Tuesday, April 27, 2010

Η ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΗ ΦΩΤΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Στις όχθες του ποταμού Τσετύρεχ κοντά
Στα βουνά Μπυρράνγκα του Ταϋμύρ και

Ελάχιστα πιο μακριά από την τούντρα της
Βορειότερης νύχτας, υπήρχε, ελέγετο απ'

Όλους τους νομάδες, ένας θεός που κοιμόταν
Και ονειρευότανε τα φίδια της αυγής με τα

κόκκινα μάτια

Που σέρνονταν βαρειά σαν σε θανάσιμη
Αρρώστεια σε ολόκληρη την επικράτεια

Από το Γιακούτσκ μέχρι το Κρασνογιάρσκ
Και απ' το Βερχόγιανσκ ως το Ουστ-Αβάμ

Ερημώνοντας από το τρόμο τις σκηνές των
Αγαθών Νγκανάσαν που σκορπίζονταν στη

Τούντρα γρήγορα με ένα στραβά φορεμένο
Καπέλλο να κάνουν σήματα κινδύνου στην

ερημιά,

Ήτανε, λέει, ο άνθρωπος που γεννήθηκε από
Το πυρ των άστρων και το θαμμένο αυγό του

πιο αρχαίου όφεως στο κόσμο

Και έκτοτε κατά πως θρυλείτο μπορούσε είτε
Σα θεός να παραμένει επί της γης, είτε σαν τα

όνειρα να εισχωρεί στους

Ύπνους των κοιμισμένων ωσπού να χαθεί μέσα
Στην ίδια τους τη ζωή σαν ένα φάντασμα που

Θα 'παιρνε ύπαρξη απ' τις δικές τους κινήσεις
Και ομιλία από τα δικά τους λόγια, μια σκιά

Κολλημένη στους ανθρώπους με δική της ζωή
Κι ένας αργός κόλαφος του δάνειου αίματος

στους άδειους κροτάφους τους,

Ο Λέχτι ωστόσο δεν απεφάσιζε τι απ' τα δυο,
Μήτε θεός να γίνει ήθελε μήτε σαν όνειρο να

πλέει

Ανά τον κόσμο, έλεγε πως προσπαθούσε να
Ξαναγυρίσει νομάς ανάμεσα στους νομάδες,

κι ήταν γι' αυτό ο

Νεκρός που δεν πέθαινε κι ο ζωντανός που δεν
Ζούσε όταν τη νύχτα εισέβαλε στα όνειρα των

ανθρώπων

Και το πρωί γυρνούσε μ' ένα χρυσό ελάφι στην
Αγκαλιά του που το άφηνε να πετάξει ψηλά

Σαν ο λαμπρότερος μανδύας του ουρανού στον
Κόσμο προβάλλοντας το ηλιακό φως ξανά στο

αστρόλευκο στερέωμα,

Μην τον ξυπνάτε, λέγαν στους ανθρώπους
Οι Σαμογέτες σαμάνοι, είναι νύχτα ακόμη,

Αφήστε τον να κοιμηθεί και το πρωί όταν
Θα επιστρέψει στο σώμα του, κεράστε τον

Κρέας σκύλου και γάλα και αφήστε τον να
Μιλήσει, δεν είναι εδώ και ωστόσο εκείνος

Μας κοιτάει με το λίθινο βλέμμα του, είναι
Εδώ και παρ'όλ'αυτά η ψυχή του διαφεύγει

Στους πάγους όπου και κλονίζει την στήλη
Του θανάτου με μια του λέξη διώχνοντας τα

Πτηνά από το έδαφος και τα ψάρια από τον
Αέρα, ο Λέχτι είναι η βρόχινη μνήμη μας που

αργοσβήνει φωτοβολώντας,

Έλεγαν οι σαμάνοι και πίνανε γιάκι ώσπου
Κατέληγαν κάποτε να τρεκλίζουν μέχρι το

χείλος του κόσμου

Ενώ τα παιδιά που 'χανε ήδη κυκλώσει τον
Ξένο, του ζητούσαν επίμονα να τους ορίσει

Ξανά ποιος ο νέος σαμάνος ανάμεσα σ' αυτά,
Εσύ γνωρίζεις μόνο Λέχτι, του λέγανε, εσύ που

