Sunday, May 29, 2011

JOHANN SEBASTIAN BACH performed by ALISON BALSOM



Το Κονσέρτο για τρομπέττα σε ρε μείζονα, ΒVW 972 (άνω βίντεο) και το δεύτερο μέρος (gigue) από την Σουίτα No.2 για τρομπέττα σε ρε μινόρε, BVW 1008 (στο δεύτερο βίντεο) του Johann Sebastian Bach σε εξαιρετικές παρουσιάσεις από την Alison Balsom. Στο όργανο συνοδεύει ο David Goode.




Thursday, May 26, 2011

Η ΛΕΣΧΗ ΤΩΝ ΣΚΑΚΙΣΤΩΝ

Αυτός ο ίππος έχει μόλις ένα τετράγωνο
Για να μεταβεί σώος, Λόενγκριν, και την

απειλή της βασίλισσάς μου

Να διαφύγει σαν απ'ένα εφιάλτη νυκτός
Στα ολάνοιχτα μάτια της ανθρωπότητας·

Όμως εσύ,

έχω την εντύπωση,

Πως είσαι τόσο απορροφημένος από τις
Χυτές στην κάμαρα ανέστιες σκέψεις σου

Για

Μια γαλαξιακή σκακιέρα, ένα παγκόσμιο
Θέατρο του χρόνου στην αναφάνειά του

επί του απείρου της ψυχής

του καθενός θνητού

ξεχωριστά,

Που δεν βλέπεις μπροστά σου τα καίρια
Τετράγωνα ει μη μια τιτανική νύχτα σε

κάθε πεσσό

Που 'ναι προορισμένος ν' αστράψει την
Μάχη του μοναχικού πεπρωμένου του

Μέσα σ' ένα δίχτυ ανάγκης που αρπάζει
Τις ζωές από τα μνημειώδη λίκνα τους

και τις επιρρίπτει

στην ενηλικίωση του φόβου μόνον,

Έλεγε ο συμπαίκτης του καθώς το φως
Στην αχανή υπόγεια στοά που φύλαττε

Την λέσχη εδώ και αιώνες αναρίθμητους
Από τα μάτια του υπαρκτού έξω κόσμου

Ολοένα και λιγόστευε σε μια δύση που
Δημιουργείτο όχι από την κίνηση της

γης πέριξ του ηλίου

Αλλ' από τις στροφορμές των θλίψεων
Των ανθρώπων πέριξ της καρδίας των·

Εκατοντάδες τραπέζια απλώνοντο στην
Προοπτική αυτού του παράξενου κάτω

κόσμου

Και επ' αυτών μία ολόκληρος κοινωνία
Τεταγμένων σκακιστικών τεμαχίων την

νίκη αναζητούσε

Προς όφελος μιας αγνώστου ακόμα
Ιεραρχίας εξουσιών που αποπειράτο

να ρυθμίσει

την πάσα ατάκτως ερριμμένη ζωή στον

γνωστό ποθούμενο κόσμο·

Η δε συναρμογή των στοών μέσα στις
Στοές, θα έλεγε κανείς πως ήταν θείας

εμπνεύσεως και εφαρμογής

Μιας και η οροφή στην κάθε μια από
Αυτές, ήταν ένα υαλώδες δίχτυ το που

στους κόμβους του

Αντιφέγγιζε σε χρώματα ανείδωτα και
Εκτός του γνωστού φάσματος όλες τις

σκέψεις

των ανθρώπων

της συνήθους οικουμένης.

Σε κάθε κίνηση μάλιστα των πεσσών επί
Της σκακιέρας, το δίχτυ συνεταράσσετο

Από σπασμούς μιας σχεδόν ανθρώπινης
Ομιλίας η οποία ωστόσο δεν προέβαινε

σε άρθρωση πλήρους λόγου

και άφηνε ήχους χωρίς λέξεις

να χέονται

Σαν σταγόνες βροχής στο εσωτερικό της
Λέσχης· ο δε αντίκτυπος εκ των κινήσεων

των πεσσών

επί

Του πάνω κόσμου συνεζητείτο ανέκαθεν
Πως ήταν τοσούτον μεγάλος ώστε έλεγαν

Μεταξύ τους οι σκακιστές πως ουδεμία
Ζωή έφθανε να λαμβάνει χώρα ανάμεσα

στους ανθρώπους

άνευ

Της διεξαγωγής των ιδικών των αγώνων
Κάτωθεν της επιφανείας της ορατής γης·

Μόλις προεκάλεσε η κίνησή μου κάποιον
Σάλο, ή γεγονός ή απλή σκέψη εκεί πάνω,

είπε ο Λόενγκριν

Καθώς τελικώς μετέθετε τον ίππο του επί
Του ασφαλέστερου τετραγώνου ενώ χωρίς

ιδιαίτερη έκπληξη

Παρατηρούσε την δικτυωτή οροφή που
Προσπαθούσε να ομιλήσει πάλι· κάποιος

δεν μπορεί να ακουστεί ακόμα,

Η φωνή του πνίγεται από το ήδη υπάρχον
Της ζωής, έλεγε στο συμπαίκτη του και του

'Εκανε νόημα να κοιτάξει και αυτός προς την
Οροφή η οποία και κυμάτιζε ωσάν φωτιά σε

λήθαργο ανθρωπίνου μυαλού,

Ενώ καθίστατο

Φανερό, εκ της νεωτέρας διασαλεύσεως του
Διχτύου, πως ακόμα ένας είχε πιαστεί ως το

ενέχυρο ζωής

στην παγίδα μιας σκακιστικής παρτίδας,

Και ήταν

Πρόδηλον έτι πως ήθελε αν μη τι άλλο να
Εκδηλώσει μιαν απόπειρα επικοινωνίας

με το άγνωστο ακόμα πεπρωμένο

Που τον προσάρτησε στην επικράτειά του
Ωσεί μυία σε κολλώδες υλικό από το οποίο

δεν θα μπορούσε πλέον να ξεφύγει,

Τα δε μετέωρα φωνήεντα και συλλαβές που
Με μεγάλη προσπάθεια έβγαιναν από την

εγκλωβισμένη ύπαρξή του

δεν φαίνονταν να λαμβάνουν απόκριση

ακόμα,

Κάτωθεν αυτού, οι δύο σκακιστές όπως
Και πρότερον, συνέχιζαν το παιγνίδι τους

με

Μηδεμιά τη λάμψη στα μάτια τους που θα
Μπορούσε να εκληφθεί ως συγκατάνευση

ή άρνηση

Προς τον νεοεισερχόμενο,

Ο οποίος και συνέχιζε επί ώρα πολλή ν'
Ανακινεί τις μισοσχηματισμένες λέξεις

του

στην οροφή του ημιφώτου σπηλαίου

των σκακιστών

Όπως η αναποδογυρισμένη μυία
Τα πόδια της στο κενό·

Σαν να περπατούσε μέσα στην τόση
Αγωνία του ήδη σε έναν καινούργιο,

διόλου απίθανο λυτρωτικόν,

ουρανό

Που λογικά θα έπρεπε να υπάρχει
Από πάνω·

Sunday, May 22, 2011

GRAŻYNA BACEWICZ, Violin Sonata No.2



Η Σονάτα Νο.2 για βιολί μιας από τις σημαντικότερες γυναίκες συνθέτες του 20ού αιώνα, της Πολωνίδας Grażyna Bacewicz (1909 - 1969), με performer την Maria Shalgina.

