Tuesday, September 27, 2011

JEAN-PHILIPPE RAMEAU: a baroque master through the ages

Κορυφαίος συνθέτης, πέρα βέβαια από το απίστευτο θεωρητικό έργο του που σήμανε μια στη κυριολεξία νέα εποχή όσον αφορά την πρόσληψη και κατανόηση της μουσικής.
Ο ίδιος απετέλεσε μια από τις πλέον ισχύουσες ανά τους αιώνες "βάσεις" της δυτικής μουσικής, και κάποτε έχω την εντύπωση, πως είναι αδύνατον να νοηθεί ο,τιδήποτε ακολούθησε, χωρίς αυτόν και τον Lully.
Πολύ εμπνευσμένοι και δημιουργικότατοι και οι δυο τους, παραμένουν απόλυτα σύγχρονοι στον 21ο αιώνα, τη στιγμή που τα σκουπίδια της βιομηχανικής pop θα ακούγονταν πεπαλαιωμένα ακόμα και τον μεσαίωνα.

Rondeau από την αριστουργηματικότατη όπερα-μπαλέττο "Les Indes Galantes" (1735 - 36), υπό την ακάθεκτη ερμηνεία των Μουσικών του Λούβρου και την διεύθυνση του αφοσιωμένου Mark Minkowski.


Sunday, September 25, 2011

LAC LÉMAN ou L'Humanité Éternelle

Κατ΄εκείνο το βαθύτερο απόγευμα
Ότε ο ουρανός καθίστατο βαθμηδόν

Ένα όλως ανεωγμένο αμφιθέατρο των
Άστρων πάνω από την ανθρωπότητα,

Το πλοιάριο που κατέφθανε από το
Βαλαί στο Μοντρέ ήταν γεμάτο από

φώτα,

Ίδια φώτα παλαιά· αρχέγονα τόσο
Όσο και οι δρυμοί που παρέμεναν

στο βάθος του τοπίου

σιωπηλοί

Την

Προωθημένη κίνηση του σκάφους
Παρακολουθώντας με μάτια άδεια

θεόθεν·

Φώτα μιας βασιλείας ανεπίγνωστης
Στην γαία και οριστικής που έφαινε

Καταμεσής της νωχελικής λίμνης ωσάν
Μια ισχύς αναντίρρητη της κατάληψης

της ζωής

από ανυπόμονους επισκέπτες·

Η δε ευθυμία των απροκλήτων φωνών
Και η ζωηρή έξαψις των επιβατών, δεν

Ήταν σίγουρο πως αφορούσε την μία
Συγκεκριμένη στιγμή της επικειμένης

αποβίβασης,

Έδειχνε σαν να έρχεται από τόσο μακριά
Στον χρόνο, όσο και μια νύχτα ή πρωινό·

Υπήρχαν ελάχιστοι άνθρωποι αφημένοι
Στην προβλήτα που ανέμεναν την λήψη

των ερχομένων,

Το δε ισχυρό αεράκι ενόσω ράντιζε με τις
Σταγόνες εσπερινής αύρας τα πρόσωπα

των συνωστιζομένων προώρως

στην πλώρη για την έξοδο

Κυμαίνετο σαν απόπειρα συνομιλίας
Με πνεύματα εγκαταλελειμμένα από

Χρόνους που ζούσαν ακόμη σκιωδώς και
Παραπλεύρως των χαρωπών εισβολέων·

Ο Σέλλεϋ, η Μαίρη, ο Βύρων φαντάζανε
Εκ του σύνεγγυς μη ορατοί, και απείρως

απομεμακρυσμένοι

σε απόσταση αναπνοής

Καθώς το άγαλμα της Κυράς της Λίμνης
Στοχαστικά ανέμενε την γένεση της νέας

ζωής

στο γραφικό Μοντρέ·

Υπήρχε εν γένει μια ήρεμη και ευχάριστη
Ακαταστασία στο όλο φυσικό σκηνικό,

Τα φώτα παρέμεναν ισχύοντα όσο και ο
Θεός στο σύμπαν, η νύχτα ερχόταν σαν

κοσμικός έρωτας

Και

Η κορμοστασιά της ωραιοτάτης  μορφής
Μα τα γαλάζια μάτια και τα ευδιάκριτα

από μακριά

σφύζοντα από παλμό ζωής στήθη

Υπογράμμιζε την χυμώδη αιωνιότητα
Μιας ατέρμονης επαφής ανάμεσα στον

άνθρωπο

και τον αγρυπνούντα κόσμο

γύρω του·

Μια γένεσις συμπαντική σίγουρα ετελείτο,
Ένα νέο κύμα των ψυχών, θα 'λεγε κανείς,

Προσάραζε στην ουδέτερη πραγματικότητα
Για ν'αναγεννηθεί από την μήτρα της λίμνης,