Μοιάζεις να 'ρχεσαι σαν απ' την κοιλάδα των
Νεκρών με μια βασιλεία στα μάτια που λιώνει

Σαν τον πάγο στο μυαλό του θεού όταν χτίζει
Τις λέξεις από την αρχή, εσύ Λέχτι, κοιμάσαι

Και όμως φαίνεσαι σα να κατακρατείς την γη
Στην ανάλαφρη ανάσα σου και χάνεσαι στην

Ομίχλη σαν ολόκληρος ανθρώπινος ορίζοντας
Που στη φυγή του σχίζει την ροή του ανέμου

Σε δυο νύχτες, μα είναι Λέχτι η πρώτη νύχτα
Του κόσμου και η δεύτερη των ανθρώπων η

πιο βαθειά

Όμως εσύ πηγάζεις φως από το σώμα σου και
Όταν ομιλείς ακόμα και τα νερά του Ταϋμύρ

Παύουν ευλαβικά να κυλάνε για να σ' ακούσουν
Και όταν αφήνεις λυτούς τους στίχους σου στις

Σπηλιές γυρνούν οι Νγκανάσαν βωβοί πίσω στις
Σκηνές τους και ζουν και πεθαίνουν μια ζωή σε

μια στιγμή χυμένου σαρκοβόρου φωτός,

Λέχτι, ούτε θεός είσαι μα μήτε και άνθρωπος
Ακόμα, και όμως, την γλώσσα των θεών την

Κάνεις γιάκι να μεθά τα μυαλά των σαμάνων
Και εκείνη των ανθρώπων την ξηλώνεις από

Το δάπεδο του στόματός τους και την ρίχνεις
Στην λεπτότερη φωτιά, απ'όπου πετάει χίλιους

Σπινθήρες στα άβατα της Σάχα, εκεί απ'όπου
Ζωντανός δεν έχει διαβεί ακόμα παρά μόνο ο

λόγος σου Λέχτι,

Μίλησέ μας ξανά και όρισε ποιος ο καλύτερος
Ανάμεσά μας και την μία θέλησή σου εμείς θα

ακολουθήσουμε,

Του λέγανε, μα εκείνος είχε ήδη βγει έξω από
Τη σκηνή και στεκόταν ανάμεσά τους σαν ο

άξονας του κόσμου

Ενώ απ' τα χέρια του φλογοβολούσαν ξανά
Τα μυριάδες νήματα της αρπαγής και χαμού

των θνητών

Ακίνητος σαν θάνατος στο κέντρο της τούντρας
Και φωτεινός σαν μια ζωή έτι υπεσχημένη στις

καρδιές των νομάδων

Να μην έχει φίλους φάνταζε παρά μόνο σύμπαντα
Και είπαν ακόμα πως δεν είχε ούτε εχθρούς παρά

μόνο τρελλούς

Που τραυλίζαν λυπημένα τα λόγια τους όταν τονε
Πλησίαζαν τη βαρειά στάχτη τους αφήνοντας στο

ανεξιχνίαστο έλεός του


Friday, April 16, 2010

AVANT-GARDEN



Λάμα, έχω την εντύπωση πως αυτός
Ο κόσμος είναι το αλύγιστο αντίβαρο

στις σκέψεις μας,

Έλεγε αργά ο ναύτης της Κρονστάνδης
Στον Λάμα, ένα πρωινό που η βαρεία

ως εάν παρουσία

νεκρού τιτάνα

ομίχλη

Είχε κατακαθήσει στην πόλη σαν η ελεγεία
Των χαμένων καιρών εκείνης της ιστορίας

Που εισέτι δεν κατέστη μια ανθόσημη και
Πλειομορφική αλήθεια για την οικουμένη,


Όταν οι άνθρωποι σκοπεύουν σε κάτι, τότε
Ο κόσμος αναρυθμίζεται σε μια θάλασσα

από νήματα φωτιάς

πλεγμένα

το ένα μέσα στο άλλο

Να καραδοκούν την αμέριμνη αιτιότητα
Με μάλλον σκοτεινές προθέσεις θεόθεν,

συνέχιζε να λέει ο ναύτης,

Όμως αλήθεια,

Λάμα,

Ποιος μας εγγυάται πως οι σειόμενοι αιώνες
Άγουν στον λησμονημένο κήπο της παιδικής