Friday, May 20, 2011

HER ZOIGIT UNS HINIDINE WILICH LEBIN SI IN HIMILE

Την νύχτα εκείνη ο βασιλιάς Κόνραντ
Είδε το ίδιο όνειρο ξανά, ενώ φλέγετο

στον πυρετό,

Και η Κωνσταντινούπολη έξω από την
Κάμαρά του φάνταζε σαν μια οπτασία

υγρής φωτιάς

που είχε αρπάξει την οικουμένη

Και καθρεφτιζόταν σιωπηλά στα νερά
Του Βοσπόρου· έβλεπε ξανά εκείνο το

βουνό

Που στις τόσο παλαιές όσο κι η κτίση
Πλαγιές του αναρριχώνταν τα πλήθη

Προς μια, θρυλείτο, εσχάτη Πόλη του
Κόσμου που απλώνετο κρυμμένη από

αιώνες

στις μοναχικές κορυφές του·

Ενώ από κάτω τους έχαινε η πιο μαύρη
Άβυσσος που μπορεί μάτι ανθρώπινο να

δει

ή να μην δει

Και από πάνω ψηλά πετούσε σε μεγάλους
Κύκλους ένας χρυσαετός που ανά στιγμές

έμοιαζε να είναι

ο ολοένα και πιο απομεμακρυσμένος

από τον κόσμο ήλιος·

Δεν ξέρουμε γιατί ανεβαίνουμε το βουνό,
Έλεγαν μεταξύ τους οι ορειβάτες, και δεν

Είμαστε καθόλου σίγουροι πως θέλουμε
Στις κορυφές του να πατήσουμε, όμως

Εμείς είμασταν από πάντοτε εδώ, άλλως
Όχι· διεπίστωναν φωναχτά με χυτευμένο

στα
πρόσωπά τους

Τον αγριωπό κάματο της ισορροπίας·

Ούτε θυμόμαστε ποτέ να υπήρξαμε στην
Επιφάνεια της γης και στους πρόποδες

Αυτού του πελώριου τείχους του ουρανού
Μήποτε να 'χουμε φθάσει· ποιος εξ αρχής

Μας κρέμασ' εδώ πάνω, απ'όπου αδύνατον
Να κατεβούμε πια, μα και προς τα άνω να

προχωρήσουμε

καθόλου εύκολο δεν έμοιαζε ποτέ,

Αυτό λίγο μας μέλει τώρα,

Έλεγαν και τίνασσαν τα χέρια τους σε μια
Άλλη θέση λίγο πιο ψηλά και επισφαλή το

ίδιο όπως κι η πρότερη,

Εμείς, μία την επιλογή που μας επιλέγει, δεν
Ημπορούμε να αρνηθούμε, κι ό,τι μας σώζει

Δεν είναι παρά ένα βήμα γκρεμού παραπέρα
Και ό,τι μας απειλεί δεν είναι παρά ο ίδιος ο

αδύναμος

Κρίκος μιας στιγμιαίας σωτηρίας, καθώς το
Ύψος σε ύψος σωρεύοντας άλλο δεν έχουμε

Απ' το να μεγαλώνουμε την απόστασή μας
Από την φημολογούμενη στους πρόποδες

ζωή

Και αβυσσαλέο το μνημείο του θανάτου ν'
Απολείπουμε σε δυσθεώρητο πλέον από

κάτω μας

Κενό,

Και οι κορυφές από στίγματα που κάποτε
Μας φαίνονταν τώρα να φαντάζουν ωσάν

Τείχη μιας Πόλης παλαιότατα κρυμμένης
Μέσα στα υψηλά σύννεφα του χρόνου να

προβάλλουν περιμένοντας

το ίδιο ανέκφραστα

είτε τον ερχομό είτε τον χαμό μας,

Έλεγαν και τους έβλεπε ο βασιλιάς Κόνραντ
Στ' όνειρό του να συσπειρούνται ολοένα στο

χάος

ομαδόν

Και ν' αποκολλούνται μεταξύ τους μέσα στην
Αρχαία υπνοβατούσα ομίχλη που 'κρυβε την

θέα τους

αποκαλύπτοντάς τους ξαφνικά σ' άλλο

σημείο

Σαν μια μαγεία που διέπραττε μέσα σε μιαν
Αιώνια νύχτα κάποιος ξεχασμένος ορεσίβιος

θεός·

Ο δε βασιλιάς πεταγόταν έντρομος κάποιες
Στιγμές από την κλίνη του όταν ανεγνώριζε

ανάμεσα στους ορειβάτες

Και τον ίδιο ν' αγωνίζεται να κρατηθεί

σε κάποια πλαγιά,

Ενώ οι στρατιώτες του Μανουήλ Κομνηνού
Είχανε πάρει εντολές να μην διακόπτουν τον

υψηλό περιθαλπόμενό τους

στα ξέσπασματά του στο μέσον της νυκτός·

Και η φωτιά που άρπαζε τον κόσμο μέσα
Στον πυρετό του φαινόταν όπως πάντοτε

εκεί

να καθρεφτίζεται

στα εγκλωβισμένα νερά του Βοσπόρου

Αν και σαφώς πιο ήρεμη, μίαν ολόκληρη
Πόλη στ' όνειρο ενός ανθρώπου πλέον μην

διεκδικώντας,

χωρίς αυτό να σημαίνει ωστόσο

πως δεν την είχε

μυστικά κυριεύσει·


Wednesday, May 18, 2011

VAL MAIS PER FAR VERS ET CANSONS ET SERVENTÉS

Η αυλή του κάστρου ήταν γεμάτη από
Ζονγκλέρ και μενεστρέλ που όλην την

νύχτα


Διασκεδάζανε τον νεκρό βασιλιά, που
Τον είχαν καθίσει ξανά στον θρόνο του,

Λουί,

Του έλεγαν και χοροπηδούσαν

γύρω του

Σαν φλόγες φωτιάς σε τρέλλα χαρωπή
Με δίχως μεγάλη βιάση να καταπιούνε

το παλάτι

μονομιάς,

Λουί, η θάλασσα δεν στέλνει πια οψάρια
Στα δίχτυα και στους αγρούς φυτρώνουν

μόνον

πέτρες κοφτερές,

Του έλεγαν ενώ αυτός τους παρατηρούσε
Παγερά έκπληκτος, αν και το βλέμμα του

Δεν έπεφτε ακριβώς επάνω τους·

Μόνον εσύ Λουί μπορείς να αναστήσεις
Τον κόσμο, έλεγαν στον νεκρό βασιλιά,

Η δική σου παρουσία και όχι αλλουνού
Την εύνοια θα μας επιστρέψει του θεού,

Ότι πάσα η χώρα μοιάζει να κείται στα
Πόδια σου πιο νεκρή απ' όσο είσαι εσύ

Και οι άνθρωποι δεν πλησιάζουν πλέον
Στα παράθυρά τους φοβούμενοι μην

κολλήσουν άγνωστο λοιμό

φερμένον απ' τη Δαμασκό,

Του ανεκοίνωναν και εύθυμα χορεύανε
Και τραγουδούσανε με αγωνία διακριτή

ωστόσο

στα μισοσβησμένα απ' το σκοτάδι

πρόσωπά τους,

Άνοιξε, Λουί, την χώρα μας ξανά στον ήλιο
Και την νύχτα διώξε μακριά 'πό μας, ότι οι

