Friday, December 31, 2010

Saturday, December 25, 2010

NOËL SUR LA TERRE

Οι νύχτες του λωτού εξαπλώνονται
Γρήγορα πάν' από την γαία, Αρτύρ,

Και

Τα έθνη αναλήπτονται από το ύψος
Μιας φλεγομένης άρκτου που αυτή

την φορά

Προφητεύει έναν αιώνα αναζήτησης
Της διάρκειας στο μέγιστο, μα κυρίως,

Της αποκαθήλωσης του αιωνίου στο
Φθαρτό, είμαστε ξανά οι παλαιοί της

δημιουργίας

άγγελοι,

Αρτύρ,

Που μια νέα δαιμονική επικράτεια σε
Όραμα του σιδήρου και του αίματος

αναδιαρρυθμίζουμε

στα πρόθυρα του ανθρωπίνου ιλίγγου·

Έλεγε

Η νεαρή καλλονή από την Αβησσυνία
Στον άνθρωπο που πωλούσε καφέ και

όπλα

Σε μιαν έρημο απαρχής του Λόγου· οι
Δε λιγοστοί φοίνικες έξω από το μικρό

κατάλυμμα

Εφάνταζαν σαν περιστύλιο μιας εποχής
Όχι στην κόλαση αλλά στο προαύλιό της

Το οποίο έγεμε από παλαιά μόνον απ' τη
Μοναξιά του ανθρώπου έναντι κάθε ενός

πεπρωμένου

ξεχωριστά,

Και εσύ Αρτύρ, έλεγε η νεαρή γυναίκα με
Τα μάτια της να ισχυομαχούν ωσεί σε μία

ανάληψη θεότητας,

Είσαι πάντα ο λυμένος κρίκος του κόσμου·
Η σύνολη ανθρωπότητα για σένα δεν είναι

Παρά το ίδιο λιμάνι φαντασμάτων προς τ'
Οπού τα μεθυσμένα καράβια του οίστρου

και του ιμέρου,

Μόλις και εγγίζουν, μια σπινθηροφάνεια
Οικουμένης στη νέα ελπίδα των γενεών

λιμοκτονώντας τόσο γελαστά·

Και οι οικείοι σου στη Σαρλβίλ λαμβάνουν
Πάντα το ίδιο γράμμα από σένα, δεν είμαι

καλά,

Τους λες, και το πόδι σου αρχίζει να τρέμει
Σαν τα νερά της λίμνης που κατακρατούν

παρ'όλ'αυτά

Την εικόνα της φύσης ολόγυρά τους, ιδού
Χέεσαι ξανά, Αρτύρ, σε κρίματα και δόξες

ενός κόσμου

Που μπορεί να μην είναι δικός σου, είναι
Ωστόσο μια παλινόρθωση του φέγγους

των εφηβικών χρόνων

Που στα πυρρά χώματά τους θαρρύνεται
Μια μάζωξη και ο θερισμός στιγμών της

νέας ειδωλολατρείας

προς το θάμβος της μηχανής,

Γιατί καμμία νύχτα έως τώρα δεν μπόρεσε
Το φως των άστρων να κρύψει, όμως είναι

αλήθεια

πως και η πιο

Ηλιόχυτη μέρα δεν θα κατόρθωνε τα σκότη
Μιας εποχής να αποκρύψει από τα όμματα

Της ενυπόπτου ψυχής,

Όταν αυτή αναμένει

Μια ακόμα αμαξοστοιχία από τον ουρανό
Να φθάσει γεμάτη από μέλλον και φως·

Έλεγε η καλλονή από την Αβησσυνία ενώ
Ο άνδρας την παρατηρούσε σαν σε όραμα

Ακουστικής λιτανείας στα ωκεάνεια στάδια
Του ανίκητου εντός ανθρώπου που σωρεύει

Μήτε παρόν μηδέ και μέλλον αλλά μονάχα
Την ισχύ μιας δυνατότητας που κρατάει σε

εκκρεμότητα

τον πλήρη κόσμο·

Και ο χαρωπός ιεραπόστολος στο εξωκκλήσι
Της Χαράρ κινούσε σιγά σιγά προς τη νύχτα

Ενώ η ζέστη, καίτοι σαφώς υπερμνημάτιζε
Την κόλαση, εν τούτοις έρεε ανεπαισθήτως

Προς ένα άλλο αίσθημα επικαρδίου φωτός
Στα σωθικά των εποίκων των Χριστουγέννων

Αναφέροντας μια δράση τόσο παγκόσμια
Όσο και το σάρκωμα της λέξης πέρ' απ' τις

εντόπιες γλώσσες της γης,

Η που στους μήνιγγες του ποιητή δεν ήταν
Παρά φωταψία μίας πλάσης, που έως τώρα

Δεν ευρίσκετο εκτός του ούτε και εντός του·
Επί δε της οποίας μάλιστα, μονάχα η ισχύς

Της υαλώδους επιδερμίδας της ερωμένης
Θα μπορούσε ίσως να δώσει ένα πειστήριο

μιας εγγύτερης Εδέμ

Που απέχει απ' τον νου όσο και μια αφή
Κορμού προς κορμόν στο διάδρομο των

λαμπαδηφόρων

αισθήσεων,

Στο χρόνο αναμμένες από ακατανίκητη
Έλξη της ποίησης αιεί προς τον εαυτό της·


Thursday, December 16, 2010

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

Στη βορειοδυτική Σαρδηνία και κοντά
Στις πιο βραχώδεις ακτές της υπήρχε

ένα

κάστρο

Στο οποίο, έλεγαν οι κάτοικοι του Σεντίνι
Και του Καστελσάρδο, δεν πάτησε ποτέ

Πόδι ανθρώπου·

Όμως

Το κάστρο δεν ομοίαζε καθόλου ερημωμένο·
Οι χωρικοί διαβεβαιώνανε ότι συχνά οι ήχοι

μιας

Γιορτής ερχόντανε μέσ' απ' αυτό, παρόλο
Που δεν είδανε ποτέ μήτ' έναν άνθρωπο

Να βγαίνει από τις πύλες του· όμως ακόμα
Και το ίδιο κάποτε δεν έδειχνε πραγματικό,

