο το όνομα

του Αντονάι

Με αθώα ματαιότητα στ' ασημοφώτιστα
Από σκιές αγνώστων παρουσιών χαρωπά

παιγνίδιά τους,

Μην μπορώντας ωστόσο να αποφασίσει
Αν ήταν βέβαιος γι' αυτό ή όχι, μένοντας

να κοιτάει προς στιγμήν

σαν χαμένος

Προς

Τον αφημένο στον ουρανό μανδύα ενός
Μαγεμένου σύμπαντος που επέστρεφε

τόσον επιδέξια

Στη πιο μυστική υπόστασή του όσο και
Μια εποχή που μπορούσε να ανατέλλει

και να δύει μαζί·

Και ήτανε βέβαιος, τόσο βέβαιος ότι δεν
Ήταν πια ένας κόσμος αυτό που κοίταζε

μπροστά του,

ποτέ δεν ήταν,

Αλλά

Μια λαμπερή ανεπανάληπτη σκιά του,
Που φάνταζε από τον ίδιον τον κόσμο

λίγο μόλις,

ελάχιστα,

πιο πραγματική·


Tuesday, March 6, 2012

BÉLA BARTÓK: Romanian Dances (Román népi táncok) by Lana Trotovsek



Το έξοχο δημιουργικό πνεύμα του Béla Bartók πάνω στους Ρουμάνικους Χορούς, μέσα από το δοξάρι μιας ιδιαίτερα ταλαντούχου βιολονίστριας της νέας γενιάς.