Άνθρωποι και τα φυτά στο φως μονάχα της
Ημέρας την ζωή βλασταίνουν, είπαν ξέπνοα

Και σπρώξαν ένα τόπι προς το μέρος του
Που φάνηκ' αίφνης σαν να το κλώτσησε

ο βασιλιάς

μηχανικά κι αφηρημένα

πάλι πίσω·

Ο βασιλιάς είναι ζωντανός, ανεφώνησαν
Τότε οι τροβαδούροι, και έπιασαν το τόπι

με τα χέρια τους

Και το υψώνανε θριαμβευτικά προς το
Πλήθος σαν σε τελετή αποκεφαλισμού,

Που τούτη την φορά επιζητούσε την ζωή
Να επικολλήσει κι όχι ν' αποκόψει απ' τον

κατάδικο,

Ενώ στο άκουσμα του νέου ηχούσαν οι
Ζητωκραυγές αδιάκοπα από την πλήρη

της Προβηγγίας επικράτεια,

Χωρίς διόλου να σκέφτονται να βρούν
Άλλον λαιμό ανάμεσα στους θνητούς

για να φορέσουν το κεφάλι

που κρατούσανε στα χέριά τους

Ως τρόπαιο παρμένο μήτε από θάνατο
Μηδέ κι από ζωή, αλλ' από μια ποίηση

που ο ουρανός

Ξεχνάει πάντα ανάμεσα σ' αυτά τα δύο,
Σαν φως αναμμένο και σε γιορτή η που

την νύχτα της στην γη

δεν τελειώνει ποτέ·


Tuesday, May 17, 2011

Η ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΙΣ

Ελέγετο πως η πόλις εκτίζετο επί
Αιώνες αδιαλλείπτως, απ' αρχής

Σχεδόν της Ιστορίας, οι άνθρωποι
Δεν κατοικούσαν πουθενά αλλού

Ει μη πέριξ αυτής στην έρημο· θα
Εισέλθουμε κάποτε, έλεγαν, στην

πόλη αυτή

Και τότε ο βάσανος του χρόνου θα
Καταπαύσει· και τόση η μνήμη του

Θανάτου που τον βάραινε, ευθύτατα
Θα αποσβεσθεί ωσάν η σκιά εφιάλτη

Ενώπιον της εωθινής εγρήγορσης σε
Κείνους τους δρόμους και τις πλατείες

μόνον

της πόλεως

της μεγάλης,

Περιμένουμε, έλεγαν, θα περιμένουμε,

Κάποτε, δεν μπορεί, οι όλες εργασίες
Της οικοδομήσεως θα περατωθούνε

Και μαζί με αυτές θα παύσουμε πια
Και εμείς, να κατασκηνώνουμε επί

Τοσούτον ενιαυτόν γύρω απ' αυτήν·
Νομάδες βίων σε ατέρμονες σπείρες

Ενός σκυθρωπού ουρανού από πάνω
Μας, όπως και να' χει όμως πλάνητες

Μιας

Ισχυρότερης αλήθειας που ακόμη δεν
Γνωρίζουμε, αλλ' η εντύπωσή της μένει

Στον νου μας αλώβητη, από τότε που
Δεν τηνε συναντήσαμε ποτέ, έλεγαν

Και συνωθούνταν κατά πληθυσμιακές
Ομάδες στα περίχωρα της άδειας πόλης

Και σε ουδέν παραξενεύονταν που ήχος
Κτίσης διόλου δεν ακούγοταν να 'ρχεται

απ' εντός της·

Η δε πόλις καίτοι φαινόταν ήδη έτοιμη
Να παραδοθεί στους κατοίκους της γης

Εν τούτοις παρέμενε ακόμα κλειστή· και
Ολοένα αυξανόταν η αναταραχή απ' έξω

Ενώ οι διαμαρτυρίες και τα παράπονα
Καλύπτονταν όπως πάντοτε από τους

Οχληρούς κρότους και θορύβους του
Χρόνου καθώς διεσάλευε τις σκηνές

των κρατών

και τακτικά αναδιέλυε τα πλήθη

στην έρημο·

Όμως στον όλο διηνεκή αναβρασμό,
Το κέντρο του κόσμου και η πόλις εν

αυτώ παρέμεναν

σε ησυχία,

Τοσαύτη ησυχία μάλιστα, που έκανε
Κάποτε τους έξω θορύβους να ηχούν

σαν ένας

Παράπλευρος βίος, ακατονόμαστος,
Δίπλα σε τοπίο που καίτοι δεν εφάνη

πως εξεδήλωσε ζωή ποτέ,

Παρ' όλ' αυτά δεν έπαυσε ούτε για μια
Στιγμή, ν' αναπαρακολουθεί πάντα τα

πράγματα γύρω του

Σαν λάμψη αγνώστου κρίσεως από ένα
Μέλλον που 'ταν ήδη εδώ, και αφημένο

στην σκληρή επιφάνεια της οικουμένης,

Την αχανή μαγεία του γήινου σάλου και
Τις ιερές θνητές μορφές μην τολμώντας

να ενοχλήσει

με τέλος οριστικό·


Sunday, May 15, 2011

Η ΑΚΡΟΑΣΗ

Όλα είναι μια πηγή, Άντον, και πάντα
Θα είναι αργά στον χρόνο της φωτιάς,

Καθώς θα ανασυστήνει τις ανθρώπινες
Μορφές αναφλέγοντάς τις στην σιωπή·

Πόσα δευτερόλεπτα, τα λεπτά και ώρες
Που αναρρέουν ωσάν πίδακες ζωής μέσ'

απ' τις σωθικές ανταύγειές της

Και φέγγουν στους τοίχους των αιώνων
Σαν μια ελαιογραφία αίματος στον θόλο

ενός πνευματικού οφθαλμού

Αυτό, δύσκολο να το ορίσει ο άνθρωπος·
Είμαστε μόνον μια φωτεινή στιγμή του

όντος

στον εφιάλτη του θεού,

Του έλεγε το ίδιο το πιάνο του απ' τ'οπού
Η φωνή ανθρώπου ακούγοταν έγκλειστη

σαν

Σ' εκατομμύρια μυαλά αθανασίας· εκείνος
Ήταν ωστόσο τόσο κουρασμένος ώστε δεν

έστεργε

καν να εκπλαγεί·

Και αν είσαι εσύ ο μαέστρος, Άντον, εγώ
Δεν είμαι παρά ένα παλιό έπιπλο το που

Ξέμεινε στον ανθρώπινο μύθο κατά την
Μετακόμιση απ' την Εδέμ στην γη, ποιος

κατευθύνει

Την νύχτα του ανθρώπου και ποιος το φως
Αυτού, τούτο αιεί θα παραμένει η ελευθερία