Τα νερά, οι δρυμοί, τα φώτα, οι άνθρωποι
Ισορροπούσαν ξαφνικά και αναπάντεχα

τόσο

σε μια νέα διαθήκη ανάμεσα στον θεό και

τους παρευρισκομένους,

Σαν ανίκητος μαγνήτης εσταλμένος από
Δυσεξακρίβωτες ουράνιες επικράτειες κι

επικολλημένος

σθεναρότατα

σε νου και σάρκα,


Την μία παγκόσμια ευωχία της αγάπης
Γι' αυτήν την κτιστή, όλως ύλη φθαρτή,

Προκαλώντας με παιγνιώδη σοβαρότητα
Τον καθένα

Εύκολα να μην προσπεράσει·

Thursday, September 22, 2011

IN HET MIDDEN OP DE DAG

Οι άνθρωποι, λέγανε, έφευγαν ολοένα
Πιο μακριά από τις πόλεις προς τα πιο

Απόμερα σημεία του Χάρενκαρσπελ
Ενώ στον ορίζοντα εμφανιζόταν από

το πρωί

Ένα κολοσσιαίο χρυσό σύννεφο, που

εγκυμονούσε τον θεό·

Υπήρχε πρόδηλη ακαταστασία στην Γη,
Τα μυρμήγκια δεν βγαίναν πλέον απ' τις

φωλιές τους,

Οι άνθρωποι δεν ξεύραν πια λατινικά,
Οι λαχειοπώλες τρεκλίζαν έξω από τις

πόλεις

με άδεια κοντάρια χωρίς λαχνούς

Και οι γύπες πετούσαν σαν σκιές γύρω
Από ένα εξωκκλήσι του Βάρμενχουζεν

Επαιτώντας ψιχία θανάτου από τους
Εγκαταλελειμμένους σιτοβολώνες της

δημιουργίας·

Ο κόσμος, από την άλλη, χαριεντίζετο

μέχρι πρότινος με

Τις λιγοστές ελπίδες ότι το ανθρώπινο
Θηρίο κοιμάται από την νάρκωση του

πολιτισμού ακόμα,

Καθώς τα γερμανικά στρατεύματα,

Έλεγε το ραδιόφωνο

Κατέλαβαν το Άμστερνταμ χωρίς την
Παραμικρή αντίσταση και σε ολίγες

ώρες·

Στην δε ύπαιθρο του Χάργεν

Ο καιρός έδειχνε ολικά συννεφιασμένος
Χωρίς να πέφτει ωστόσο ούτε μια στάλα

της βροχής

ενώ κατά τα άλλα

Η φύση παρέμενε γαλήνια και ο αχός των
Λουλουδιών καθώς εσύρετο από το απαλό

αεράκι

Υπεμνημάτιζε οσαύτως την κατίσχυση των
Ημιφώτων πόθων της ανθρωπότητας επί

της αιεί

κεκτημένης τραχύτητας του χρόνου·

Υπήρχε ακόμα ένα κάρο αφημένο στην
Γωνιά του λιθόκτιστου μύλου και τα δυο

παιδιά που κλωτσούσαν αμέριμνα

ένα τόπι

Στο μέσον της παγκόσμιας ερημίας,

Κι ο ήχος των βαρέων ερπυστριών καθώς
Προήλαυναν στο δρόμο προς τον βορρά

Διόλου δεν απέσπασε την προσοχή τους
Από το ολιγοστό παιγνίδι των ημερών·

Το δε τόπι που χτύπησε στην κάνη ενός
Άρματος και εξοστρακίστηκε προς τα

αχανή βάθη της πεδιάδας

δεν φάνηκε

να ανησύχησε τους ηνιόχους του,

Και πάνω από τον απέραντο, διαρκή
Μέσα στην ίδια εκκρεμότητα των δυο

χιλιάδων χρόνων,

κόσμο,

Το μεγάλο χρυσαφένιο σύννεφο
Λέγεται ότι πεινούσε ακόμα πολύ

για ολοένα

περισσότερο χρόνο και Ιστορία·

Πεινούσε ακόμα, είπανε, και για

Ένα κειμήλιο αθωότητας μαζί
Μήπως τυχόν ανευρεθεί σε όλως

πιστοποιημένο ίδιο

και από παντού

αρχαίο, αρχαιότατο Κενό·

Όπως εν τέλει αυτό ακουγόταν
Πάντοτε σαν μια απρόκλητη

μεσημβρινή ερπύστρια

της οιονεί φρίκης των ανθρωπίνων

και στο κέντρο

Μιας παγερά ανέκφραστης μέσα
Στο χρόνο

Συμπαντικής υπομονής·



Monday, September 19, 2011

ET QUI SEULEMENT DEMEURENT EN VOULOIR ET DÉSIR D' AMOUR


un hommage à Marguerite Porete

Μαργκερίτ, εσύ είσαι εκείνη η φλόγα
Μέσα στο ανθρώπινο δάσος που από

Όλους

Τους ξέφρενους μυστικούς χορούς της
