Wednesday, September 29, 2010

SCRIPTORIUM

Και έγραφε από το πρωί έως το βράδυ
Τις μεγάλες εκείνες αιτήσεις προς τον

ουρανό

Που έμοιαζε πως από στιγμή σε στιγμή
Θα μιλούσε· και εκείνος δεν μπορούσε

να κάνει αλλιώς

Παρά να παρακολουθεί μια ολόκληρη
Εποχή από τόσο μακριά , τόσο κοντά,

τόσο πολύ

σε σκλαβωμένη ελευθερία

Με την ήρεμη βεβαιότητα ωστόσο ότι
Ακόμα κι ένας κόσμος, ή μία φύση, ή

ένας

άνθρωπος

Στο τέλος δεν θα 'χαν άλλη επιλογή απ'
Το να καταλήξουν στην γραφίδα του·

Η οποία εφάνταζε στα δάχτυλά του ως
Μια μαγνητική βελόνα θεϊκής πυξίδας

που

Έναν όγκο βαρέων αιώνων δεν έπαυε
Να προσανατολίζει πάνω στην τράπεζα

και τ' άδειο χαρτί

Σχεδόν σαν χάρη, χωροφυία μιας χρυσής
Εποχής που μπορούσε μόνον εκείνος να

την βλέπει

Να'ρχεται

Μες απ' την αστόχαστη νύχτα του ζην·

Tuesday, September 21, 2010

VISIO KAROLI MAGNI

Και όμως, υπάρχει πάντα ένας ήλιος
Κρυμμένος μέσα στο μετρό, Άινχαρντ,

έλεγε

Ο ζητιάνος με την βασιλική κορώνα στο
Κεφάλι του προς τον βιογράφο του που

Κοιμόταν μέσα στο μετρό του Παρισιού,
Ξύπνα, Άινχαρντ, ομιλώ, του ξαναείπε,

Μα, ορίστε, εγώ σου λέγω σαφώς πως η
Ευρώπη δεν προκύπτει από τίποτε άλλο

εκτός

Από μία νύχτα αναρχίας στα μυαλά των
Ανθρώπων, πες μου εσύ, πόσο μπορείς

να ζήσεις χωρίς

Θεό, Άινχαρντ, χωρίς ακριβώς γι' αυτό να
Καθυποτάξεις τα έθνη και τους λαούς σε

Μια σκυθρωπότερη αλήθεια του θανάτου,
Και την ίδια την ζωή να μετατρέψεις από

Πανδοχείο σε μνημείο, -μα τι κοιτούν αυτοί
Οι Σαρακηνοί επάνω μου και ποιος ακριβώς

ο προορισμός τους,

ρώτησε

Αίφνης και έδειξε δυο τρεις περαστικούς
Με κελεμπίες οι οποίοι τον κοιτούσαν ως

Αξιοπερίεργο με την κορώνα στην κεφαλή
Και τα ρακόσυρτα ρούχα, έκανα σπουδαίες

Εκστρατείες εναντίον τους, Άινχαρντ, μα
Αυτοί είναι κιόλας στο Παρίσι, όμως είμαι

κι εγώ στο Παρίσι,

Και αν στ'αλήθεια τούτη η ήπειρος άλλο
Δεν απέμεινε παρά μόνον το παιγνίδι του

Δαίμονα

Τότε ακόμη περισσότερο αλήθεια είναι
Πως ο άνθρωπος περπατάει πάντοτε με

την

Πλάτη του γυρισμένη ούτε προς το μέλλον
Ούτε προς το παρελθόν αλλά προς την ζωή·

Ό,τι δεν ζει ο άνθρωπος το αποτελειώνει
Ο ηγεμών, Άινχαρντ, ιδού οι τόσες αλλαγές

Των συνόρων μέσα στους αιώνες τίποτε
Άλλο από μια δικαιολογία παραπλάνησης·

Μηδέ ο ηγεμών, μήτε κι ο σκλάβος δεν θα
Έβρισκαν κάτι το ελκυστικό σε αυτές ει μη