του καλλιτέχνη,

Δικός του ο γκρεμός , και ο λειμών επίσης
Δική του η απόφαση να συρρεύσει σαν η

Λάμψη ενός πεπρωμένου εορτής αγνώστου
Επί πεζοπόρων χωρίς πεπρωμένα πια, παρά

Μόνον με πεπραγμένα· ο καλλιτέχνης είναι
Ο μυστικός τελεστής μήτε του θεού και του

διαβόλου ούτε,

του ανθρώπου όχι κατ' ανάγκην,

αλλά του χρόνου μόνον,

Ότι αυτός γνωρίζει πώς ν' αδειάζει όλους
Τους διαδρόμους των ενιαυτών από την

Ιστορία

Και να τους πληροί με ένα όνειρο· έως
Σήμερα, ουδείς εξέλαβε αυτό το όνειρο

ως αληθινό

εκτός απ' την αλήθεια·

Του έλεγε το πιάνο, ενώ ο ίδιος ενόμιζε
Εκείνη τη στιγμή πως έπαιζε πάνω στα

πλήκτρα του

Αλλά τα χέρια του ήταν βαριά αφημένα
Στην ράχη του σαν απ' τη κούραση ενός

Αιώνα του οποίου ο χρόνος δεν τελείωνε
Ποτέ· ο άνθρωπος, Άντον, είναι εκείνη η

σκοτεινότερη

νύχτα του εαυτού του και μόνον

Και το φως της αυγής θα τον ευρίσκει σε
Μια σκιαμαχία πάντα, ανάμεσα σε αυτόν

τον ίδιο και το παρατημένο είδωλό του

στο πλήθος,

Και ο νικητής ουδείς ει μη η λυσιάνασσα
Κι αλεξιθάνατος αγάπη προς τα έργα του

χρόνου·

Όλα,

όλα Άντον,

Ανασωπαίνουν κάποια στιγμή στο σύμπαν,
'Εως ν'ακουσθεί η μία φωνή, ψίθυρος ένας,

κάποτε στιγμιαία κραυγή

Ενός Κενού που συσφίγγεται γύρω απ' τον
Θεό και τον κόσμο ανεπιζητώντας ύπαρξη

για άλλη μια φορά

Και ο χρόνος θα του την δώσει, Άντον, και
Οι πολυέλαιοι στις σάλες θα λάμψουν πάλι

Κι οι όμορφες νεαρές κυρίες θ' αναμένουν
Το ιωβηλαίο της τέχνης και της αρμονίας,

Όμως επί σκηνής πλέον δεν θα βρίσκεται ο
Καλλιτέχνης με το πιάνο του, αλλά μονάχα

ο Κόσμος,

για πρώτη φορά σε θέση πρωταγωνιστή,

και

Μήπως δεν είναι κάθε φορά που η τέχνη
Αντικαθιστά την Ιστορία όταν η δεύτερη

αναπαύεται στις πόλεις,

Που ένας τρούλλος φωτιάς υψούται μέσα
Απ' το μέγαρο του Νου υφαρπάζοντας το

μέλλον

σε μια ανώτερη φωταγωγία ελευθερίας,

Ποιος ο ένας και ποιοι οι όλοι, Άντον, και
Ποιο το παραπέτασμα που τους χωρίζει,

αυτό

το λιμώδες αίνιγμα

Θα το καύσει στην μαγεία του ο μέγας Αιών
Εμφανίζοντας μία την απάντηση ζωής στην

κατασκότεινη αγορά του φαίνεσθαι·

Του είπε το πιάνο και σιώπησε· εκείνος τότε
Αν και κίνησε πολύ αργά προς την έξοδο της

άδειας σάλας των ακροάσεων,

η κούρασή του

φαινόταν να έχει υποχωρήσει λίγο·

Όσο ακριβώς θα του επέτρεπε να ξεχάσει
Μια σχεδόν διακριτική τρέλλα των όντων,

σ' ένα κατά τα άλλα

συνηθισμένο απόγευμα,

Να θέλουν να υπάρξουν ακόμα περισσότερο·


Saturday, May 14, 2011

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΑΕΣΤΡΟΣ ARTHUR NIKISCH (1855 - 1922)

Από το player δεξιά ακούγεται το πρώτο μέρος της 5ης του Beethoven από την Φιλαρμονική του Βερολίνου υπό την διεύθυνση του μεγάλου Ούγγρου μαέστρου Arthur Nikisch, σε μια ιστορική ηχογράφηση του 1913 (βέβαια ο ήχος δεν είναι καλός· μόλις και ακούγεται) .

Ο Arthur Nikisch υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μαέστρους όλων των εποχών, και στον καιρό του ήταν από τους πλέον φημισμένους. Οι ερμηνείες του σε έργα του Beethoven, του Brahms και του Bruckner έχουν παραμείνει ονομαστές και σημεία αναφοράς για κάθε μαέστρο από τότε.

Στην διάρκεια της καρριέρας του διηύθυνε την ορχήστρα του Leipzig Gewandhaus (όπου διαδέχθηκε τον μεγάλο ρομαντικό συνθέτη και μαέστρο Carl Reinecke), καθώς και τις Συμφωνικές Ορχήστρες της Βοστώνης, του Λονδίνου και του Βερολίνου.

Στην εικόνα πάνω , σχέδιο εποχής που απεικονίζει το Leipzig Gewandhaus κατά το 1903 και στην κάτω εικόνα ο μαέστρος.