Υπήρχε και μια φήμη μάλιστα, ότι χανόταν
Πλήρως από κάθε θέα κατά την περίοδο του

θερισμού,

αφήνοντας

Στον ουρανό μία σκιά του που τα σύννεφα
Την προσπερνούσαν από μέσα της ως εάν

Ήτανε ουράνια είσοδος σε κόσμο άγνωστο
Από τα γήινα, επιμελώς προφυλαγμένο·

Δεν θα περάσουμε τις πύλες του μηδέ και
Σήμερα, λέγαν οι χωρικοί που στέκονταν

απ' έξω

Με ένα ζόφο αγριωπότερο στα πρόσωπά
Τους, ότι δεν γνωρίζουμε αν μέσα του θα

Βρούμε την ζωή ή τον θάνατο, ότι ακόμα
Ουδείς μας εγγυάται ότι το κάστρο αυτό

Είν΄ του δικού μας κόσμου και όχι άλλου,
Τα φαντάσματα εμείς και τους δαιμόνους

Καλύτερον ας αποφεύγουμε

Και αν η θωριά του δώρο θεού μας έμεινε
Κι αγνώστων σκοταδιών παγίδα όχι, εμάς

τουλάχιστον,

ας μην

Απασχολεί· ότι σίγουρα θα εύρει τρόπο νέο
Ο παράδεισος να μας μιλήσει, αν πράγματι

μας έχει επιθυμήσει,

Έλεγαν

Και ακούγανε τον φλοίσβο της θαλάσσης
Να σκάει με πάταγο πάνω στους βράχους

Σαν να 'θελε να τους φωνάξει τον καθένα
Με το όνομά του· άκουσες να με καλούν;

Ρωτούσε ο ένας τον άλλον, όχι δεν άκουσα·
Άκουσες μήπως εμένα να φωνάζουν; όμως

Ουδείς μπορούσε να πιστοποιήσει τ' όνομα
Να έρχεται απ' τις ακτές· και όμως άκουσα

Κάποιον να με καλεί,

Έλεγε η μικρή Βερναδέττε και κίνησε προς
Τις πύλες· εγώ κει μέσα ζω, δεν είμαι, ποτέ

δεν ήμουνα εδώ,

τους είπε,

Και κάποια στιγμή επιτάχυνε το βήμα της
Έως πού άρχισε να τρέχει· οι δε χωρικοί δεν

Πρόλαβαν να αντιδράσουν, έντρομοι την
Είδανε κάποια στιγμή να χάνεται πίσ' απ'

Τις πύλες που τηνε κατάπιαν όπως ρουφάει
Ο ορίζοντας τις λιγοστές ακτίνες του ηλίου

Που απέμειναν στον ουρανό, στην άβυσσο
Της δύσης του ογλήγορα κρημνίζοντάς τον·

Πρέπει κι εμείς να μπούμε μέσ' στο κάστρο
Για να πάρουμε την Βερναδέττε πίσω, λέγανε

οι χωρικοί ενώ διστάζανε ακόμα

να προχωρήσουν

έστω κι ένα βήμα,

Ας προχωρήσουμε, είπαν τελικά και μόλις
Φτάσαν έξ' απ' την μεγάλη πύλη φωνάξαν

δυνατά το όνομά της·

Όμως δεν λάβανε απόκριση και κίνησαν
Να εισέλθουν, περιφοβούμενοι τόσο πολύ

Ώστε σχεδόν παραπατούσανε ο ένας πάνω
Στον άλλον, την όψη δίδοντας μεθύσων που

Δεν μπορούσαν από τίποτα να κρατηθούν
Στην γη· μα μην φοβάστε τόσο, ακούσαν

Αίφνης την φωνή του κοριτσιού να τους
Μιλάει απ' τις επάλξεις, και στρέψαν ψηλά

το βλέμμα τους

Και είδανε να τους προτρέπει χαμογελαστή με
Έντονες κινήσεις των χεριών της στον αγέρα·

Ερχόμαστε,

της είπαν,

Και τελικώς περάσανε και αυτοί· βέβαιοι πως
Μηδεμία φρίκη ενέδρευε στο εσωτερικό του

Και ακόμα, πως μήτε θεοί, μηδέ δαιμόνοι και
Φαντάσματα, μα και ανθρώποι ούτε, θα τους

περιμέναν μέσα εκεί·

Μετ'

από πολλά χρόνια

Ελέχθη από 'ναν κάτοικο του Σεννόρι, ότι
Οι χωρικοί δεν βγήκανε παρ'όλ' αυτά ποτέ

από

το κάστρο,

Κι εσύ πώς το ξέρεις, τον ρωτούσαν, ήσουν
Εκεί; του λέγανε, και αν ναι, πώς μπόρεσες

να φύγεις;

Όμως αυτός για εξηγήσεις πρόθυμος δεν
Έδειχνε· δεν ήμουν εδώ, τους είπε κάποια

στιγμή

Καθώς οι άλλοι είχαν ήδη φύγει κι ήταν μόνος,
Εδώ εγώ δεν ήμουν, επανέλαβε, και σηκώθηκε

Να βγει έξω στο δρόμο

Δεν βγήκα 'πό κει ποτέ εξάλλου, και στη γωνία
Κοντοστάθηκε και φώναξε με τόση δύναμη που

Τον περάσαν για τρελλό, ωστόσο τον ρωτούσαν,
Πού δεν ήσουν, και ποτέ δεν βγήκες από πού,

του λέγανε,

Εγώ δεν έφυγα 'πό κει ποτέ,

είπε ξανά αυτός εν τέλει

Ενώ το φως του ήλιου που άγγιζε ευγενικά την
Γη, φανέρωνε δριμύτερα ακόμα το βραχώδες

έδαφος

οπού στεκότανε

αμήχανος

Μ' ένα χέρι παιδικό απέναντί του να του κάνει
Νόημα να έλθει προς το μέρος του, προς τ' οπού