Στις ρίζες, τους κορμούς και τα φύλλα

του

Δεν καταλήγει τώρα παρά να ζητεί να
Κάψει μονάχα εσένα, τρελλή ερωμένη

του φωτός και της ανεμελιάς του θεού,

ότι

Η αγάπη σου για τον ουρανό είναι μια
Φυλακή ελευθερίας όπως είναι αυτός

Ο κόσμος για το μέγα πλήθος της ζωής
Που παραπαίει ανάμεσα σ' ένα που δεν

ορά

Λαξευμένο μυστήριο στην φωτεινότερη
Αγωνία γενεών και γενεών που ακόμα

ζουν

στις σκέψεις και τα λόγια μας

Και μιαν ορατή καθήλωσή του σε ναούς
Παχύσαρκους που βιαστικά περιζώνουν

την ανθρώπινη θλίψη

με αμήχανη προστασία και τρόμο,

Μαργκερίτ,

Μπροστά στο Μέγα Σκέλεθρο του Λόγου,
Ο οποίος ως σήμερα, άλλο δεν είναι παρά

Αυτές οι κουρασμένες πόλεις των εθνών,
Όταν επιζητούν όχι μια θέση στον ήλιο

του θεού

αλλά ένα δροσερό κατάλυμμα στη σκιά

της Ιστορίας,

Μακριά από εκείνον τον ήλιο που καίει,
Όπως ετοιμάζεται να κάψει τώρα εσένα,

Της έλεγε

Ο συγκρατούμενος και υπερασπιστής της,
Γκιγιάρ, ενώ ετοίμαζε με κάθε λεπτομέρεια

την υστάτη ομιλία του

στο

ιερατικό δικαστήριο·

Και τι' ναι μια αίρεση, Μαργκερίτ, αν όχι
Το τέκνο της αγάπης και του θυμού, ένα

Άλμα στο μέλλον χωρίς πάτημα σταθερό
Σε ουδέν των παρελθόντων και μια άγρια

ώση φυγής

από τα δεσμά του

χρόνου

Προς τα περιστύλια του σύμπαντος, εκεί
Όπου μόνον η αγάπη του νοός βασιλεύει

και ο νους της αγάπης·

Ότι όσα βιβλία και αν κάψει ο επίσκοπος
Του Καμπραί, και τον κορμό ανθρώπου

Αν παραδώσει ακόμα στη φωτιά, δεν θα
Μπορέσει ωστόσο μήποτε τον εαυτό του

να καύσει

Και

Αυτό μέλλει να 'ναι η οιονεί αποτυχία του
Στους αιώνες, ενώπιον θεού, ανθρώπων

και

των

Λουλουδιών που φυτρώνουν ελεύθερα
Στο δρόμο ανάμεσα Παρίσι και σύμπαν,

Ότι το πρώτο είναι ακόμα βυθισμένο σε
Μια νύχτα σκληρή που προετοίμασε γι'

Αυτό ένας αιών γηραιός κι αναποφάσιστος
Που μην τολμώντας να τελευτήσει ακόμα

Και νέα ζωή να δώσει κάτω από τον θόλο
Των αθανάτων, σκοτώνει τους ανθρώπους

Όταν αυτοί επιχειρούν μια δρασκελιά στην
Άβυσσο της αγάπης και μιας λάμψης που

'ρχεται κατευθείαν από τα πρωινά αστέρια
Της ζωής των έξω από κανόνες και νόμους

ανθρώπινους,

Εκείνης που κάνει τους εραστές να πέφτουν
Μαζί στην κλίνη των ηδυλύτων στεναγμών

Και τον προφήτη να πυρπολεί τις καρδιές
Του πλήθους με μία μόνο λέξη κάθε φορά

και είναι αυτή η λέξη,

Άφεσις,

Μαργκερίτ,

Ότι είναι η τιμωρία ακόμα ένα βάρβαρο
Έθος των δαιμόνων και όχι το άνθος των

αγγέλων

Ότι ο άνθρωπος θεός μπορεί να γίνει μόνον
Εάν αγαπάει και όχι αν φοβάται· της έλεγε

Και ευθύς κοίταξε την ευγενική μορφή της
Με αγωνία μεγίστη, καθώς η ακρόαση στην

ακούραστη αίθουσα

επίκειτο από στιγμή σε στιγμή,

Κι εγώ σου λέγω, τούτο, χαριέστερο άνθος
Ενός κήπου ακόμα αγνώστου της καρδιάς,

Την μοίρα σου φύγε και την πυρά διώξε απ'
Τις μέρες που έρχονται και ομολόγησε όπως

κι εγώ,

Ότι το φως της ζωής σου

Βορά σε ρασοφόρους δαίμονες να δώσεις
Πρέπον δεν είναι, και τους αδελφούς σου

Σε θλίψη έσχατη να επιρρίψεις, ποτέ να μην
Στέρξεις να σκεφτείς· ομολόγησε, Μαργκερίτ,