Wednesday, May 11, 2011

ΕΛΕΓΕΙΑΚΗ ΑΠΤΟΤΗΣ

Πόσο ανίκητη μπορεί να είναι η ψυχή
Του διαβάτη από την μεγάλη γέφυρα

του χρόνου

Ανάμεσα στα έλη και τα σύννεφα, την
Ομίχλη και την πρωία, τους λίθους και

το μαγεμένο ποτάμι της δράσης,

Όταν μπορεί και δημιουργεί ένα κόσμο
Με τα γυμνά φώτα του νου, 'Ελικ· από

πάντα

είμαστε

Το νήμα που ενώνει τους θεούς με ένα
Ουράνιο θέατρο που τελείται ωστόσο

στην γη,

Έλεγε η νεαρή Υψινόη στον ξένο που
Κάπνιζε στοχαστικά σε μια γωνιά του

κήπου ενός αρχοντικού

ανοιχτού επί αιώνες

χωρίς όμως να κατοικεί κανένας μέσα·

Και εσύ, Έλικ, είσαι μια φωταψία ισχύος
Που παίρνει σάρκα και οστέα στον νόστο

Ενός τρικυμιώδους κοριτσιού όπως εγώ
Που στέκεται για μιαν ολόκληρη νύχτα

ξάγρυπνη

Ακούγοντας το αίμα της και μόνον να
Κτυπά σαν βήματα στο πλακόστρωτο

της ξενυχτισμένης σελήνης,

Ενώ

Εσύ τροχιοκοπείς τα αστέρια με τις ώσεις
Των λέξεών σου που αναπαρατάσσονται

σ' αυτούς

Τους αναίτιους καιρούς ως εάν άνθη και
Λίθοι πολύτιμοι μιας άλλης ζωής και γαίας

αγνώστου·

Πόσο οικεία ξένος είσαι προς τον κόσμο
Σα να μην έφυγες ποτέ από εδώ, λες και

δεν γεννήθηκες καν,

Έλικ,

αλλά ήσουν από πάντα

Σαν μια οπτασία της πόλης που υπάρχει
Μόνο στα χαοτικά θνητά μάτια κάθε που

ανακαλούν

σε γλυκά ναρκωμένη από ζωή όραση

την μεγάλη επαγγελία της σαρκός,

Έλεγε η νεαρή γυναίκα και άγγιξε για
Λίγο το πρόσωπό του· εκείνος τότε την

Πήρε στην αγκαλιά του σαν μωρό παιδί
Και την απέθεσε τρυφερά στη χλόη, εσύ

Υψινόη,

της έλεγε,

Είσαι ο ανθώνας των οραμάτων στα πιο
Απαλά στρώματα χιλιετηρίδων νυκτός

Στους ανθρώπινους κροτάφους, ότι άλλο
Δεν είναι η ζωή από φως κλεισμένο σ' ένα

μονάχα

βλέμμα·

Και όταν τούτο επιχέεται στον κόσμο, μια
Ολόκληρη πλάση δικτύων σε δίκτυα ψυχής

σιγά σιγά ζωντανεύει

σε κρυμμένους απ' την θέα

Ορίζοντες που απλώνουν οι ημίφωτοι θεοί
Του πεπρωμένου πάνω στους ανύποπτους

πληθυσμούς,

Δημιουργώντας ξανά πυκνόφυτα γεγονότα
Στον αχανή κήπο του χρόνου· και ο έρωτας,

αυτός,

Υψινόη,

Θα μας καθηλώσει ξανά στη σκηνή του Λόγου
Σαν ηθοποιούς και θεατές μαζί, εναποδίδοντας

Έτσι περίγραμμα και ύπαρξη απτή σε κάθε τι
Που κινείται στο κόσμο ωσάν μια φευγαλέα

πρώτη ύλη του ονείρου·

Εμείς οι ίδιοι

Είμαστε τα αθύρματα του μυαλού μας, της
Είπε ενώ την φιλούσε γλυκά στις χυμώδεις

θηλές

του παλλομένου από γρήγορη ανάσα

στήθους της,

Και ουδείς ο ανάπτων τα φώτα του κόσμου
Ει μη ο νους, όλα τα άλλα, της ψιθύριζε μέσ'

στ' αυτί της

ενώ την χάιδευε επίμονα ανάμεσα στα

πόδια της,

Δεν είναι παρά ο περίκοσμός του, Υψινόη,
Ωσάν ο ήλιος της δημιουργίας με τα μύρια

Αστέρια γύρω του να χορεύουν σ' ένα θόλο
Φωτιάς· αυτή την φωτιά θα βάλω μέσα στο

δικό σου πάλλευκο κορμί,

για όσο πρόκειται να διαρκέσει και ένα

σύμπαν απροσμετρήτων ετών·

Ότι ο χρόνος του ανθρώπου είναι ορισμένος
Όχι όμως κι η φωτοβολία του νου του· μέσω

αυτής εγείρεται αθάνατος

προς όλους τους γκρεμούς

της εμμόνου νύχτας των ουρανών,

Και ο δικός μου νους

Είναι ο κύριός σου, Υψινόη, ότι το κάθε
Κύτταρό σου είναι αιώνια χτισμένο από

ρόδινο ήμαρ

της ανατολής του ποιητή,

της έλεγε

Και περιδινίζονταν μαζί αγκαλιασμένοι
Στο υγρό χορτάρι που η έκτασή του είχε

καταλάβει όλη την ορατότητα· λες και

Όλη η γη αφανίστηκε ξαφνικά σαν όνειρο

ενώπιον εκείνης της αφύπνισης

Που επιφέρει μια πιο κυματιστή αλήθεια
Των ανθρωπίνων σωμάτων, στην διαρκώς

ανακυλιόμενη χαρά

της έσω φωτεινιάς·


Sunday, May 8, 2011

Ο ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ HANS ROTT

Μα αφήστε κάτω κύριε το ρεβόλβερ
Επιτέλους , έλεγε ξανά ο έντρομος

επιβάτης

στον άνθρωπο με την φωτιά στο

υπερωκεάνειο μυαλό του

Και την λάμψη μιας ολοκαίνουργιας
Εποχής στο σκυθρωπό βαγόνι του

τραίνου

Που μετέφερε τα υπνωτισμένα πλήθη
Από το ένα σημείο της ζωής στο άλλο,

Μην αφήνοντάς τα να ξυπνήσουν μήτε
Στην αφετηρία μηδέ ωστόσο και στην

άφιξη,

Σας είπα κύριε, δεν με ακούτε, κανένας
Κύριος Μπραμς δεν έχει παγιδεύσει το

τραίνο

με εκρηκτικά,

Eίστε τρελλός κύριε,

Κατέληξε ο επιβάτης αναρωτώμενος
Αν θα έπρεπε να αρχίσει να τρέμει σαν

ψάρι

ή σαν έλλογο ον,

Ή έστω σαν φως λυχνίας που τρεμοπαίζει
Σε ανθρώπινο εγκέφαλο αρνούμενο ακόμη

Να παραδώσει στα σκοτάδια τα πανέρημα
Σπήλαια και τις άδειες στοές της συνείδησης,

είστε τρελλός κύριε,

Εγώ ξέρω καλύτερα από σας!, του απάντησε
Ο άνθρωπος με το ρεβόλβερ, φωνάζοντας

συνεχώς

σε αόρατους φίλους του,

Γκούσταβ, Γκούσταβ, ο κόσμος είναι πάντα
Μια συμφωνία όχι τονική αλλά τονούμενη

στη δική του ανεμπόδιστη τρέλλα

και μόνον,

Και εμείς, στροβιλιζόμενοι δαίμονες της νέας
Συμφωνίας ανάμεσα στον ουρανό και την γη

Εξοβελιζόμαστε κάποτε από την τροχιά μας
Ως ατμός από την κάμινο της αμαξοστοιχίας

Και αποβαίνουμε τα πνεύματα ανίκητα στην
Εποχή μας, Γκούσταβ, όσο ακριβώς αφίεται