ηλιοφάνειας

του

χρόνου

Σ' ένα ύστερο πανόραμα του αγαθού κλέους
Των μηδενισμένων σε αριθμούς και κατοχές

εκκινήσεων

του κόσμου

ξανά,

Βλέπω πέρα στους αιώνες που έρχονται οι
Εξεγερμένοι να γίνονται μάρτυρες ενός πιο

Λησμονημένου στα τάρταρα της συνείδησης
Κενού, ότι ακόμα μέλλονται οι πυρκαείς στα

μολυσμένα

ανάκτορα

της Ευρώπης

Και μπορώ να προβλέψω πως η νύχτα θα είναι
Μια πιο γόνιμη μαθητεία τούδε και εφεξής στο

άρπαγμα

Του φευγαλέου, που λες και μέσα στην λιτή
Αποστρωμάτωσή του από κάθε νωχελικό

σκεπτικό

της

ζωής

Ενθαρρύνει την πλάση να γίνει μίας χρήσης,
Ιδού, αποταμιεύουμε πολύσπαστα γεγονότα,

Συσσωρεύουμε λαξευμένες χρονολογίες και
Συμπροσθέτουμε τις ετεροπαγείς προθέσεις,

Ωστόσο σαν παγιδευμένο κουδούνι που
Συνεχίζει να θορυβεί ακόμα και όταν ο

κτυπών

δεν θεάται στη πόρτα

Η Ιστορία

Θα μας εξαντλήσει για τα καλά σε μία και
Μόνον ιδέα της, είμαστε οι απόστολοι ενός

Εκπρόθεσμου θαύματος που δεν επισυνέβη
Ακόμα ποτέ και παρατείνεται σα φάντασμα

η ζωή του συνεχώς

με τεχνητές

αναμονές,

Και στ' αλήθεια σου λέω Λάμα, είτε ο κόσμος
Θ' αλλάξει, είτε ο νεκρός θα κλωτσάει πάντα

τα σεντόνια του

στον ύπνο

από τη ζέστη του θέρους

Που βλέπει μονάχα στ' όνειρό του, ενώ έξω
Χιονίζει ο δαίμονας όχι του κακού αλλά του

Μηδενός,

Έλεγε ο εξεγερμένος της Κρονστάνδης και
Γρήγορα άνοιξε το παράθυρο να αφήσει

την ομίχλη

να μπει

μέσα στα

Αδιάλλακτα σκότη της ισχυοπρέπειας του
Νοός του την οποία ένοιωθε ότι είχε γείρει

πλέον

Επικίνδυνα στο σάβανο της ιδέας και όχι
Στο βάσανό της· ο δε Λάμα τονε κοίταζε

Με μία ευθεία ριπή ψυχής·

Και για ποιο λόγο θέλεις ν' αλλάξεις τον
Κόσμο, τον ρώτησε τελικά, και η μνήμη

του ήδη υπάρχοντος

πόση;

Αρκεί ας πούμε να χωρέσει σε μία λέξη
Ή ένα στίχο, ένα ποίημα ίσως ή μήπως

ένα

απόκρημνο

βιβλίο

Με αντί σελίδων τις ηλιόθυμες δέσμες
Της νοσταλγίας στα απομεινάρια μιας

εξέγερσης

Που σαν σκόρπια φύλλα από εωθινό
Δένδρο ανασυσσωματώνονται στο έλος

της ορμής

για δόξα και θάνατο,

Αλλά σου λέγω τούτο, ο κόσμος αλλάζει
Έτσι κι αλλιώς, και αυτό σημαίνει ότι

δεν

είναι

πραγματικός,

Αν ήταν δεν θα άλλαζε, και οι επάλληλες
Δίψες του για ευτυχία δεν είναι παρά οι

μορφασμοί μιας μάσκας

καθώς προσποιείται

το υπαρκτό·

Τι θέλεις να πεις Λάμα, ότι ο κόσμος δεν
Υπάρχει; του είπε ξαναμμένος κάπως ο

εξεγερμένος,

Και εμείς τι θα 'πρεπε τότε να κάνουμε
Εδώ που βρεθήκαμε εκτός από το να

Αναμένουμε μια φυγή της πλάνης από
Τους εξώστες του σύμπαντος στα άδεια

από

μορφές

μάτια μας;