βάδιζε ως από πάντοτε υπνωτισμένος

εκ του ενός ανθρώπινου ληθάργου

μηδεπότε διαφεύγων,

Με κάτι στα μάτια του ωστόσο να φαντάζει
Ότι ποτέ σ' όλα τα χρόνια του δεν εκοιμήθη·


Monday, December 13, 2010

Η ΔΙΑΜΠΕΡΗΣ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΣΟΠΕΝ

Πόσο αργά κυλάει στο μυαλό η ζωή,
Φρεντερίκ, και αλήθεια αφώτιστοι

πόσο

Είναι οι ίσκιοι της στα ερημονήσια
Του θανάτου, ότι οι άνθρωποι δεν

Υπάρχουν άλλως και απ' αλλού πέρ'
Από μια οπτασία φωτός που απαλά

Κατακαθίζει στις παλάμες τους κάθε
Φορά που κοιτούν το παρελθόν τους,

Έλεγε η νεαρή αριστοκράτισσα κυρία
Στον άνθρωπο που εδώ και ώρα ήταν

Εκνευρισμένος

με το ξεκούρδιστο πιάνο

στην σάλα των ακροάσεων, και

Επιχειρούσε μαζί με αυτό την αιώνια
Μελωδία μιας χρυσόφωτης εσπέρας

στ' ανθρώπινα

να επανεκκινήσει·

Και η νύχτα ποτέ δεν ήταν πιο βαθειά
Απ'όσο στα μηνίγγια ενός κορυδαλλού

που από το ένα άλμα στο άλλο

στον αέρα

σβήνει σαν ίχνος της παιδικής ηλικίας

Όταν αυτή κατασωριάζεται στα υπόγεια
Του λησμονημένου χρόνου των ημερών,

Φρεντερίκ,

έλεγε η νεαρή κυρία

Και η ανάσα στη φωνή της ακουγόταν ως
Αεράκι πάνω στο λεπτότερο μετάξι της πιο

ηδύλυτης

αυγής των ανθρώπων,

Είναι η προσμονή, και ουδείς δύναται να
Τη προσπεράσει μηδέ ο νεκρός που αργά

Περιστρέφεται στα λόγια τους την κρίσιμη
Λέξη της ανάστασης αναμένοντας με την

καλύπτρα του χρόνου κλειστή·

Μηδέ και ο ζωντανός που προπορεύεται του
Εαυτού του, επαφήνοντας πίσω μια σάρκινη

σκιά

να τον ακολουθεί

Έως τις πύλες της νύχτας όταν σύρονται με
Βαρειά ανακούφιση και ανακλείουν εντός

τους

το φως

Που τόσο μεγαλόψυχα επιφέρει την ζωή
Στη διάρκεια των γήινων φαντασμάτων,

Ότι

Φάντασμα του εαυτού του θα παραμένει
Ο άνθρωπος, Φρεντερίκ, και όχι ένας αιών

αφθαρσίας

αφημένος στο γόνυ του ουρανού,

Και ιδού, θα ανατρέχει στους δρόμους της
Επιθυμίας, κάθε φορά που η ζωή θα τονε

Παγιδεύει όπως και μια μελωδία στ' αυτιά,
Σάρκα να λάβει από 'να μέλλον που ακόμα

δεν ορά

αλλά ήδη ζει

στον παλμό της ημέρας εντός του·

Είπε η νεαρή κυρία και ανακάθησε σε μια
Γωνιά, ενώ απ' απέναντί της ο άνδρας δεν

Μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από
Εκείνη, καθώς τα δάχτυλά του αποκτούσαν

σχεδόν

μια ξεχωριστή ύπαρξη

απ' αυτόν

Και φεύγαν στα πλήκτρα του πιάνου σαν
Πτηνά που σμίγανε και ξεμακραίναν στον

αέρα

Μιαν

Εκπνοή και εισπνοή του νωτιαίου ουρανού
Ομόρρυθμα ακολουθώντας· ποιο είναι το

όνομά σου,

τηνε ρώτησε τότε ο άνδρας

Σταματώντας με μιαν απότομη κίνηση να
Παίζει και παρατηρώντας με θαυμασμό τα

ισχυρά μεγάλα μάτια της

Που βασιλεύαν στην οικουμένη σαν νίκες
Του κόσμου πάνω στον εαυτό του και τον

θάνατο,

Και τον κατάλευκο ψηλό λαιμό της

Που ορθώνοταν ωσάν λαιμός κύκνου απ'
Την λίμνη ενός πιο χαρμόσυνου σκότους

της σάρκας

Που μπορούσε να γίνεται τώρα αντιληπτό·
Ποιο είναι το όνομά σου, την ξαναρώτησε,

όμως εκείνη έκανε ότι δεν τον άκουσε·

Και ο φόβος τίποτε άλλο απ' ένα σήμαντρο
Ονείρου στα ανυποχώρητα περιγράμματα

της απτότητας,

συνέχιζε να λέει η νεαρή γυναίκα,

Και ο θάνατος πάντοτε μια υπενθύμιση της
Ζωής· όμως και η ζωή ίδια, Φρεντερίκ, μια

λιτανεία μνήμης

στα περίχωρα του θανάτου,

Ότι μονάχα το ανύπαρκτο είναι υπαρκτό
Και ό,τι πλήρως ζει ούτε υπάρχει ούτε δεν

υπάρχει,

Φρεντερίκ,

Έλεγε και πέρασε για μια στιγμή μπροστά
Απ' τα μάτια του, ως εάν μην μεσολαβούσε

καμμία απόσταση μεταξύ τους,

Κάνοντας το πιάνο να ηχεί από μόνο του
Ενώ τα πλήκτρα του ήταν όπως πάντοτε

ακίνητα,

Από πού έρχεται αυτή η μελωδία, Αιωνόη,
Την ρώτησε, αποκαλώντάς την έτσι χωρίς

να γνωρίζει γιατί,

Από πού, ξαναρώτησε,

Ενώ η ίδια αγκαλιάζοντάς τον τρυφερά τον
Τραβούσε με τ' ανεπαίσθητο βήμα της προς