ο ήχος της ορχήστρας

Να πλημμυρίσει την επικράτεια της Ιστορίας
Σαν λυτρωμένη θάλασσα στο ξέσπασμά της

που πηγάζει μονάχα

από το μέλλον,

Το μέλλον Γκούσταβ! είναι ακριβώς όπως το
Τραίνο αυτό που το 'χει γεμίσει ο Μπραμς με

δυναμίτες

Και κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να τιναχθεί
Στο παγκόσμιο μυαλό μου και μόνον, έλεγε

Και έβαλε απότομα τις φωνές στον επιβάτη,
Σου είπα να μην ανάψεις τσιγάρο! και του

Προέτεινε την κάνη του όπλου περισσότερο
Απειλητικά προς το πρόσωπό του, ενώ έβριζε

Ακατάσχετα προς όλες τις κατευθύνσεις του
Ανθρώπινου γένους· ποτέ σου δεν πρόκειται

Να καταλάβεις

ότι ο κόσμος είναι μια αυθαίρετη μπάλλα

ήχου και εικόνας

Ουδείς νόμος αιώνιος δοσμένος από πάνω
Και μηδεμία η λογική που πρόκειται να τον

υποδεχθεί,

Ότι ο άνθρωπος, ο κόσμος και ο θεός άλλο
Δεν είναι από μία αγία τριάδα εμμονής η

που

Θα περιδινίζεται αργά όχι σε κύκλο αλλά στο
Μηδέν· και το σχήμα αυτού η έλλειψη, είπε

Και άρχισε να φωνάζει πάλι

Γκούσταβ, Γκούσταβ,

Αν για μια στιγμή μονάχα!

Αυτοί οι ασύστολοι υπνοβάτες κατανοούσαν
Πως η αυθαιρεσία κατανικάται μόνον από

Μίαν άλλη πιο λαμπερή αυθαιρεσία, τότε
Αυτό το χιλιοκουρασμένο σύμπαν θα είχε

προκύψει ήδη

ως μια ωκεάνεια συμφωνία αθανασίας

Και η πλήρης ανθρωπότητα ένας άχρονος
Κρότωνας του ηλίου στα κράσπεδα μιας

πιο δημιουργικής πυρολατρείας!

Είπε και φάνηκε να ηρεμεί λίγο·

Μα δεν με λένε Γκούσταβ, κύριε, του είπε
Ο συνεπιβάτης του κατάχλωμος και πολύ

φοβισμένος

όσο και ένα μοναχικό άστρο στο στόμα

της ουράνιας σκοτεινιάς,

Ούτε εμένα με λένε Θάνατο, ήρθε τότε
Η απόκριση απ' την άλλη πλευρά προς

τον εμβρόντητο επιβάτη,

Είσαι τόσο τρελλός όσο και ένα άκαιρο
Πνευστό πάνω στα έγχορδα, μόνο που

εγώ

Ξέρω πού να τοποθετώ τις λέξεις μου, εκεί
Ακριβώς που μπορούνε να γίνουν κόσμος·

Ενώ εσύ επαναλαμβάνεις το ανώφελο ούτε
Καν για μια ζωή, αλλά για μια αμαξοστοιχία

τροχιοδρομημένου φόβου

προς τ' αστέρια·

Του είπε, και εκεί ο συνεπιβάτης του φάνηκε
Να εκπλήσσεται σαν να του κτύπησε ο ίδιος

ο θεός

φιλικά την πλάτη·

Πέρασε αρκετή ώρα χωρίς να ομιλούν και
Οι δυο και μισομορφάζοντας αμήχανα στο

ανθρώπινο κενό

που είχε πάψει να δείχνει τόσο απειλητικό

πλέον·

Ώσπου συμφώνησαν κάποια στιγμή να μην
Αναφερθούν ξανά καθ' όλη την διάρκεια του

Tαξιδιού

στο όλο, εν πάση περιπτώσει, θέμα

Που προέκυψε κάπως ανορθόδοξα, είναι η
Αλήθεια, σε ένα σύμπαν που δεν εφάνταζε

πια το ίδιο αδιαμφισβήτητο

και μοναχικό,

όπως και πριν·


Friday, May 6, 2011

MICHELANGELO

Και εκείνος φάνταζε ως εάν από αιώνες
Κρεμασμένος στην συμπαντιαία οροφή

της

Καπέλλα Σιξτίνα,

Να αφουγκράζεται την ισχύ των ουρανών
Μέσα από την σιωπή και τον βόμβο του

αίματός του·

Και ο κόσμος γύρω του είχε ήδη προβάλλει
Σαν Ωόν του Λόγου μέσα από μια τεράστια

φωλέα

του χρόνου

Σκορπίζοντας παντού ανθισμένες έννοιες
Και μαδριγάλια μιας φωτεινότερης εποχής

Η οποία καραδοκούσε ωστόσο ακόμα στα
Ιερά σκότη των καθεδρικών, την ανάληψη

της ζωής από το μέλλον

Σε μια μόνον στιγμή

ανασύσπασης

Των γεωγραφικών μυών της Ευρώπης, και
Στα σύνορα ανάμεσα βασιλεία των ουρανών

και Ιστορία·

Και οι άνθρωποι των κάστρων είχαν ήδη
Μετακινηθεί προς τις πόλεις αγωνιώντας

Να κατασκευάσουν μια αιώνια οροφή για
Την θνητότητα, κεκλεισμένης της νυκτός

που ωρίζετο πια μόνον

ως η απουσία του ηλίου

Και του κόσμου διανοιχθέντος στα έμβολα
Ενός τυπογραφικού πιεστηρίου, το οποίο

Κτυπομανούσε σε μιαν απέραντη υδρογειακή
Σελίδα τα βαρειά μεταλλικά στοιχεία του Κάιν·

Και εκείνος παρέμενε μέχρι αργά κάθε βράδυ
Ιερουργώντας το υψίχρωμο και βαθύγραμμο

υλικό μιας προσπελάσιμης αυτή τη φορά

από κάθε άνθρωπο

τακτικότερης αθανασίας,

Ενόσω οι δαίμονες οι άγγελοι κι οι ιερείς στην
Καπέλλα Σιξτίνα τον απέφευγαν φοβισμένα

Καθώς πήγαινε να κοιμηθεί με τις μπότες και
Τα ρούχα του, πανέτοιμος ανά πάσα στιγμή

Να πεταχτεί επάνω και να παραμείνει στους
Αιώνες των αιώνων όρθιος στην πρώτη θέση