Κατά πώς αυτοί ζητούν και το μέγα άγος της
Δίκης ας απαλύνεις, ότι ο κόσμος αυτός δεν

χρειάζεται μάρτυρες πια

αλλά την συνείδηση της ομορφιάς του·

Της είπε και την κοίταζε στα χείλη με τόση
Ανυπομονησία ώστε σχεδόν δεν άκουσε τον

φύλακα

Που τον καλούσε να εμφανιστεί μπροστά
Στους δικαστές·

Μαργκερίτ, της ψιθύρισε,

Ενώ τον τραβούσαν έξω στο πεινασμένο
Χάος μιας αλλόκοτης εποχής που ακόμα

και το μίσος της δεν μπορούσε παρά

να το τραυλίζει·

Η δε

Γυναίκα, είχε καρφώσει το εξώκοσμο
Βλέμμα της πάνω του χωρίς να μιλάει·

Έτσι τον παρακολούθησε να χάνεται
Στο τέλος του διαδρόμου, μέσα στον

θόρυβο της ζωής

που ανέμενε πάντοτε με τον θάνατο

μαζί, μιαν νέα εποχή·

Στο έλεος αφήνοντάς την,
Όπως και κάθε άλλη εποχή,

όχι του θεού

Αλλά του ανθρώπου·


Wednesday, September 14, 2011

ANTONIO VIVALDI: "Juditha Triumphans", Oratorio

Από τα τέσσερα ορατόρια που συνέθεσε, αυτό είναι το μοναδικό που διασώθηκε έως τις ημέρες μας, και για μένα, αριστουργηματικό.
Βασισμένο στο "Βιβλίο της Ιουδίθ", από την Παλαιά Διαθήκη (το οποίο ωστόσο δεν εμπεριέχεται στο μασοριτικό κείμενο της Tanakh), εγράφη για τον εορτασμό της νίκης της Δημοκρατίας της Βενετίας επί των Τούρκων κατά την πολιορκία της Κέρκυρας το έτος 1716.

Πάντοτε είχα την εντύπωση πως αν ο Johann Sebastian Bach υπήρξε ο στοχαστικός (και κάποτε με απόκοσμη θλίψη) αυτοκράτορας του μπαρόκ, τότε ο Antonio Vivaldi ήταν ο μάλλον εύθυμος πρωθυπουργός του.
Βέβαια, αυτή η αναλογία λογίζεται τηρουμένων και άλλων αναλογιών, γεωιστορικών πρωτίστως από την άποψη της τέχνης, μιας και το γερμανικό μπαρόκ διαφέρει από το ιταλικό, τόσο σε φιλοσοφική όσο και σε στυλιστική διάθεση, καθώς και σε άλλα.

Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, το μεγαλείο του μπαρόκ ορατορίου (όπως και της μπαρόκ όπερας), σύνθεμα και πρόταγμα μιας εποχής και μιας τάξης πραγμάτων που επιθυμούσαν να μείνουν αιώνιες στην γη -και αυτό βέβαια περνάει στην τέχνη τους-, παραμένει ανεξίτηλο έως τις ημέρες μας, υπενθυμίζοντάς μας κατ' ευτυχή ακολουθία, πως η αριστουργηματική τέχνη δεν είναι απλά διαχρονική, αλλά κυρίως υπερ-ιστορική, πέρα από προθέσεις, βλέψεις, προσμονές αλλά και περιορισμούς της κάθε εποχής.

Την Μπαρόκ Ορχήστρα της Βενετίας και την Nationaal Jeudkoor του Βελγίου, διευθύνει ο Andrea Marcon.

Τα δύο βίντεο διαρκούν περίπου 2 ώρες και 20 λεπτά, καλή θέαση και ακρόαση!