Το

Παράθυρο της σάλας που'ταν μισάνοιχτο·
Απέξω, η γήινη εσπέρα που προέβαλε από

Τα ψηλά δένδρα της αυλής, φώτιζε με μια
Σκέψη του θεού τον κόσμο· τόσο χαρωπά

μελαγχολική και γιορτινά μοναχική

όσο και ο έρωτας ανάμεσα σε δυο

ανθρώπους

Ανάμεσα στους οποίους χώρος γι' άλλο τι
Δεν έμενε· ούτε καν για την περιβάλλουσα

διακόσμηση της οικουμένης

Που σιγά σιγά απέσυρε τις μορφές της προς
Μιαν ανεξήγητα φωτεινή ανθρώπινη νύχτα·


Sunday, December 12, 2010

ANNA NETREBKO: Romeo & Juliette



Η Ρωσσίδα σοπράνο στην άρια "Je veux vivre
dans ce rêve " από την όπερα "Romeo & Juliette" του Charles Gounod . Την Εθνική Ορχήστρα του Βελγίου διευθύνει ο Emmanuel Villaume.

Thursday, December 9, 2010

Ο ΚΗΠΟΣ ΣΤΟΝ ΚΡΑΤΗΡΑ ΤΗΣ ΕΚΛΑ

Την δεκάτη εβδόμη του Αυγούστου του
Έτους 1980 και κατά την πρώτη ώρα

και εικοσιοχτώ πρώτα λεπτά

μετά την μεσημβρία

Το Βόρειο Ηφαιστειολογικό Ινστιτούτο
Του Ρεϋκγιάβικ κατέγραψε μια ισχυρή

έκρηξη

του ακοίμητου ηφαιστείου

Το οποίο έλεγαν από παλαιά οι Ισλανδοί
Πως ήταν ο πλέον προσιτός πυλώνας της

κόλασης

προς

την γη·

Από εδώ εξέρχονται οι ψυχές στο κόσμο,
Έλεγαν οι κάτοικοι του Άκγιουρέβρι, και

Έδειχναν τον κρατήρα του, ο που κάποτε
Εφάνταζε σαν κάστρο σε σύννεφα και σε

Χιόνια ανάμεσα να περιμένει από πάντοτε
Κέλευσμα εφόρμησης στρατιών αγνώστων,

στρατιών μιας δύναμης

τόσο εξώκοσμης όσο πιθανώς και οι

ανθρώπινες παρουσίες,

Η δε

Πυκνή στήλη της λάβας την ημέρα εκείνη
Έφτανε ως τα δεκαπέντε χιλιόμετρα ύψος

προς το αναστατωμένο στερέωμα

Δημιουργώντας ένα επουράνιο τοτέμ σε
Θέα παγκόσμια που εξοβέλιζε την αχανή

σκιά

ενός θεού

από τα έγκατα της ισλανδικής στεριάς·

Στύρλυσον, έλεγε ο γέρος ψαράς το απόγευμα
Προς τον άνθρωπο που ήταν πάντα στην ίδια

γωνία του καφέ

Γράφοντας ασταμάτητα από τον έναν αιώνα
Στον άλλον η όψη του μην αλλάζοντας στον

χρόνο,

Υπήρξαν τόσοι άνθρωποι στη γη, όμως πού
Θα μπορούσαν αλήθεια να χωρέσουν οι ζωές

και οι

σκέψεις τους,

Πουθενά, Στύρλυσον, ένας κόσμος δεν θα 'ταν
Γι' αυτές παρά ένα κανάτι για να μαζέψει τον

ωκεανό,

Μα και το σύμπαν ολόκληρο, μην και θαρρείς
Πως θα 'ταν περισσότερο από μια μεμβράνη

σκότους

Επί του λαμπερού φωτός που φέρει στον βίο
Μία και μόνον λέξη προφερόμενη από χείλη

ανθρώπου,

Έλεγε

Και έπινε το κονιάκ του παρατηρώντας με την
Άκρη του ματιού του προς το παράθυρο που

Φάνταζε σαν ένα ξέφωτο λόγου μέσα σ' αιώνια
Νύχτα στην οπού ακούγονταν οι ολίγοι ψίθυροι

μιας ασίγαστης γήινης έκπληξης

που διαρκούσε παντοτινά ,

Πόσο επείγουσες είναι η μία ζωή, η μία στιγμή,
Και η μία κίνηση για έναν άνθρωπο και πόσο

Επιρράπτονται οι σκέψεις του σε ένα ένδυμα
Φωτός που ανασαλεύει στον απώτατο βορρά

σαν σέλας,

Στύρλυσον,

Και ιδού, αλαφρά που προκύπτει ένας βόμβος
Ζωής στο καταβυθισμένο απόγευμα που αργά

κυλάει στις φλέβες μας

σαν οινόπνευμα των θεών,

Και εσύ,

Επί αιώνες καθισμένος στην ίδια γωνία πάντα
Να γράφεις μια Έδδα που δεν τελειώνει ποτέ

Παρεκτός με την δημιουργία μαζί, του έλεγε,
Όμως ο άνθρωπος δίπλα του έμοιαζε να μην

τον ακούει, ωστόσο

του αποκρίθηκε κάποια στιγμή,

Το ηφαίστειο, Μπάλβιν, το ηφαίστειο, έλεγε
Στο γέρο, αυτό θα λευτερώσει πάλι τις τόσες

ψυχές

που στον αιώνα

μόνον ξενυχτούν

Για μιαν έξοδο· όχι στο κόσμο, αλλά σ΄έναν
Κήπο στον οπού μάτι ανθρώπου δεν φθάνει

και

Ο νους του ποτέ δεν συνέλαβε εκτός από μια
Λειψή σκιά του στους ανέμελους κήπους της

γης,

Τι θέλεις να πεις, του είπε τότε ο γέρος,

Πως υπάρχει ένας κήπος μέσα στην Έκλα;
Και μισογελούσε καθώς ρωτούσε, βέβαιος

Πως ο συνομιλητής του δεν ήξερε τι έλεγε,
Ναι, υπάρχει, του απάντησε, υπάρχει ένας

κήπος στον κρατήρα της Έκλα

Που θα φανεί σε λίγες μέρες όταν η ταραχή
Θα έχει κοπάσει και οι άνθρωποι ξανά σαν