Ενώπιον

της οιονεί αμετανόητης νύχτας

του κόσμου·

Thursday, May 5, 2011

SPITSBERGEN

Αυτές οι τεράστιες αντλίες που τόσο 
Άπληστα αναρροφούν το πετρέλαιο 

από την θάλασσα, 

κάποτε έχω την εντύπωση 

Πως ανασύρουν από τα ολόδικά μας 
Έγκατα ψυχής, όχι ακριβώς την ζωή 

αλλά την πείσμονα νύχτα της, 

Έλεγε κουρασμένα ο ένας γεωλόγος 
Στον συνάδελφό του που είχε γείρει 

Στο κομπιούτερ του και παρατηρούσε 
Τους αιωνόβιους χάρτες, οι οποίοι και 

ωμοίαζαν 

Με στρώματα κυττάρων του χρόνου, 
Να κατεπισύρουν την αργόσυρτη λήθη 

σε όλη την σκιώδη υδρόγειο· 

Πλάση σκοτεινή, αλήθεια, τόσο, όσο 
Και αυτό το κατάμαυρο νέκταρ της 

θάλασσας του Μπάρεντς, 

συμπλήρωσε ενώ του προσέφερε μια κούπα 

από εξίσου μαύρο καφέ, 

Κοίτα όμως έξω τα νερά, Μυρκ, πόσο 
Μοιάζουν να έχουν κοπάσει σε μιαν 

ακροτελεύτια ηρεμία, 

Τόσο σπάνια ορατή για την περιοχή 
Αυτή· σαν ολόκληρο το σύμπαν να 

Αναμένει κάτι και να κατακρατάει την 
Ανάσα του στους αστραίους θόλους του 

μην τυχόν και του διαφύγει 

την υστάτη στιγμή· 

Είπε και φαινόταν πια σαν να μην τον 
Χωρούσε όχι ο τόπος αλλά ο εαυτός του· 

Εσύ τι λες αλήθεια ότι θα μπορούσε να 
Είναι, Λύσχυς, εκτός από τον ίδιο τον 

χρόνο ίσως, 

Είτε ευθύγραμμος είτε κυκλικός μα πάνω 
Απ'όλα ο κυκλωτικός χρόνος, ελεύθερος, 

Που μετακινείται από ημέρα σε ημέρα 
Τόσο δυσεπαίσθητα προς την φλοιώδη 

αντίληψη των ανθρώπων οι οποίοι 

Μπορούνε βέβαια και βλέπουν πάντα 
Το ηλιόφως όμως σπάνια αποτολμούν 

να κοιτάξουνε κατάματα 

τον ήλιο· 

Τον αντερώτησε τότε χαμηλόφωνα 
Ο συνάδελφός του πίνοντας αργά 

τον καφέ του, 

καθώς κοιτούσε 

Νωχελικά την φωτεινή οθόνη εμπρός του 
Να τρεμοπαίζει αλλόκοτους χρωματικούς 

τόνους,

Όμως πες μου πραγματικά, Λύσχυς, 

συνέχιζε να λέει, 

Πόσο μπορεί πάντοτε να τυφλωθεί 
Ένας τυφλός περισσότερο, και να 

Αποχωρήσει από το έρημο νησί της 
Ομιλίας ένας βουβός παραστάτης της 

δικής του ζωής πόσο πιο πολύ ακόμα; 

Συμπέρανε

Και πρόσεξε την οθόνη που 'μοιαζε να 
Αντιφεγγίζει την μεγάλη νήσο και τα 

πολικά παγόβουνα ολόγυρά της· 

Κι εγώ σου λέγω, Μυρκ, πως αυτός ο τόπος 
Φαντάζει κάποτε επίμονα ως η κατοικία του 

ίδιου του χρόνου, 

Όταν επιστρέφει αργά κάθε νύχτα για να 
Απολήξει στοχαστικά στην απεραντοσύνη 

του ωκεανού 

έχοντας ήδη τελειώσει 

Την σαρωτική του περιπολία του ανά τις 
Τέσσερεις άκρες της Γαίας· εδώ μάλλον 

αναπαύεται και ο ίδιος 

μέσα στην απρόσιτη ιερότητά του· 

Ήλθε η φωνή από την άλλη πλευρά, και 
Ανασιώπησαν και οι δυο, προσπαθώντας 

και αυτοί, 

όπως και ολόκληρο το σύμπαν γύρω τους, 

να ακούσουν κάτι· 

Άκου, Λύσχυς, τα νερά αρχίζουν ξανά να 
Παφλάζουν, σαν μια σκέψη να χάιδεψε την 

επιφάνειά τους 

και να τα έβαλε σε κίνηση πάλι· 

Είπε 

Ελαφρά ξαφνιασμένος ο συνάδελφός του 
Και σηκώθηκε να ρίξει μια ματιά από το 

παράθυρο, 

Ενώ ο Λύσχυς φάνταζε σαν να είχε πέσει 
Σε νάρκη αθανασίας με τα βλέφαρά του 

ασάλευτα 

σαν να μην τους επετρέπετο να κλείσουν, 

Έδειχναν ωστόσο να συνέρχονται και οι 
Δυο τους γρήγορα, καθώς έξω τα κύματα 

της θάλασσας ανακτούσαν 

τον γνώριμο ανήσυχο ρυθμό τους· 

Μόλις ήρθε και πέρασε ο χρόνος, Μυρκ, 
Αυτό ήταν· για τόσο λίγο μόνο κάθησε 

στο σπίτι του 

Όσο ακριβώς και η πρώιμη ανάσα της 
Ζωής που ήχησε για άλλη μια φορά απ' 

το υγρό στοιχείο· 

Ακούστηκε 

Η διαπίστωση ως εάν ήταν η αναγγελία 
Της επανεκκίνησης του κόσμου από το 

άγνωστο σημείο ένα και όχι μηδέν· 

Σε μια Σχισμή του βλέμματος των επουρανίων 
Μπορέσαμε να υπάρξουμε αθρόα ως οι 

συνομήλικοι της θάλασσας, 

Μυρκ, 

Όχι όμως για πολύ· ιδού είμαστε γι' ακόμα 
Μια φορά, οι γνωστοί άνθρωποι από τον 

προσπελάσιμο κόσμο, 

Μην κατακρατώντας περισσότερο για μας 
Κάτι από το στιγμιαίο incognito του θεού· 

Είπε με φωτεινότερη θλίψη και σηκώθηκε 
Να ξαναρχίσει τις δουλειές του ως συνήθως 