Monday, September 12, 2011

FRA NORGE TIL EVIGHETEN

Στις φυγόκρημνες βραχοσειρές του
Σόνεφγιουρ που επιθεωρούσανε με

την σιωπή ιερατική

Tα σαν απ' την αρχή της Γαίας ύδατα
Υπνωτισμένα προς τον παγετώνα του

Χάρμπαρσμπρέεν,

και πάνω στα

Πιο υψηλά σημεία τους που ενώναν
Όχι τον ουρανό με την γη, αλλά τον

άνθρωπο με τον ανεξιχνίαστο

ίλιγγό του

προς ό,τι πιο κοντινό του,

Έλεγαν οι κάτοικοι του Σγιούλντεν
Όταν ολόκληρος ο κόσμος μαζί με

τις σκιές του

βυθιζόταν στο ηλιοβασίλεμα ενός

χωριού μόνον,

Πως εκκρεμούσε ένα φως πάνω στα
Μάτια των ανθρώπων σαν ψυχή που

Αναζητούσε μια έξοδο προς την ζωή·
Δεν είναι φως ηλίου, εξηγούσαν, μηδέ

Ερχόμενο κι απ' άλλη φυσική πηγή,
Είναι το φως μας, προσέθεταν με το

Κεφάλι ντροπαλά κατεβασμένο και
Έδειχναν προς τα αιώνια βουνά που

Κοιμόνταν μέσα στο χρόνο,
θα'λεγε
Κανείς σαν με το 'να μάτι ανοιχτό

Την μία ευκαιρία περιμένοντας για
Να μιλήσουν·
είναι το δικό μας φως,

ξαναλέγαν

Και μαζευόνταν στα σπίτια τους από
Νωρίς νυκτοπατώντας τόσο ελαφρά

Όσο κι ένας κόσμος που δεν βλέπανε
Στην άκρη των βλεφάρων τους· ήταν

Κατά τα άλλα μια χειμωνιάτικη εσπέρα
Στο τέλος των αθρόων συμβάντων, και

στο μεταίχμιο

Ανάμεσα τοπική ζωή και σε μια νύχτα
Που 'μοιαζε να 'ρχεται απ' την καρδιά

του γαλαξία·

Υπήρχε ακόμα η τόση ερημιά σε όλους
Τους δρόμους και τίποτε δεν φαινόταν

πως ημπορούσε

Να επιβαρύνει το απαλό θρόισμα των
Ανθρώπων στα περιθώρια ενός χρόνου

Που καταδυόταν όπως κάθε φορά στο
Οικείο του βάραθρο, και ετοιμάζοντας

την επιστρέφουσα δόξα της αυγής·

Το δε θρυλούμενο φως δεν είχε φανεί
Πουθενά σήμερα στην γύρω περιοχή

και

Οι κάτοικοι

Φαινόνταν όχι ιδιαίτερα ανήσυχοι γι'
Αυτό, αν και ολοένα είχανε τεταμένη

την προσοχή τους

Μήπως κάποιος εμφανιστεί·

Αν θα ήταν ο θεός, ή οι θεοί της Άσγκαρ,
Ή ακόμα κι ένας ταξιδιώτης, έμοιαζε να

μην έχει σημασία

για το χτισμένο σαν μάσκα πάνω

στο βραχώδες πρόσωπό τους

Λιτό χαμόγελο της απόλαυσης· γύρω
Πάντα από την ίδια αναμμένη εστία

που είχε

Την ιδική της ζωή, αιώνια και σχεδόν
Φιλική προς την πλήρη ανθρωπότητα·

Το δε ανακάτεμα των ξύλων καθώς απ'
Έξω, ο άνεμος άγνωστος της ζωής σαν

μέσ' από χίλια σύμπαντα

βογγούσε ό,τι 'χε απομείνει απ' το

πέρασμα της ημέρας,

Φάνταζε σαν να ξαναμοιράζει την ίδια
Την γη στους άτυπους κατόχους της,

Τις πιο κρυφές σκέψεις τους, προσμονές,
Ελπίδες, βεβαιότητες και τις αμφιβολίες

Αναμειγνύοντας

με στάχτες και σπινθήρες μαζί·


Wednesday, September 7, 2011

HOLOCENE NEOLITHIC

Τόσο αγριωπή η ηρεμία της νύχτας
Δεν ήταν παρά το προμήνυμα της

Γιορτής αιώνων πολλών που ανήκαν
Σε εποίκους μιας μακράς ονειρικής

όχθης της ζωής,

Καθώς καταφθάναν συνέχεια σαν μέσ΄
Από σκληρό σκοτάδι που κοιλοπονούσε

Την πάση θυσία κατοχή του φαίνεσθαι
Στην μια κάποια, ορισμένη, οικουμένη·

Τόσο κοντά στον ουρανό ακόμα, όμως
Και τόσο απομεμακρυσμένοι από κάθε

μέλλον,

Ώστε

Δεν τους ήταν εφικτό να κάνουν άλλο
Τι, από το να περιμένουνε κάθε φορά

Τον ερχομό της αυγής στο πεινασμένο
Στερέωμα του Κάιν, και να οργώνουν

κάθιδροι

την προπατορική

σιγή του πραγματικού·

Γεννήτορες και επίγονοι μιας φαντασίας
Ενός βυθιζομένου μέσ' στο δικό του απτό

όνειρο

δημιουργού,

Που περιφερόταν άγνωστος μέσα στους
Πρωτανθρώπους, ο ύστερος άνθρωπος

αυτός

Χαρούμενα λικνίζοντας στο φωτεινό του
Σπήλαιο αμέτρητες επιθυμίες του χρόνου

σε σχεδόν παιδικά μάτια·

Απέξω, οι πρώτες σιδηροτροχιές και τα
Βαγόνια των τραίνων κάνανε ήδη σαν

Σε δριμεία οπτασία και μέσα σε χάσμα
Ουράνιο την αλύγιστη εμφάνισή τους·

Οι σχεδόν ημιάγριοι άνθρωποι δεν
Έβλεπαν τίποτα,

Και

Με ύφος που 'χε κάτι από παράκληση
Και αμεριμνησία συνέχιζαν να κοιτούν

προς την ανατολή του ήλιου,

Την

Φωτιά που 'καιγε μέσ' στην ψυχή τους για
Ένα βασίλειο οριστικό στο μεγαλιθικό τους