φωτεινά

Κουρέλια της ζωής τους θα μαζεύουν από
Κάτω κατάμαυρες πέτρες από λάβα αλλά

μαζί και

λουλούδια, τέτοια,

τα πρώτα σε όλη την οικουμένη,

Μπάλβιν, έλεγε ο παλαιός άνθρωπος και
Ομοίαζε τώρα ως φύλακας ενός κόσμου

αγνώστου

Επί του οποίου είχε μόνον αυτός δικαίωμα
Εισόδου εξόδου να επιδίδει σε όποιον θα

στεκόταν μπροστά

Στην κυκλώπεια πύλη του, η που υψώνοταν
Προς τον ουρανό όσο και μια επιθυμία και

απλωνόταν στη γη

όσο και μια αρχαία ραψωδία,

Ενώ ο βαθύς εσπερινός ουρανός πάνω από
Το Άκγιουρέβρι είχε αποβεί τόσο κόκκινος

όσο και μια

Ανθρώπινη ψυχή στα έγκατα της αναμονής·
Υπάρχουν σκέψεις, αγωνίες, επιθυμίες, πυρ

αείζωον και αείθυμον τόσου χρόνου,

Μπάλβιν,

Του 'λεγε ο Στύρλυσον καθώς οι τρομώδεις
Σκιές κι οι αγριεμένες ανταύγειες της Έκλα

που αφυπνιζόταν

επί του πραγματικού

Είχαν κατακλύσει τον χώρο γύρω τους και
Τον έκαναν να φέγγει ως η αιμάτινη φλέβα

του κόσμου,

Υπάρχουν νύχτες άγρυπνες και ημέρες της
Αδημονίας, υπάρχει θεός και ο άνθρωπος

και ανάμεσά τους

αίμα, φόβος και χαρά

Μυρίων και εκατομμυρίων και χιλιομυρίων
Απαρχής μιας γένεσης που λύτρωσε σε ωμό

σκοτάδι

την ελευθερία,

Πού νομίζεις ότι πήγαν όλ' αυτά, Μπάλβιν,
Τίποτε απ' ό,τι ο νους ανθρώπου σκέφτηκε

Και η καρδιά του ένοιωσε δεν χάνεται στον
Αιώνα, όλα ξεφαντώνουν σήμερα, του είπε,

Ενώ οι εκρήξεις της Έκλα γινόνταν ολοένα
Και πιο ισχυρές, ο δε γέρος ψαράς κοίταζε

τον συνομιλητή του πλέον

με κάτι στα μάτια του σαν

εύθυμο δέος

Και ο σύμπας κόσμος, αυτός δεν ήταν πια
Πάρα ένα απλό δευτερόλεπτο ανάμεσα σε

ένα μουντό άγνωστο πίσω του στο χρόνο

Και

ένα εορταστικότερο μπροστά του

Ενώ τα ολίγα λουλούδια στο ανθοδοχείο
Που είχανε γείρει εδώ και ώρα από τους

καπνούς μέσα στο καφέ

Είχαν

Εγερθεί ξανά ωσάν οι κεραίες μιας αγάπης
Ακατανόητης ακόμη για τους ανθρώπους

Σε μιαν ανατολή γέμουσα από φωνές στον
Κήπο, το ίδιο απόκοσμα γνώριμη με εκείνη

την δύση που θα διαδεχόταν,

Τα μοναχικά βλέμματα πληθυσμών και
Πληθυσμών, ζωντανών και νεκρών και

αγεννήτων

Απρόσωπα προσανατολίζοντας σαν μέσα

σε χαρωπό κενό·



Wednesday, December 8, 2010

GRAND PRIX DE MONACO 1934

Καθώς τα μονοθέσια περνούσαν την
Μπω Ριβάζ ακούστηκαν ξανά απ' τις

εξέδρες

Ιαχές ενθουσιασμού, το ισχύον πλήθος
Επευφημούσε τους οδηγούς οι οποίοι

Και φάνταζαν ωσάν οι πιλότοι της ζωής
Ολόκληρης και διόλου μιας διαδρομής

στο λείο

Πριγκηπάτο·

Μέσα από τους θηριώδεις κινητήρες θα
Έλεγε κανείς πως αποπειράτο ένας νέος

κόσμος

τόσο παλαιός όσο και η σαρξ ανθρώπου

και τυφλός για ισχύ και επικράτεια

Να προσέλθει σε ύπαρξη αδιευκρινίστως
Ηχώντας με αγχώδεις βρυχηθμούς καθώς

και με

αγλωσσική ηχολαλία

Προξενώντας σάλο στην οικουμένη καθώς
Τα ταχέα οχήματα ομοίαζαν να βγαίνουν

από μακρό λήθαργο αιώνων

προς μια ιεροτελεστία

Στιγμής προς στιγμή ζωής μέσα από το
Προσιτό κάλλος του πιθανολογημένου

κινδύνου·

Στην γωνιακή εξέδρα του Καζινό τα όποια
Φαινόμενα εξαλλοσύνης από τους θερμούς

Θαυμαστές, εφάνταζαν ωσεί κυνολαλία σε
Ιπποφορβείον, μην επηρεάζοντας ωστόσο

τις

Εξελίξεις του αγώνα που 'ταν απρόβλεπτες

ενώ

Το ελαφρώς βρεγμένο οδόστρωμα από την
Ψιλή βροχή, προξενούσε κατά τόπους του

σιρκουί

Υπολογίσιμες πλαγιολισθήσεις στα μονοθέσια,
Επ' ολίγον αφήνοντάς τα ως πιρόγες πλέουσες

Μέσα σε σκιώδη ποταμό·

Στην

Δε άκρη της Μιραμπώ, υπήρχε και μια νέα
Κυρία, όμορφη όσον και μια παγκόσμια ίρις