Οι μακρινές σκιές τους από κάποια χώρα
Δαιμονική που ακολουθεί και προσροφά

την γαία

σαν μέδουσα της Πτώσης·

Όμως το τέλος της Αυτοκρατορίας είναι
Κοντά, έλεγε ο κλοσάρ-αυτοκράτωρ στον

Βιογράφο του, και άρχισε ξαφνικά προς
Μεγάλη έκπληξη των γύρω περαστικών

Να αιωρείται πάνω από το έδαφος· ας
Με κατεβάσει κάποιος από εδώ, ψέλλισε

Έχοντάς τα χαμένα, Άινχαρντ, Άινχαρντ,
Φώναξε στον βιογράφο του με φωνή πιο

Απόμακρη και από την αμαξοστοιχία που
Δεν ερχόταν ακόμη, Άινχαρντ, εγώ δεν

είμαι άγιος,

Εγώ είμαι ο τυπικός άνθρωπος που ξέρει
Κάτι λίγο από την ζωή και κάτι λιγότερο

από τον θάνατο,

Του είπε ενώ παρέμενε στον αέρα, καθώς
Ο βιογράφος του αποτύπωνε επιμελώς τις

Λεπτομέρειες της σκηνής στα χαρτιά του,
Ο δε αυτοκράτωρ καίτοι δεν φαινόταν να

Συνηθίζει πλήρως την νέα κατάστασή του,
Ελέχθη πως διεκδίκησε σε κάθε περίπτωση

Όχι την πατρότητα της Ευρώπης αλλά την
Υιοθεσία μιας δικής του πιο προσωπικής

αλήθειας

Που οι αιώνες δεν τον άφηναν να την δει
Και επιχειρούσαν να την αποκλείσουν έτι

περισσότερο

Με μιαν αγιότητα που χωρίς να είναι ό,τι
Πιο ενοχλητικό, εν τούτοις ήτανε μάλλον

Χρονοβόρα και καθόλου συναρπαστική·
Μα κυρίως δεν φαινόταν να υπόσχεται

Και κάτι άλλο πέραν από συσσώρευση
Χρόνου πάνω σε χρόνο στο ίδιο σημείο

αναμονής του μετρό

Ώσπου να περάσει η αμαξοστοιχία του
Ουρανού από την σήραγγα της Ιστορίας

μια και καλή

σαν παιδικό τραινάκι σφύζοντας

ολοταχώς

Προς το πάρκο της ενήλικης χαράς·


Friday, September 17, 2010

ΤΟ ΕΤΟΣ 1848

Και ενστικτωδώς είχαν συγκεντρωθεί
Στις μεγάλες πόλεις οι πυράγγελοι της

βιομηχανικής νυκτός

Υφαρπάζοντας την νωχέλεια του βίου
Και συστέλλοντας τον χρόνο έως την

μία σπίθα

της ελευθερίας απ'ο,τιδήποτε

Και τα έθνη της Ευρώπης τίποτε άλλο
Από καραβάνια στην έρημο της Ιστορίας

Αναζητώντας την όαση

εκείνης της ουτοπίας

Που από παλιά οι σοφοί εγνώριζαν πως
Ήταν πιο πραγματική από κάθε άλλη

πραγματικότητα,

Ιδού οι πηγές του ύδατος, φωνάζαν από
Παντού ανάμεσα σε σκόνη και οχλοβοή

Που εγένοντο στη πλατεία της Ελευθερίας
Της Μεγάλης Πολιτείας της Γης κάτω απ'

τα αλύτρωτα

ακόμα βλέμματα

Του Σαιν-Ζυστ, του Χέγκελ και του Μπετόβεν
Που καίτοι νεκρικά από καιρό έδειξαν ωστόσο

να σαλεύουν

επικίνδυνα

για μια στιγμή·

Την ίδια πάντοτε στιγμή που κάθε εποχή
Φυλάσσει ως βραδυφλεγές ωόν κάτω από

Τις βαρειά βυθισμένες στο έλος του τρόμου
Φτερούγες της που μένουν ακόμη σιωπηλές,

Ωόν ενός μυστηρίου μεγίστου και ερχόμενου
Από πολύ παλαιά, ωόν της αιώνιας αυγής του

Λόγου,

Και που θ' αρκούσε ένα και μόνο οργισμένο
Βλέμμα τυχαίου περαστικού διαβάτη από

τη γέφυρα

του χρόνου αναμονής

Για να το θραύσει προς την γέννησή του·



Tuesday, September 14, 2010

TΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΤΖΙΟΥΔΙΤΤΑΣ

Οι καιροί αυτοί, Τζιουζέππε, μοιάζουν
Με άνθη κλεισμένα στο συρτάρι ενός

σαν από χρόνια

σκονισμένου γραφείου

Στο οποίο κάθεται μόνο ο θεός ή ο δαίμων
Ή ακόμα και η αιώνια νύχτα του χρόνου,

Έλεγε η ωραία Τζιουδίττα στον μελαγχολικό
Ματσίνι που εκείνη τη στιγμή παραμιλούσε