Και ποιος ο μετρητής του χρόνου σε μια
Τέτοια περίπτωση, οι μήνες, οι μέρες, οι

ώρες

και τα μαστιγοφόρα δευτερόλεπτα

του ωρολογίου

Ή μια σπασμένη πήλινη κανάτα εξ όπου
Θα πλημμυρίζουνε στα δάπεδα της ζωής

οι χυμοί των βιβλίων

ανακαταλαμβάνοντας τα άγρια όνειρα

προς χάριν

της συνεσταλμένης πραγματικότητας,

Ιδού, θα παραπαίουμε μονίμως ανάμεσα
Στο εσόμενο κάτι και το βιωτό μηδέν, ως

Πού να μας ξυπνήσει εκείνη την ημέρα
Είτε ο χαρωπός συναγερμός της Ιστορίας

είτε

Μια βάρβαρη σπρωξιά από το είναι προς
Την αποκάλυψη μιας απειλητικής Εδέμ·

Και ενδιάμεσα η νύχτα θα πληρούται από
Σταλακτίτες οργής που θα στάζουν απ'τα

Μυαλά των εγκάθειρκτων στους ολισθηρούς
Διαδρόμους κάθε εποχής έως την φυγόδικη

ημέρα

της

ελευθερίας,

Κατέληξε ο ναύτης της Κρονστάνδης και
Παρακολουθούσε από ώρα τον Λάμα που

Έρριχνε ματιές από το παράθυρο προς τον
Κήπο· η ομίχλη σχεδόν τον είχε σκεπάσει

ολόκληρον

Ενώ από τα λιγοστά χαμηλά κάγκελα της
Εξόδου, φαινόταν κάτι σαν φως το οποίο

Θα έλεγε κανείς πως αναπεριεστρέφετο σαν
Προβολέας· η λαμπερή του δέσμη προς τον

ουρανό

έκανε ορατά στο μέγιστο

τα εσώψυχα της ομίχλης,

Μυριάδες αλλόκοτα υγρά σωματίδια που
Πηγαινοέρχονταν από τη μια γωνιά του

κήπου

προς

την άλλην

Την έξοδο άγνωστο από τι αναζητώντας,
Λυμένα ήδη στην ελευθερία, ταυτόχρονα

ωστόσο

παραμένοντας

σε μια μάλλον χειρότερη σκλαβιά


Thursday, April 8, 2010

ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ιδού εσύ Βελλεροφόντη, του είπαν οι
Μορφές που 'χανε συγκεντρωθεί στο

μυαλό του

σαν σε οραματική πυρκαγιά

στο ξεχασμένο δάσος του ανθρώπου,

Έφτασες στη κορυφή του θανάτου
Και αγνάντεψες πάλι ζωή, δεν είσαι

Κάτι διαφορετικό από το μένος του
Λέοντος για τον χυμό ζωής χυμό της

λήθης

πάνω στα κάρφη

των αναίτιων ωρών

Και όμως, είσαι ακόμα το ρύγχος του
Άλγους στην γωνιά κάθε προσμονής,

είσαι

των

έργων

Η νηφάλια προπομπή της αλήθειας, εσύ
Βελλεροφόντη άστραψες σε μια συρροή

Επίορκης συντριβής του κόσμου σε κόσμο
Και στα σοβαρά υπήρξες ο ρακοσυλλέκτης

Κάθε ανθρώπινης θλίψης, ένα ιστίωμα του
Ζόφου στ' απαλά προσκεφάλια των νηπίων

κατοίκων

της

τρομώδους εικόνας της ζωής

Και ένας αγγελιοφόρος της ορμής του θεού
Σε χαμηλά πατώματα σωρευμένης σαρκός,

Κοίτα ξανά

Το δίχτυ του κόσμου, πόσο απαλά σαλεύει
Σε κάθε ανάσα σου σε κάθε μία σκέψη σου

Σε ένα και μόνο βηματισμό της σκιάς σου
Ανάμεσα στους πληθυσμούς· σε μια λυτή

Βοή ελευθερίας καταμεσής των πομπών
Των γκρεμισμένων αγγέλων στην οιωνεί

εσπέρα

της πραγματικότητας

μα

Πόσο εσπερινός υπήρξες Βελλεροφόντη!
Και πόσο ακύμαντα σε έλυναν τα λόγια

Των ανθρώπων μέσα στις βαρειές κατάρες
Των επιθυμιών τους, μίλησες την γλώσσα

ενός

νεκρού

ανθρώπου

Που κλονίστηκε σχεδόν έτοιμος θεός στην
Αγκαλιά της αιωνιότητας και φως! ήσουν

Και πάλι η εσχάτη ποίηση ενός κόσμου που
Ο ίδιος αδυνατεί να δει μακρύτερα από την