Χαμογελούσα γύρω απ' τον ηλιακό δίσκο, η
Οποία και τραβούσε φωτογραφίες από την

Διαδρομή τις στιγμιαίες αστραπές των επί
Της πραγματικότητας, μην αναπαύοντας

Κατ' ελάχιστον· απέναντί της έβλεπε τον
Άνθρωπο με την ομίχλη να περιβάλλει την

κεφαλή του

Και λάμψεις μεγάλης ισχύος να εκφεύγουν
Από τους μη ορατούς οφθαλμούς του, και

τον εξέλαβε

ως φάντασμα

στον κόσμο αυτό διόλου ανήκον·

Δώστε μου την μηχανή σας, της είπε σε μια
Στιγμή που την προσέγγισε, εγώ θα τραβήξω

Τον

Κόσμο ολόκληρο για χάρη σας και όχι μόνο
Στιγμιότυπα από την κούρσα, της έλεγε και

Φαινόταν ως λύχνος στην καταχνιά του θεού
Που δεν φώτιζε απολύτως τίποτε στο κόσμο·

Είστε νεκρός, του είπε η νέα γυναίκα, εμένα
Δεν με ξεγελάτε, σας κατάλαβα, είστε μόνον

ένα φάντασμα

Που προσποιείται την ζωή και χαμογελάει
Στην ανάμνησή της· δεν με τρομάζετε παρ'

όλ' αυτά,

Να, ορίστε, πάρ' τε τη μηχανή μου

στην διάθεσή σας,

Του είπε, ενώ αυτός την αγκάλιασε και
Τηνε φίλησε παράφορα και εκείνη δεν

έδειχνε να φοβάται·

Δεν ξέρω

Αν μπορώ να ερωτευθώ ένα φάντασμα,
Του είπε, δεν νομίζω ωστόσο ότι μπορώ

και να το αποφύγω,

συμπλήρωσε,

Όχι ακριβώς, όχι ακριβώς, της απάντησε,
Νεκρός πιθανώς όχι, αν και αβέβαιο, και

φάντασμα

πιθανότερα όχι,

όμως

Ουδείς ανακύπτει εκ νέου σε ζωή ει μη
Μόνον ο προκύψας στην ποίηση, της

εξηγούσε,

Κάποτε, της έλεγε, ενώ την εθώπευε
Αδιακρίτως σε όλο το σώμα της καθώς

Τα λόγια του καλύπτονταν σταδιακά
Από τον θόρυβο των διερχομένων απ'

την στροφή μονοθεσίων,

Ο ποιητής είναι μόνο μια αφορμή που
Εφευρίσκει η ποίηση για να τραβάει

φωτογραφίες

στο

χρόνο,

Δώσε μου την μηχανή σου, Ερμιέττα,
Την προέτρεψε αποκαλώντας την με

το

Όνομά της ετούτη την φορά, δεν την
Χρειάζεσαι πλέον, άσε με να σε φέρω

εγώ στις εποχές του κόσμου

Ότι η νύχτα που καλύπτει τ' ανθρώπινα
Δεν είναι αδιάτρητη· και πάντοτε εν τω

μέσω

Μιας πλατειάς λεωφόρου όπου σιωπηλά
Το πλήθος υπομένει το αδιαπέραστο του

παρελθόντος

και το άγνωστο του μέλλοντος

Υπάρχει ένας πίδακας φωτός που την όλη
Πλάση καθιστά ένα σημείο, μια στιγμή και

ένα φιλί,

Ερμιέττα,

Της έλεγε

Ενώ οι θόρυβοι των κινητήρων όχι μόνο
Δεν εκάλυψαν τον ήχο του ονόματός της

Αλλά του προσέδιδαν και μια παγκόσμια
Ισχύ σα να ακουγόταν από πάντοτε και

παντού·

Με κάτι στην

Εκφορά του από τον άχρονο ποιητή να
Θάλλει ανάμεσα σε έρωτα και επιστροφή

ενός τόσο οικείου κόσμου

στους δυο κατοίκους του που εκείνη

τη στιγμή

Έλαμπαν σαν βυθισμένος ουρανός σε μια
Γη, που είναι αμφίβολο αν συνέχιζε ακόμα

να γυρίζει·

Sunday, December 5, 2010

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Εν τέλει η ημέρα της Δημιουργίας
Έφθασε· και σωριάζαν κάτω στο

Δάπεδο με βαρύ γδούπο τα μεγάλα
Κασόνια που περιείχαν ολόκληρο

Τον πληθυσμό της ανθρωπότητας·

Από εκεί σηκώναν τακτικά και από
Έναν και τον πετούσαν με κλωτσιές

έξω

στη

ζωή·

Εκείνος αφού παραπατούσε για ώρα
Μην μπορώντας να πιαστεί από κάτι,

Προσποιείτο κάποτε ότι βάδιζε ευσταθώς
Για να μπορέσει επιτέλους να χαθεί στο

δάσος

που

δεν τον περίμενε καν·

Πέρασαν δευτερόλεπτα, ίσως και αιώνες
Και αφού είχαν βγάλει πολλούς έξω από

τα κασόνια

Βρήκαν

Κάποια στιγμή έναν μισοπεθαμένο στην
Άκρη ενός κασονιού, εσύ δεν θα βγεις να

περπατήσεις έξω;

του έλεγαν

Δοκίμασε να περπατήσεις, του ξαναέλεγαν,
Το δάσος είναι για όλους, όχι μόνο για τους

ζωντανούς,

του αποσαφήνισαν

Όμως

Εκείνoς δεν αποκρινόταν στα λόγια τους,
Φαινόταν μεταξύ ζωής και θανάτου κάτι

να

αναμένει

ακόμα

Ενώ οι θόρυβοι από τα υπόλοιπα κασόνια
Δίπλα του, δεν κάναν εφικτό να ακουστεί

το μουρμούρισμά του,

Τι είπες; τον ρωτούσαν, ξαναπέστο

δεν ακούγεσαι,

Του έλεγαν, ενώ το δάσος απέναντι έδειχνε
Σαφώς πως είχε αρκούντως πληρωθεί από

τις ανθρώπινες

παρουσίες

Ώστε

Οι μάλλον ολίγοι πλεονάζοντες επέστρεφαν
Πίσω για να ξαναμπούν στα κασόνια, ελέχθη