από το παράθυρό του

προς τον άδειο δρόμο

Βρίζοντας τον Πάπα και τον Φερδινάνδο,
Και είναι ακόμα, Τζιουζέππε, τα έθνη της

Ευρώπης

Κλειστές βεντάλιες στα θεωρεία της όπερας
Της Ελευθερίας, με τους πρωταγωνιστές να

Δραματουργούν εισέτι χωρίς θεατές· μα δες
Πώς και αυτός ο φωτεινός Τζιομπέρτι δεν

Μπόρεσε ποτέ να βρει την μία έξοδο από την
Μίτρα του Πίου προς αυτήν την αναγέννηση

της

Νεαρής Ιταλίας,

Που θα στήριζε στην αψίδα της μιαν ακόμη
Νεαρώτερη Ευρώπη· στην ήβη της και μόνο,

Τζιουζέππε,

Θα ζωογονείτο η αιώνια αδελφότητα των
Ανθρώπων, έλεγε και του χαμογελούσε

Σαν φωταγωγημένο υπερώο επί κτίσματος
Σκοτεινού και ανεξιχνίαστου στην οπτική·

Η Ιστορία,

έλεγε η καλλίστη Τζιουδίττα,

Είναι μι' άγρια πλαγιά στο φως του θανάτου
Στην που τα πλήθη αναρριχώνται μα ποτέ

δεν φθάνουν στην κορυφή

Πάρεξ ένας και μόνο που ακόμα δεν ήλθε,
Ο μήποτε ην, μηκέτι ων και αιωνίως είναι

ο ερχόμενος

Τζιουζέππε, και θα 'ναι πάντα εκεί στην
Άκρη του χρόνου ένας μεσσίας με δίχως

βασίλειο

Κι ένας Υιός του Κόσμου χωρίς έδαφος
Πουθενά να σταθεί, ει μη σε ένα όραμα

που υπερδολίως

Εξωθεί τους ανθρώπους στο δίχτυ μιας
Ανάγκης που δεν κατανοούν, μα εγώ σου

Μνημονεύω τους άτυχους Καρμπονάρους
Που βρίσκονται τώρα στα κελλιά, έλεγε και

χάιδευε

με απόκοσμη τρυφερότητα

το πρόσωπο του εραστή της,

Αν είναι δέσμιοι της πιο βιαστικής πρωίας
Ή της πιο καθυστερημένης εσπέρας της

Μεγάλης στιγμής της Ιταλίας, τούτο δεν
Το γνωρίζει η θνητότητα, Τζιουδίττα, αυτή

μονάχα

Τα δεσμά κατρακυλάει από την κορυφή του
Όρους του Χρόνου, άνευ των οποίων μηδείς

Των αναβατών μπορεί την ελευθερία του στα
Σοβαρά να διεκδικήσει , της απαντούσε αυτός

Ενώ ήδη ένοιωθε τον πόθο να ανάβει στις
Φλέβες του για τους χυμούς της γυναίκας,

Όμως

εγώ

Να μου χαμογελάς θέλω μόνο, της τόνισε,
Είναι ό,τι έχω όχι μόνο από τη ζωή αλλά και

από τον θάνατο ακόμα

Ο οποίος ελπίζω να με βρει ζωντανό, όπως ο
Είναι ο Γκαριμπάλντι στο Ρίο ντε Ζανέιρο

Και όχι τόσο νεκρό για να βασιλεύω όπως
Ο Δούκας της Μοδένας, ότι ο άνθρωπος

του μέλλοντος

θα πάλλει διπλά ζωντανός

όσο ζει

Τζιουδίττα, ενώ εκείνος του παρελθόντος δεν
Θα μπορεί να ζήσει ούτε μισός μέσα σ' αυτό

το παρελθόν του,

της είπε

και την αγκάλιασε παθιασμένα,

Σ' αγαπώ από την άλλη άκρη του χρόνου,
Τζιουζέππε, του είπε ξαφνικά η γυναίκα

και άρχισε να γδύνεται

ανυπομονώντας

Να θέσει το σώμα της κάτω από τις λάγνες
Κι ακόρεστες ορέξεις του όσο γρηγορότερα