λατρευτική λύπη του

πέρα

από

Τις δαγκάνες του μυστηρίου όχι όμως το
Μυστήριο, Βελλεροφόντη, ότι εσύ ήσουν

Ο προφήτης του, όμως οι άνθρωποι σε
Διώχναν τιμώντας σε, σε αποστρέφονταν

Μέσα σε δόξα φοβισμένη, ότι ο λόγος σου
Μεν άδραχνε τα μυαλά και τις καρδιές τους

σε θηριώδη μάσκα

μιας ομιλίας

χοϊκής

Ωστόσο η πτήση σου κάθε φορά έκαιγε
Και από ένα στρώμα απαλών εννοιών

σε

γνώσιμο

ορίζοντα

Εικονοκλάστης υπήρξες Βελλεροφόντη μα
Η πρώτη εικόνα που κατέρριψες ήταν η ίδια

σου

ζωή,

Είπαν οι φωνές και καταλάγιασαν για λίγο
Την απόκριση αναμένοντας, ο δε άνθρωπος

των

ερήμων

τους μίλησε ξανά,

Δεν είμαι αυτός που ήλθε να συνεχίσει το
Κόσμο, αλλά εκείνος που θα τον διακόψει

O που τον οδηγεί σε έναν και μόνον αρχαίο
Άνθρωπο της φωτιάς που σαν κύλινδρος

του

θεού

Θα κατρακυλήσει στις πολιτείες ως εκείνο
Το βιβλίον ο δύναται ανοίξαι ουδείς, γιατί

εγώ είμαι

το πρωινό άστρο

του κόσμου

Και η μακρά παραμονή του ανθρώπου
Μες στη δική του νύχτα και των άλλων·

Σαν τον σκιαγμένο ουρανό που πάνω απ'
Τις κεφαλές των ανθρώπων προμηνύει

την καταιγίδα

έτσι κι εγώ

υψούμαι καθέτως

Στην πλάση δίδοντας ένα τέλος στον αιώνα
Και ποιος ο ορίζων την συγκομιδή και ποιος

Ο δρέπων, τούτο ας είναι αιεί το κρυμμένο
Κόκκινο μάτι μέσα στο είναι του καθενός

και η δική του

μάχη

με το αλύγιστο φως του θεού στο κόσμο·

Πόλεις του αίματος που ακόμα βογγάτε τον
Χρόνο στα σφαλιστά παράθυρα των νεκρών!

Ω ύαλοι μαγικοί και νυκτικές υπαίθριες πυρές
Στα παλάτια της έρημης γης, σείς δεν είσαστε

άλλο

παρά

Ένας κόμβος στο λαιμό του ταξιδιώτη καθώς
Αργά διαλύεται η μορφή του στο δρομάκι της

λαμπερότερης

λήθης

Τον ένα κόσμο συμπαρασύροντας στην δική του
Διαφυγή από την κοιλάδα της κατοχής νεκρών

από

νεκρή

εξουσία,

Ότι ο άνθρωπος υπήρξε έως τώρα ό,τι ποτέ
Δεν γνωρίσαμε γι'αυτόν, μια ξερριζωμένη

από

Τα έγκατα της γης σκιά που γρήγορα τρέχει
Να προφυλαχτεί από την λιθοξόο μοίρα της

Στο αίμα και τα οστά μιας σάρκας, είναι ξανά
Η πλάνη που θα μοιράσει τη δικαιοσύνη στα

όντα

Και ήταν η ίδια πλάνη π' άλλοτε φυγάδευσε
Νύκτωρ από τα καταλύμματα της σκόρπιας

ύλης

όλους τους εκπεσόντες

δύτες

του πραγματικού

Και τους απέθεσε στα φωτεινά πατώματα
Ενός πελώριου πύργου που υψωνόταν ως

τον

ουρανό

Και στήριζε όλο τον κόσμο έως έαν ήταν ο
Μέγας σπόνδυλος του χρόνου· και εξ αυτού