τότε

Πως αυτό ακριβώς εκλήθη και θάνατος στην
Ανθρωπότητα εν πρώτοις, όμως ήταν φανερό

Πως με την πάροδο της ώρας και των αιώνων
Καθίστατο αδύνατον λόγω της ακαταστασίας

Να ξαναβρούν οι επιστρέφοντες τα παλαιά
Κασόνια τους και να χωθούνε πάλι μέσα τους·

Ηναγκάζοντο γι αυτό, έλεγαν οι ιστορικοί
Αργότερα, να ξαναδοκιμάσουν την είσοδο

στο δάσος

Αυτή τη φορά πετώντας, γιατί θέσεις ορθίων
Μέσα εκεί, δεν υπήρχαν άλλες· και κινούσαν

με μια

Κάποια μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα
Προς το κόσμο των πτηνών, είναι αλήθεια,

Την πλήρη αφομοίωσή τους ωστόσο από
Αυτόν το εμφανές ύψος και το ανθρώπινο

βάρος τους

πιθανώς

αποτρέποντας,

Αφήνοντάς τους οιωνεί εκεί ανάμεσα σε
Δύο κόσμους και σε λαμπρή αμφιβολία·

Όσοι, τόσοι, οι που εκλήθησαν μετέπειτα
Και Ποιητές·


Saturday, December 4, 2010

ΟΥΓΓΡΙΚΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

Η Ίλκα κυνηγούσε τον άνεμο στις
Όχθες του Δούναβη και εκείνο το

απόγευμα,

Ενώ ολόκληρη η ανθρωπότητα είχε
Ανακαθήσει σαν σ' ένα αμφιθέατρο

στον ουρανό

Και παρακολουθούσε τον κόσμο από
Ψηλά, ανάμεσα σε μια νύχτα και μια

ημέρα

που δεν έκλειναν ποτέ τις πύλες τους·

Στο δε κέντρο του κόσμου υπερέλαμπε
Το μάγμα του θεού που δημιουργούσε

Μεγάλες φυσαλλίδες χρόνου με έτοιμες
Ανθρώπινες ζωές χωρίς ανθρώπους να

τις έχουν λάβει ακόμη·

Υπήρχε ακόμα στα νερά του Δούναβη
Ένας δίσκος αφημένος από το πρωί

που περιεστρέφετο ωσεί

πρόπλασμα της γαίας

Και επετίνασσε λέξεις και φράσεις σαν
Ωριαία βέλη που φεύγαν προς την μία

Και μοναδική πόλη σε ολόκληρη την
Υδρόγειο, η που ευρίσκετο ανέκαθεν

σε συσκότιση ανά τους αιώνες,

Αυτές θα επανελάμβαναν αργότερα στην
Ζωή τους οι θνητοί καθε στιγμή που θα

Άνοιγαν το στόμα τους για να ομιλήσουν·
Η γλώσσα και η ομιλία δεν ήταν παρά μια

εγγαστριμυθία στην ύπαρξη·

Και η Ίλκα έτρεχε να προλάβει τον άνεμο
Σκοντάπτοντας όμως συχνά στα χορτάρια

Σαν αυτόματη κούκλα σε σπαστικές ώσεις
Θεάτρου σκιών· από πάνω της, κάθε φορά

που έπεφτε κάτω

Οι άνθρωποι ξυπνούσαν και της φωνάζαν
Με ξεψυχισμένη ισχύ και βαρειά κούραση

Ίλκα, Ίλκα, της έλεγαν, δεν έχεις πουθενά
Να πας, δεν πρόκειται ποτέ τον άνεμο να

πιάσεις

Γύρισε πίσω, Ίλκα, στο σπίτι σου υπάρχει
Ένας νεκρός αναμμένος σαν φως από τότε

που αυτός

ο κόσμος

δεν υπήρχε καν

Όμως το σπίτι σου Ίλκα, έλεγαν στο μικρό
Κορίτσι, είναι ο Οίκος του Θεού, εμείς απλά

κοιμόμαστε

Και εσύ δεν υπάρχεις ,Ίλκα, βασίλισσα είσαι
Στη πλάση όλη, ότι εσύ δεν γεννήθηκες , δεν

έζησες ποτέ

δεν ζεις, Ίλκα, της έλεγαν

Και πέφταν όλοι μαζί σε ψαλμική κατατονία
Απορρυθμίζοντας φθόγγους και ήχους μέχρι

Να ξαναβρούν την λαλιά τους

Ενώ το κορίτσι έτρεχε ξανά να προλάβει τον
Άνεμο, με τα χέρια ψηλά και τσιριχτή χαρά,

Όσο τρέχεις, Ίλκα, της ξανάλεγε η βαρειά
Ανθρώπινη ψαλμωδία, ο κόσμος αυτός δεν

Πρόκειται να σταματήσει ποτέ, και ιδού εμείς
Δεν πρόκειται να φύγουμε από εδώ, ωσάν τα

Άστρα κολλημένα στα κυκλώπεια τείχη της
Νύχτας καθώς η εσπέρα θα φεύγει, ξανά θα

Είμαστε μια απόμακρη ενθύμιση του φωτός
Στ' αργόσυρτο στερέωμα που τόσο αγόγγυστα

τροχίζει το μεγάλο όνειρο του κόσμου,

Ίλκα,

Της

Έλεγαν τα αστέρια από πάνω της καταμεσής
Της νύχτας που ήδη είχε φθάσει, ενώ η μία

Και μοναδική πόλη στην οικουμένη ετούτη
Την φορά, φάνταζε σα να φώτιζε λίγο, τόσο