γινόταν

Ενώ ο Ματσίνι στη γεύση του κορμιού της
Θα μπορούσε να μην ξεχνάει ποτέ την αιεί

Giovine Italia

Που αργά αργά τα πέταλά της άνοιγε επί
Πολλά έτη, προς τον απέραντο ήλιο της

νίκης της ανθρωπότητας

επί του δικού της ιστορικού

πλην ανωρίμου γήρατος

Και μόνον·


Saturday, September 11, 2010

ΟΙ ΟΠΙΟΦΑΓΟΙ

Τι νόημα θα είχε αλήθεια, Γουίλλιαμ,
Να ρυθμιστεί ένα ολόκληρο έθνος στο

ατμώδες λυκόφως του οπίου

Αν τα υπόλοιπα έθνη δεν ήταν ήδη σε
Μακρά υπνοβασία μέσα στο κέλυφος

ενός αιώνα

Που προσπαθεί να οδηγηθεί στην άγρια
Έκστασή του πάνω σε μια σιδηροτροχιά,

Η που λέγεται πως θα τον εξισώσει με τους
Μοντέρνους καιρούς· έλεγε ο Δούκας του

Νιούκασελ

στον νεαρό Γκλάντστοουν

Ο οποίος και τον άκουγε παραξενεμένος·
Θέλετε να πείτε ασφαλώς, του αντέτεινε,

Πως οι Κινέζοι δεν θα είχαν άλλη μοίρα
Από τον λήθαργο έναντι μιας Ευρώπης

που

Μονίμως ξυπνάει και πάλι κοιμώμενη
Στις ακτές των εφημερίδων της και αιεί

κυκλωμένη από τα

έμβολα, τα πιστόνια

και τους ατμούς

Μιας όσο να' ναι πιο λειτουργικής κόλασης,
Μα ιδού ο Λιν Τσε Χσου, που θα μπορούσε

Να είναι ο καλύτερος Τόρης αν οι άναρχες
Πινελιές του ουρανού στον καμβά της γης

δεν είχαν αμελήσει να

Τον βγάλουν για πάντα μέσ' απ' έναν κύκλο
Αιώνων που παρήλθαν όλοι μονομιάς στην

επανάληψη

και την νωθρή ευγένεια

του Κομφούκιου,

Κι εγώ σου λέγω Γουίλλιαμ πως ακόμα δεν
Καταλαβαίνεις τίποτα· επέμεινε ο Δούκας,

Και του 'κανε νόημα να κοιτάξει προσεχτικά
Τον Χένρυ Lamb που είχε αρχίσει να μιλάει

στη Βουλή των Κοινοτήτων,

Ο άνθρωπος αυτός Γουίλλιαμ, άκουγε την
Φωνή του Δούκα σπασμένη ν' αντηχεί σαν

Σε αστρόφωτο σπήλαιο ενώ γύρω του τα
Έδρανα δεν διέφεραν από αναχώματα στη

Καντώνα

Όπου σωριάζονταν τόνοι και τόνοι οπίου,
Ο άνθρωπος αυτός Γουίλλιαμ, είναι τόσο

πράος

ως αμνός, πιθανώς όχι του θεού

αλλά μάλλον του διαβόλου,

Ίδε ο αμνός του δαίμονα, άκου με Γουίλλιαμ,
Ξανάλεγε η φωνή, άκουσέ με, και σταμάτα

να κοιτάς συνέχεια τα βιβλία σου!

Φώναξε στον Γκλάντστοουν που είναι αλήθεια
Πως ταυτοχρόνως έρριχνε κλεφτές ματιές στα

απλωμένα έγγραφα και βιβλία

στο έδρανό του

Χωρίς ωστόσο να νοιώθει ακόμα την ανάγκη
Να τα κατάσχει από τον εαυτό του και να τα