ενώ ο συνάδελφός του 

Φαινόταν σαν να περίμενε κάτι ακόμα 
Από το αρκτικό φως και την θάλασσα 

που το πήρανε μαζί στην σιωπή τους 

Πιθανώς όχι για πάντα· 

Ούτε και για τόσο λίγο ωστόσο 

Όσο θα επέτρεπε στο ανθρώπινο είδος 

 να αναθυμάται συχνότερα 

Εκείνη την έμφυτη τάση του, που το 
Κάνει κάποτε να φωτοβολεί από το τίποτα 

Ως εν το παν, 

μίας αιώνιας ημέρας 

Πάνω από τις βαρειές θάλασσές του·

Tuesday, May 3, 2011

ΟΙ ΠΕΣΣΟΙ ΤΟΥ ΠΕΣΣΟΑ

Μα αυτή τη φορά, σινιόρ Φερνάντου,
Ο καφές είναι όπως ακριβώς τον θέλετε

και ήδη

Έχετε ζητήσει τέσσερεις φορές να τον
Ξαναφτιάξουμε!, παραπονιόταν πάλι

ο σερβιτόρος

Στον άνθρωπο που τον κοίταζε με το
Διαπρύσιο βλέμμα και την ιερατική

σκιά

στα μάτια του,

Τον βλέπεις Άλιστερ, γύρισε τότε και
Είπε στον συνομιλητή του που ήταν

Απορροφημένος στην σκακιέρα· μάλλον
Δεν μπορεί να καταλάβει πως ο καφές

Είναι σαν την ποίηση, είτε υπάρχει είτε
Όχι, δεν αναλύεται· απλά λύεται σφοδρώς

επί του κόσμου,

Όπως τα υψηλά κύματα που έρχονται με
Βαρύχυμο ορμή από τα μαύρα εσώψυχα

Του ωκεανού

και

Επιπροσκρούοντας πάνω στους βράχους
Ανεπαισθήτως τους λειαίνουν μέσα στους

χρόνους,

Έτσι και η ποίηση σμιλεύει σιγά σιγά την
Ζωή ανάμεσα στους ανθρώπους και την

αποδίδει πίσω πάλι

στην αρχέφωτη πηγή της·

Συμπλήρωσε και προέτεινε το πούρο του
Ωσάν κάνη αγνώστου όπλου στο άπειρο·

Σαν να ήθελε να τονίσει πως δεν τελείωσε
Ακόμα όχι μόνο τα λόγια του αλλά και το

μαγικό έργο

Της μεταμόρφωσης του βιωτού κόσμου
Μέσα σ' έκλυτο ηλιόφως ιδεών πάν' από

την ντροπαλά συννεφιασμένη

Λισσαβώνα·

Είναι

Απόρρητη δύναμη, η ποίηση, φίλε μου,
Όσο ακριβώς επιμερίζεται ο κόσμος σε

Σκηνές, λόγια, γεγονότα, καταστάσεις,
Ζωή και θάνατο, έρωτα και ατέρμονη

νύκτα

για τους θνητούς,

Άλλο τόσο αυτή περιδιαβαίνει ήσυχα
Τις λεωφόρους της σάρκας και ξανά

τα

συγκεντρώνει

όλ' αυτά

Σε έναν πυρήνα συμπεπυκνωμένου θεού·
Και σε μια δύναμη αείκαυστο και άδμητο

Την οπού ν' αναζητήσει κάποιος να τηνε
Περιγράψει, θα είναι τόσο έξυπνο όσο το

Να προσπαθεί να ανοίξει μια πόρτα που
Είναι ήδη ολάνοιχτη· μα όπως δεν είναι

πάντοτε φανερό

Αγαπητέ μου Άλιστερ, ό,τι αναμφισβήτητο
Και καθαρό κείται στα πόδια των ανθρώπων

δεν είναι ακριβώς γι' αυτό στα χέρια τους·

Επειδή πιότερο η μέρα φέρει τρόμο παρά
Η νύχτα, και ό,τι είναι ελεύθερο στο κόσμο

Δεν εμπνέει παρά ακόμα πιο πολύ την ιδέα
Της σκλαβιάς· είπε και αποφάσισε επιτέλους

να ρίξει ένα βλέμμα στην σκακιέρα·

Δεν σε καταλαβαίνω , Φερνάντου, απάντησε
Ο συνομιλητής του ενώ του εκμυστηρευόταν

ταυτόχρονα

πως κινδύνευε από ματ

δύο κινήσεων·

Τι ακριβώς θέλεις να πεις, πιθανώς ότι η
Ποίηση είναι μια αιώνια μαγεία προς το

κόσμο

Και πως ο ποιητής ως μάγος και αυτός, άλλο
Δεν του μένει να κάνει απ' το να επικαλείται

τις υψίμορφες

και υπερόβιες δυνάμεις του;

Και αν ο κόσμος Φερνάντου, είναι πάντα μια
Τελετουργία από μόνος του, η ποίηση τότε

Φαντάζει σαν η λύση κάθε τελετής μέσα από
Μια παγκόσμια τελετή· δεν έχει άλλο νόημα

το Πνεύμα

μετά την ποίηση να ομιλεί·

Ότι θαρρώ πως

Εκεί το δίχως άλλο είναι το σύνορο ανάμεσα
Στο ανθρώπινο κύτταρο και το θεό· είπε και

Κίνησε τον αξιωματικό του σε σαχ επί του
Βασιλέως του φίλου του, ενώ εκείνος έδειχνε

να τον απασχολεί κάτι ακόμα·

Άλιστερ, Άλιστερ, είπε τότε ο δεύτερος, είσαι
Σπουδαίος μάγος σίγουρα και παρ'όλο που

είσαι δεινός σκακιστής επίσης

Το μυαλό σου κολλάει μερικές φορές όχι στο
Πάτωμα αλλά στο ταβάνι· η ποίηση, φίλε μου,

Δεν χρειάζεται άλλο φωτισμό για να υπάρξει,
Είναι έτσι κι αλλιώς η μόνη πραγματικότητα·

'Ολα τ' άλλα της ζωής, απλά μία παραίσθηση,
Ότι ενώπιον του χυμού του ξύλου της γνώσεως

Ακόμα και αυτό το φύλλωμα του ξύλου της
Ζωής φαντάζει σε ένδεια· όσο πραγματικός

Μπορεί να είναι βέβαια και ένας Βρεττανός
Κυνηγημένος μάγος όπως εσύ στην αμήχανη

Πορτογαλία

του πολυμήχανου Ολιβέιρα

Άλλο τόσο η ποίηση ξενυχτάει στο κατώφλι
Του όντος για να το ανακηρύξει το πρωί με

Ασάλευτη νηφαλιότητα μεγαλίθου αφημένου
Επί αιώνες σε αχανή αγρό, ως μη πραγματικό

Και να επικυρώσει μονάχα τους πεσσούς του
Μυστηρίου· οι λέξεις, Άλιστερ, είν' οι δικοί μου

πεσσοί

και με αυτές δεν φτιάχνω έναν κόσμο

αλλά τον κάνω να υφίσταται από παλαιά·

Όσο παλαιός είναι ο δικός μας κόσμος; τονε
Ρώτησε τότε ο συνομιλητής του καθώς έστηνε

ξανά όλα τα

κομμάτια

πάνω στην λιπόθυμη σκακιέρα·

Όσο παλαιά είναι και μια καθημερινή σκηνή
Άλιστερ, του είπε και του 'κανε νόημα να δει

τον σερβιτόρο

που πηγαινοερχόταν με έναν δίσκο ανάμεσα

στα τραπέζια·

Και αυτός, όπως και ο άνθρωπος που καθόταν
Βαρειά στην καρέκλα με τους στίχους του και

τον έστελνε συνεχώς να αλλάζει τον καφέ,

Αναζητούσε να αφήσει

κάπου

κάτι·

Και οι δυο τελικώς το αφήναν πάντοτε
Χωρίς διόλου να περιμένουνε ωστόσο

να δούνε

καν

ποιος το παρέλαβε·