Όσο και μια πυγολαμπίδα στην καταχνιά
Ενόσω το μικρό κορίτσι προσπαθούσε να

βρει ανάμεσα στα χόρτα

Την κούκλα της που 'χε καταπέσει καθώς
Έτρεχε· ελέγετο από παλαιά πως οσαύτως

Από ψηλά την ακολουθούσαν πάντοτε τα
Επουράνια ανθρώπινα βλέμματα, ενώ η

ίδια παρέμενε πλέον σκεφτική

σαν φλόγα πάνω στο κερί

Εκεί

Στην βωβή όχθη του ποταμού, τα πόδια της
Πλατσουρίζοντας αμήχανα πάνω από μια

Μεγάλη άβυσσο, που έχαινε από κάτω της
Όχι και τόσο απειλητική, είναι αλήθεια,

μα ούτε και εντελώς αδιάφορη·


Thursday, December 2, 2010

Η ΑΠΑΛΗ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

Μα εσύ αγαπητέ μου Πολυλά, έλεγε o
Κόντες συνοφρυωμένος καθώς η όψη

του

φώτιζε σαν ήλιος

σε σπήλαιο του χρόνου,

Τι νομίζεις πως είναι μια ιδέα; δεν θα
Την αναγνωρίσεις πουθενά, και ιδού

τοις πάσι

φύεται

Ωσεί αναστάσιμος βλαστός μιας χαράς,
Ένας κηρός αναμμένος στ' ανθρώπινα

που πάντ' αναμένει μιαν εορτή

να ηχήσει στα περιθώρια του θανάτου·

Και εμείς

Από την μια νύχτα στην άλλη πέφτουμε
Σαν νεκρά σπουργίτια σε έρημο δάσος

Και ανακύπτουμε στη ζωή σαν χαρωποί
Λέοντες την μία αθυμία που λυμαίνεται

το μέγαρο του ονείρου

εξορκίζοντας

Με στίχους ασημόλευκους στις αδήριτες
Στοές του ιλίγγου και της σελήνης· μηδέ

ο Έγελος

Με την υπερώο φωτοσκίαση του θεού, και
Μήτε ο Φίχτε κι ο Σέλλινγκ όταν σκάπτουν

Μια τάφρο στο σύμπαν όπου χωράει κάθε
Απαλότερη θλίψη των εννοιών, ημπορούν

Να στηρίξουν πλέον τα έθνη στην μάχιμη
Έξοδό τους προς τον Λόγο, την μία μήτρα

Κεκλεισμένου φωτός αποστέργοντας για
Την γένεση στην ελευθερία, σε σάρκα και

χρόνο,

Σε αίμα και χώμα, σε πυρ ένα που περιέχει
Πάντα τα όντα την καύση του κρύπτοντας

απ'

τους σκιώδεις οφθαλμούς

της άγνοιας·

Έλεγε ο Κόντες και σηκώθηκε να ανοίξει το
Παράθυρο· έξω τ' απομεσήμερο ήταν γλυκύ

σαν πνοή

Νεαρής γυναικός που φυσούσε νωχελικά τα
Κύματα της ζωής προς το μέρος των θνητών

Ενώ τα ελαφρά κύματα του Ιονίου στον ιερό
Χορό τους σιγοψιθυρίζαν μιαν αιώνια εποχή

Που από παλαιά κατέφθανε μόνον από την
Θάλασσα προς την ακτή, από τ' αχανέστερα

βάθη

του ηλίου

Ο οποίος εθώπευε με ρίγος και αχρονία την
Ραχοκοκκαλιά της γης· οι δε σταγόνες των

νερών

Που

Ραντίζαν αραιά τα πρόσωπα των περαστικών
Από την παραλία, δεν ήταν ανέκαθεν παρά ο

ένας χαιρετισμός της γοργόνας

προς την ραστώνη της θνητότητας,

Ενώ οι παράκτιοι θάμνοι κρύβαν καλά τα
Μυστικά των εσωψύχων τους, σειόμενοι

ανεπαισθήτως

σε ένα νεύμα γαλήνης προς την

μειδιώσα φύση·

Και όμως, Κόντε μου, έλεγε ο Πολυλάς, δεν
Έχουμε ίσως άλλο στη γη από την ποίηση·

Αυτή'ναι που μας κρατεί ακόμα ενήμερους
Στο ύπατο βασίλειο της Ιδέας μακριά από

κάθε μόλυνση της γέννησης,

Του είπε,

Και κίνησε και αυτός προς το παράθυρο·
Η ποίηση είναι η φωλέα της ανάστασης,

αποκρίθηκε τότε ο Κόντες,

Η λιθόκτιστη νύχτα μας

Ποτέ δεν θα ήταν φωτεινότερη χωρίς την
Ποίηση, όμως εγώ σου λέγω Πολυλά, πως

Ένας στίχος φωτός στα σκοτάδια άλλο δεν
Κάνει από το να σιγουρεύει μια ριπή λόγου

Στις αδειανές εκτάσεις του ονείρου, και οι
Άνθρωποι πάντοτε θα λικνίζονται σε μιαν

Πειθώ του τρόμου και της αποκατάστασης
Μην ηξεύροντας πως να λυθούν σαν κύμα

Πάνω στα νερά της θάλασσας τον παμφάγο
Βυθό από κάτω τους πλέον φοβούμενοι όχι,

Και ο Ποιητής, έλεγε ο Κόντες και ανακάθησε
Στο γραφείο του, ωθώντας πολύ ελαφρά ένα

συρτάρι

πίσω στη θέση του,

Θα είναι πάντοτε ο άνθρωπος εκείνος που
Μην χωρώντας σε μιαν εποχή, θα χωράει

ολόκληρη την εποχή

στον εαυτό του,

Κάποτε μην απορώντας για το πώς μια και
Μόνο λέξη μπορεί έναν κόσμο να γεννήσει

από μια πλάση

Που έως σήμερα ταξιδεύει με ακίνητους
Τους ανθρώπους κι όχι το αντίθετο· είπε

Ενώ η κάμαρα για λίγο σκοτείνιασε· η δε
Λυμένη σκιά φάνηκε πως αμφισβητούσε

τα λόγια του Κόντε

Διεκδικώντας μια πιο τραχεία αλήθεια
Ενώπιον ουρανού, γης και ανθρώπων·

Όμως
Το σύννεφο που πέρασε μπροστά 'πό το

παράθυρο

Δεν ημπορούσε παρά κάποια στιγμή να
Λευτερώσει ξανά τον αμόλυντο ουρανό

και να τον αποδώσει πάλι πίσω

Ακόμη και αν δεν ήταν παρά ένα μόλις

μικρό τεμάχιο οικουμένης

που τον ανέμενε·