ίσκιο

Σιωπηλά λησμονώντας στο άροτρο που
Ανέσκαβε την γη σαν πεινασμένο δόντι

του μυστηρίου·

Μυστήριο τέτοιο,

ανυποχώρητο πραγματικά,

Που 'θελε δεν ήθελε στα δικά τους χέρια
Μόνον, τα χιλιοβασανισμένα τόσο από

Την ξέφρενη απτότητα που είχε ξεχυθεί
Στον κόσμο, θα έπρεπε ζωντανό ξανά

να κρατηθεί

Έως την άλλη

σωτήρια άκρη του χρόνου·


Sunday, September 4, 2011

ΑΡΚΤΙΚΗ ΕΥΛΟΓΊΑ

Στις όχθες του ποταμού Τσετύρεχ κοντά
Στα βουνά Μπυρράνγκα του Ταϋμύρ και

Ελάχιστα πιο μακριά από την τούντρα της
Βορειότερης νύχτας, υπήρχε, ελέγετο απ'

Όλους τους νομάδες, ένας θεός που κοιμόταν
Και ονειρευότανε τα φίδια της αυγής με τα

κόκκινα μάτια

Που σέρνονταν βαρειά σαν σε θανάσιμη
Αρρώστεια σε ολόκληρη την επικράτεια

Από το Γιακούτσκ μέχρι το Κρασνογιάρσκ
Και απ' το Βερχόγιανσκ ως το Ουστ-Αβάμ

Ερημώνοντας από το τρόμο τις σκηνές των
Αγαθών Νγκανάσαν που σκορπίζονταν στη

Τούντρα γρήγορα, με ένα στραβά φορεμένο
Καπέλλο να κάνουν σήματα κινδύνου στην

ερημιά,

Ήτανε, λέει, ο άνθρωπος που γεννήθηκε από
Το πυρ των άστρων και το θαμμένο αυγό του

πιο αρχαίου όφεως στο κόσμο

Και έκτοτε κατά πως θρυλείτο μπορούσε είτε
Σα θεός να παραμένει επί της γης, είτε σαν τα

όνειρα να εισχωρεί στους

Ύπνους των κοιμισμένων ωσπού να χαθεί μέσα
Στην ίδια τους τη ζωή, σαν ένα φάντασμα που

Θα 'παιρνε ύπαρξη απ' τις δικές τους κινήσεις
Και ομιλία από τα δικά τους λόγια, μια σκιά

Κολλημένη στους ανθρώπους με δική της ζωή
Και ένας αργός κόλαφος του δάνειου αίματος

στους άδειους κροτάφους τους,

Ο Λέχτι ωστόσο δεν απεφάσιζε τι απ' τα δυο,
Μήτε θεός να γίνει ήθελε μήτε σαν όνειρο να

πλέει

Ανά τον κόσμο, έλεγε πως προσπαθούσε να
Ξαναγυρίσει νομάς ανάμεσα στους νομάδες,

κι ήταν γι' αυτό ο

Νεκρός που δεν πέθαινε κι ο ζωντανός που δεν
Ζούσε, όταν τη νύχτα εισέβαλε στα όνειρα των

ανθρώπων

Και το πρωί γυρνούσε μ' ένα χρυσό ελάφι στην
Αγκαλιά του που το άφηνε να πετάξει ψηλά

Σαν ο λαμπρότερος μανδύας του ουρανού στον
Κόσμο προβάλλοντας το ηλιακό φως ξανά στο

αστρόλευκο στερέωμα,

Μην τον ξυπνάτε, λέγαν στους ανθρώπους
Οι Σαμογέτες σαμάνοι, είναι νύχτα ακόμη,

Αφήστε τον να κοιμηθεί και το πρωί όταν
Θα επιστρέψει στο σώμα του, κεράστε τον

Κρέας σκύλου και γάλα και αφήστε τον να
Μιλήσει· δεν είναι εδώ και ωστόσο εκείνος

Μας κοιτάει με το λίθινο βλέμμα του, είναι
Εδώ και παρ'όλ'αυτά η ψυχή του διαφεύγει

Στους πάγους όπου και κλονίζει την στήλη
Του θανάτου με μια του λέξη διώχνοντας τα

Πτηνά από το έδαφος και τα ψάρια από τον
Αέρα, ο Λέχτι είναι η βρόχινη μνήμη μας που

αργοσβήνει φωτοβολώντας,

Έλεγαν οι σαμάνοι και πίνανε γιάκι ώσπου
Κατέληγαν κάποτε να τρεκλίζουν μέχρι το

χείλος του κόσμου,

Ενώ τα παιδιά που 'χανε ήδη κυκλώσει τον
Ξένο, του ζητούσαν επίμονα να τους ορίσει