Το θείο όνειδος και άγος της κυριαρχίας σε
Μία απτή επιφάνεια του μυστηρίου, αληθώς

σας

ονομάζω

πως

Ό,τι αγγίζεται είναι χρόνος και είναι ακόμα
Μια κυριαρχία, κι ό,τι για τους ανθρώπους

είναι ζωντανό

δεν είναι επίσης

παρά σκώμμα στον ουρανό

Και όμως, είναι πάντοτε εκείνο το έλασσον
Δίκαιο του θνητού έναντι του ουρανού που

Σωριάζει ακόμα σαν πέπλα φωτιάς στη ροή
Του κόσμου όλες τις μοναχικές επιθυμίες του

Για άρτο και οίνο, όμως αντ'αυτών έλαβε τον
Πάγο και τον όξο που 'χαν επιθέσει οι σκοτίοι

Άγγελοι του πεπρωμένου του στα σκαλιά του
Σπιτιού του και του μηνύαν μυστικώς στον

ύπνο του,

Ιδού το σώμα και το αίμα του πλήθους, ότι
Εξ αυτών τέτρωκαν και πέπωκαν πάντα τα

όρνεα

Του πολέμου μέσα στο νου ενός ανθρώπου
Και μόνον, ότι εξ αυτών σπειρούται ο μέγας

Όφις της οφθαλμαπάτης των κόσμων και ως
Το βέλος του μεγάλου τόξου Οδυσσήος θειοίο

τινάσσεται

και διεισδύει στους κρίκους

των πελέκεων

της ιδίας δημιουργίας,

Οι που σαν μύλος τρελλός μακελέψαν κάποτε
Την πρώτη λάμψη του παραδείσου και ορίσαν

σαν κτύπος βαρύς

στο σκοτάδι

της γης

Πως μηδέν στο κόσμο πάρεξ φωτιά και θέληση
Και έντρομοι οι συγκεντρωμένοι γύρω από την

πρώτη

μορφή

που γεννήθηκε

Κι είχε το όνομα καθενός εξ αυτών, εννόησαν
Καλώς πως η καταδίκη τούτη δεν ήτανε παρά

το σκλήθρο του ουρανού

στον φρέσκο πηλό

του μυστικού θνητού θριάμβου τους

Και μια θολή ανάμνηση του μέλλοντός των
Στα γκρεμισμένα χαλάσματα της ομιλίας

και της δίψας

για χώμα και βροχή

στο κορμί της γυναίκας

Και σαν τον άνεμο που βοά στις πλατείες
Της πόλης όταν αίφνης ξυπνά ο νεκρός

Και γρήγορα φεύγει προς μηδέ τη ζωή μα
Μήτε τον θάνατο πάλι, έτσι και οι αιώνες

Σαρώσαν τα έκπληκτα παιδικά μάτια της
Ανθρωπότητας που έγερνε σε κύματα ως

εάν θαλάσσης

προς τα πλοία

των θεών

Που ολοένα και πλέον ξεμακραίναν από
Κοντά της προς την γλώσσα των ποιητών

μονάχα

Και προς τον πυρετό των εραστών όταν
Σμίγουν είναι με είναι και ιδρώτα με τον

ιδρώτα

Στην αιώνια φωτιά που χέει έναν ωκεανό
Του αίματος και του σιδηρόφωτου νείκους

στις ληκύθους

της

ζωής·

Ω κρίματα και ευχές στις πολεμίστρες του
Φωτός όταν ο λόγος τον λόγο ξενυχτά σαν

ζωντανό

Μέσα σας

εγώ

Είδα τρόμους νυχτερινούς και λύχνους
Της τρέλλας μισοκαμμένους στα μυαλά

των

επιζώντων

της μεγάλης ταραχής

του όντος

Και είδα ακόμα το μέγιστο τείχος που
Χωρίζει την αλήθεια από την απάτη του

χρόνου

Να καταρρέει μέσα σε μια στιγμή μαζί
Με το φως της εσπέρας που συνέπαιρνε

κοντά του

Πάντα τα πλάσματα σε μυστική ταφή στα
Θεμέλια του λόγου, εδώ κείνται οι νεκροί

άγγελοι

της

ελευθερίας

Και εδώ ανασαλεύουν κατά τη νύχτα οι
Δαίμονες του απτού χρόνου σε διαρπαγή

Της κυριότητας πάνω στο θάνατο, είναι
Σας λέγω, οι ίδιοι οι άνθρωποι οι άγγελοι

Και οι δαίμονες των εαυτών τους, κι ακόμα
Είναι κάθε φορά που ο ήλιος εγείρεται στο