κάψει

σε μια μεγάλη κινέζικη πυρά·




Wednesday, September 8, 2010

Η ΑΓΟΓΓΥΣΤΟΣ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ

Μα ασφαλώς, Ταλλεϋράνδε, κάθε
Λέξη διαφυγούσα από τα χείλη του

ανθρώπου

Άλλο δεν είναι τι απ' ένα ενθύμιο
Σύνορο ανάμεσα σ' αυτόν και την

υπνωτισμένη ακόμα

μοίρα του,

Έλεγε ο Φον Χάρντενμπεργκ στον
Γάλλο διπλωμάτη που κατ' εκείνη τη

Στιγμή παρατηρούσε στωικά μια
Μποτίλια στην άκρη της τράπεζας

Της διάσκεψης η οποία ήταν ακόμα
Ανέγγιχτη· και όταν θα μπορέσουμε,

Συνέχισε να λέει με ζέση ο Πρώσσος,
Να αναβάλλουμε τις λέξεις κάθε φορά

Ώστε να μην πιστοποιούνε τα γενόμενα
Ακριβώς μα και να βεβαιώνουν απ' την

άλλη τα ακόμα προσδοκώμενα

ως ήδη υπάρχοντα,

τότε,

Όχι μόνο τα σύνορα της Ευρώπης θε να
Μειχθούν με το κράτος του παραδείσου

Αλλά ακόμα και ο Λόγος θα βγει από τη
Σάρκινη σκηνή του βασιλιάς στο χάος·

Έλεγε και σταύρωνε τα χέρια

συμπερασματικά·

Ωστόσο

Ο Ταλλεϋράνδος έβρισκε τον Πρώσσο
Μάλλον πληκτικό, τα δε μάτια του ως

εάν

του αρχαίου όφεως

Είχαν σμικρυνθεί τόσο ώστε να κάμπτουν
Το οπτικό πεδίο σε μια υπεραιώνια κοίλη

επικράτεια

εντός της οποίας

Ακόμα και αυτό το σχήμα της μποτίλιας
Μπροστά του λες και έσχε την ανάγκη να

παραλλάξει όχι στη μορφή αλλά

στην διαμόρφωσή του·

Και για μια στιγμή εφάνη ως οβίδα
Αφημένη από τον θεό στη τράπεζα

της διάσκεψης της Βιέννης

έτοιμη να εκραγεί

Εν τω μέσω των ανυπόπτων συνέδρων
Οι οποίοι ουδόλως ελάμβαναν μέρος

Στις σιγηλές διαπραγματεύσεις ανάμεσα
Στην εσχημένη πραγματικότητα και τα

υπερλογικά ουράνια βάραθρά της,

Απαρχής κόσμου κλειστά και σφραγισμένα,
Ελέχθη κάποτε επί ποδός και αορίστως·

Όμως όχι γι' αυτό λιγότερο έτοιμα

Ανά πάσα στιγμή·


Sunday, September 5, 2010

Ο ΚΑΘΗΜΕΝΟΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ

Και προέκυψε αναντιρρήτως πως
To βασίλειο της γης ήταν ελάχιστο

Και διαιρεμένο σε πολλά βασίλεια
Που στους κυματισμούς των μέσα

Στον κόσμο,

Σχηματίζαν ομόκεντρους κύκλους
Γύρω από θρόνο που 'ταν συνήθως

Άδειος·

Οι άνθρωποι κατά τα φαινόμενα
Παρατηρώντας τον άδειο θρόνο

Δημιούργησαν φιλοσοφία, τέχνες,
Ιστορία και πολιτισμό, πράγματα

ωστόσο

Με τα οποία κανείς δεν μπορούσε
Να επιφέρει έναν νέο καθήμενο επ'

αυτού

Πέρ' από

Μια λάμψη κάπως μεγαλύτερη γύρω
Από το ίδιο το κενό, το που σαν μια

σκιώδης έξαψη

Από το κέντρο της οικουμένης, φάνταζε
Πως ήδη βασίλευε πληρέστατα με δίχως

κανένα

κενό

εξουσίας,

Εν τω μέσω συνωστισμών ανθρώπων
Απ' όλα τα βασίλεια της γης οι οποίοι

και πάσχιζαν

να επισυσσωρευθούν ως ένα κάτι

έναντί του,

Με μια βαρειά ανησυχία στη καρδιά
Και με πολύ βάσιμες πλέον υπόνοιες

Ότι τούτο το δικό τους κάτι

θα καλείτο εν τέλει

Να καλύψει το κενό,

Που ατάραχο της όλης εξέλιξης δεν
Φαινόταν καθαρά να επιδοκιμάζει ή

να αποδοκιμάζει

Κάτι·

Χωρίς ωστόσο για αυτό να δίνει την
Μάλλον λυτρωτική εντύπωση

ότι το ίδιο τελείται εν κενώ

ούτε για μια στιγμή·