Ξανά ποιος ο νέος σαμάνος ανάμεσα σ' αυτά·
Εσύ γνωρίζεις μόνο Λέχτι, του λέγανε, εσύ που

Μοιάζεις να 'ρχεσαι σαν απ' την κοιλάδα των
Νεκρών με μια βασιλεία στα μάτια που λιώνει

Σαν τον πάγο στο μυαλό του θεού όταν χτίζει
Τις λέξεις από την αρχή, εσύ Λέχτι, κοιμάσαι

Και όμως φαίνεσαι σα να κατακρατείς την γη
Στην ανάλαφρη ανάσα σου και χάνεσαι στην

Ομίχλη σαν ολόκληρος ανθρώπινος ορίζοντας
Που στη φυγή του σχίζει την ροή του ανέμου

Σε δυο νύχτες, μα είναι Λέχτι η πρώτη νύχτα
Του κόσμου και η δεύτερη των ανθρώπων η

πιο βαθειά,

Όμως εσύ πηγάζεις φως από το σώμα σου και
Όταν ομιλείς ακόμα και τα νερά του Ταϋμύρ

Παύουν ευλαβικά να κυλάνε για να σ' ακούσουν
Και όταν αφήνεις λυτούς τους στίχους σου στις

Σπηλιές, γυρνούν οι Νγκανάσαν βωβοί πίσω στις
Σκηνές τους, ζώντας και πεθαίνοντας μία ζωή σε

μια στιγμή χυμένου σαρκοβόρου φωτός,

Λέχτι, ούτε θεός είσαι μα μήτε και άνθρωπος
Ακόμα, και όμως, την γλώσσα των θεών την

Κάνεις γιάκι να μεθά τα μυαλά των σαμάνων
Και εκείνη των ανθρώπων την ξηλώνεις από

Το δάπεδο του στόματός τους και την ρίχνεις
Στην λεπτότερη φωτιά, απ'όπου πετάει χίλιους

Σπινθήρες στα άβατα της Σάχα, εκεί απ'όπου
Ζωντανός δεν έχει διαβεί ακόμα παρά μόνο ο

λόγος σου Λέχτι,

Μίλησέ μας ξανά και όρισε ποιος ο καλύτερος
Ανάμεσά μας και την μία θέλησή σου εμείς θα

ακολουθήσουμε,

Του λέγανε, μα εκείνος είχε ήδη βγει έξω από
Τη σκηνή και στεκόταν ανάμεσά τους σαν ο

άξονας του κόσμου

Ενώ απ' τα χέρια του φλογοβολούσαν ξανά
Τα μυριάδες νήματα της αρπαγής και χαμού

των θνητών

Ακίνητος σαν θάνατος στο κέντρο της τούντρας
Και φωτεινός σαν μια ζωή έτι υπεσχημένη στις

καρδιές των νομάδων

Να μην έχει φίλους φάνταζε παρά μόνο σύμπαντα
Και είπαν ακόμα πως δεν είχε ούτε εχθρούς παρά

μόνο τρελλούς

Που τραυλίζαν λυπημένα τα λόγια τους όταν τονε
Πλησίαζαν,

Τη βαρειά στάχτη τους αφήνοντας

στο ανεξιχνίαστο έλεός του





**********************************************************

Το ποίημα από την ενότητα "De Stijl" με νέο τίτλο και ελαφρώς τροποποιημένο σε μερικά σημεία του.

Thursday, September 1, 2011

KIEVAN RUS

Αυτός ο νέος κόσμος, Ιγκόρ, είναι
Προορισμένος να φλέγεται στους

αιώνες

χωρίς λυτρωμό

Την νύχτα θεού αγνώστου πάντα
Εξαργυρώνοντας για το φως μιας

κυριαρχίας

στα έθνη

Τόσο εκκρεμούς όσο και μια λέξη
Των Βαράγγων καταμεσής αυτού

Του αναίτιου ντόπιου όχλου, εδώ
Κι αιώνες χιλιοπαρατημένου στα

περιθώρια

Μιας Ιστορίας που ακόμα δεν την
Γράφουν οι νικητές αλλά η νίκη,

έλεγε

ο πρίγκηπας Όλεγκ

Στον γιο του που ανυπομονούσε
Να κατακτήσει όχι ακριβώς την

γη

Αλλά την μία εκείνη σκιά της που
Απλώνετο απειλητική μέσ' από τα

Μάτια των οιονεί απολυμένων από
Τους ουρανούς Χαζάρων, δριμείς

τόσο

καθώς κατέπιπταν

Ως οι ακρίδες του πραγματικού επί
Των ονείρων κάθε αυτοκρατορίας

Υπενθυμίζοντας στους ηγεμόνες πως
Η Ιστορία δεν ορίζει άλλο τι παρά την

Συνέχεια της Φύσης με άλλα μέσα

Και την ασυνέχεια του Ανθρώπου στην
Περίφωτη από κινδύνους χαράδρα του

πρόσθιου χρόνου·

Κι εσύ, Ιγκόρ, δεν εννοείς ακόμα πως
Τούτος ο λαός δεν προσανατολίζεται

Σε

Κανένα βασίλειο από μόνος του ει μη
Στην αναρχία της επικαιρότητας της

καρδιάς του

Που τονε κάνει ατελεύτητα μέσα στα
Χρόνια να ρέει σαν θάλασσα και ποτέ

σαν ποταμός μυστικός

σε ανύποπτη πεδιάδα

Και τον αποσπά εύκολα τόσο από τα
Φροντισμένα ψηφιδωτά της εποχής

του

για χάρη

Ενός ημιβάρβαρου λίκνου του μυαλού,
Όπου οι φρενήρεις δυνατότητες ακόμα

Του επιζήν είναι τόσο αγνές και καθαρές
Όσο και μια θηριόφωτη κραυγή μέσ' απ'

τα παντοδύναμα σκοτάδια του θεού,

Ότι

Οι Ρως, Ιγκόρ, δεν ημπορούν παρά να
Κυριαρχούνται στους πυρρούς αιώνες

αν δεν θέλουν να κυριαρχούνται,

Και δεν μπορούν ακόμα παρά να ζουν
Πολλές φορές το ίδιο πράγμα αν δεν

θέλουν να το ξαναζήσουν,

Ποτέ

Τον εξορκισμό και την οικειοποίηση του
Θανάτου μην χαλαρώνοντας στα λυμένα

από την μέθη εσώψυχά τους,

Κι εμείς, αφήσαμε την γη του απώτατου
Βορρά προς όφελος ενός σφύζοντος για

Όρμηση στο κόσμο αίματος, και ιδού οι
Βάραγγοι, δεν κάναν τίποτε περισσότερο

Απ' το να μετατρέψουν αυτόν τον χυμώδη
Όχλο σε κερδώο επί των βασιλείων απειλή,

Ότι είναι αλήθεια Ιγκόρ, πως ο άνθρωπος
Δεν συνιστά ακόμα κάτι πλείον της σκιάς

του

Και οι σκιές των άλλων εγγύς του δεν είναι
Παρά όλες μαζί ένα το δάσος του θανάτου

που κρύβει εντός του

ένα και μόνο το ξέφωτο της ζωής,

Ιγκόρ,

Σε αυτό το ξέφωτο οι Ρως εβγήκαν πολύ
Νωρίς και δεν αντίκρυσαν παρεκτός την

φωτιά

Που αδυνατεί να κάψει άλλους εκτός από
Τους ίδιους· μα και ακόμα είναι αδύνατον

Να φωτίσουν με αυτήν το έθνος τους, και
Αυτό να το θυμάσαι, αν δεν φωτίσουνε τα

άλλα έθνη

ταυτόχρονα·

Τούτοι οι άνθρωποι οι ασυνάρτητοι, τόσο
Κοντά και τόσο μακριά από τον οφθαλμό

του

Όντιν,

Και

Το Κίεβο ολόκληρο προορίζοντας να μένει
Αιεί το απορημένο φάντασμα της Άσγκαρ,

έλεγε ο πρίγκηπας Όλεγκ,

αυτοί οι άνθρωποι είναι

Ο θαμπός καθρέπτης της ανθρωπότητας,
Στη λογική της στέππας μεταφράζοντας

την φαντασία της πόλης

Και στο αίμα της καρδιάς τους θηκεύοντας
Με δίχως λέξεις, τους δρόμους μιας νόησης

Εκστατικής των αιωρουμένων γύρω από τις
Φωτιές του πολιτισμού θεών της ανησυχίας·

έλεγε

Και ολοένα αμφέβαλε στο κατά πόσο ο
Γιος του τον κατανοούσε ειλικρινώς, οι

δε

ιαχές

Των πολεμιστών έξω από την σκηνή του
Τον επανέφεραν γρήγορα στην οπτασία

της Πόλης

και του Βοσπόρου

Που

Εκείντο όχι τόσο μακριά του ήδη στην
Υπεραιώνια φωτοπλασία μιας αίγλης

Ονειρικής για τους πολεμιστές,

Που η Ιστορία δεν είχε καταφέρει να
Εξορκίσει στην εγρήγορσή της ακόμα·

Τυχοδιώκτης ή όχι, φιλοπόλεμος ή μη,
Δεν φάνηκε να αναρωτήθηκε ούτε για

μια στιγμή

Αν αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν
Λιγότερο ή περισσότερο πραγματικό

από τον ίδιο,

Στην αλύγιστη βούληση του ανθρώπου
Να μην παραμένει ποτέ στον εαυτό του

για πολύ

και να οδεύει έξω του

το γρηγορότερο

Πρόσχαρα ομονοώντας και με ευθυμία
Περισσή,

Ένα βήμα ακόμα μην διστάζοντας να
Κάνει

Προς την ακαταμάχητη παμμειξία
Της ζωής ολούθε·