στερέωμα

Ολόκληροι πληθυσμοί από σκέψεις σκέψεων
Που συναρτώνται σε τεράστια δίχτυα στην

οικουμένη

Και θέτουν σε κίνηση κάθε ζωή στο φως
Ή την αίρουν σ' αναπάντεχη παύση της

ομιλίας

Ότι ουδέν στον κόσμο από μόνο του, και
Ό,τι είναι αφανές δολίως επικαρπούται το

φαίνον

μέσα στο σκοτάδι

της πραγματικότητας,

Είπε ο Βελλεροφόντης και ευθύς εστράφη
Προς τις μορφές ρωτώντας τις ποιες είναι

Και τι ζητούσαν απ'αυτόν καταμεσής της
Ξηρασίας και της παγωνιάς στις κοιλάδες

του

ατέρμονος ύπνου

του ζην,

Είμαστε οι σκέψεις σου, Βελλεροφόντη, του
Είπαν κοφτά και ακούστηκε τότε μια βοή

Από τα έγκατα της γης όπως λίγο πριν από
Τον σεισμό, εμείς είμαστε ό,τι σκέφτηκες,

Σκέφτεσαι, και ό,τι μέλλεις να σκεφτείς στο
Εξής, είμαστε το αίμα των δικών σου φόβων

και ελπίδων

στους θερμούς κρατήρες

των γεγονότων,

Υπηρέτες στο μυαλό του ανθρώπου οι που
Ταχέως γίνονται οι αφέντες του και ορίζουν

Την βιαστική αναρρίχησή του στις απότομες
Πλαγιές της βαθύκοπης μνήμης και της πιο

Θυσανωτής προσδοκίας πάνω στα βουνά του
Χαμού σε δάση πυκνά από πικρούς κορμούς

ομιλούντες

και

σιωπούντες

σε έλεος και αρπαγή,

Ουδείς ο ξυλοκόπος έως τώρα πλην του ιδίου
Χρόνου που με κινήσεις απαλές αναστηλώνει

Το γλαυκό πανόραμα της οικουμένης σε νέα
Αίτηση φωτός και ρίγους πυροφανούς στις

καρδιές

των αποκαμωμένων

από το άχθος του εαυτού τους,

Εμείς είμαστε η παλαιά μάστιγα του αιώνιου
Πέπλου που εαυτόν αποκρύβει από εαυτόν,

Βελλεροφόντη,

μάστιγα τόσο παλαιά

όσο

Και ένας βράχος στην άκρη του κόσμου που
Κοιτάει τις έρημες εκτάσεις σαν δυσοίωνος

θεός

Ξεχασμένος

Από ανθρώπους και από τον εαυτό του ακόμα,
Και μάστιγα τόσο καινούργια όπως η λάμψη

Καλλιπαρείου γυναικός προσώπου στη θερμή
Ανδρός φύση που την αναμένει σε μια γωνιά

της

λατρευτικής επιχθονίου

σμίξης

Κάτω από την στέγη εκείνης της ανάγκης που
Καλεί ξανά και ξανά να αναπληθύνει τη γη σε

Μύρια κομμάτια του ενός μόνον διαμελισμένου
Και αρχαίου των ημερών και των ενιαυτών, είναι

ο

Ένας

που κλονίζεται ακόμα

Στις θολές σπείρες του χρόνου, Βελλεροφόντη,
Και ο Ένας που μαρτυρείται από τις βοές του

μαγεμένου δρυμού

των

πληθών στις πόλεις

Που με σφύρες βαρειές και χάλκινους πελέκεις
Μυριοκτυπούν τις ημίκλειστες πύλες της ζωής

Κτίζοντας λεπτά και δευτερόλεπτα βίου σε κάθε
Μια στιγμή σκέψης· είμαστε, σου λέγουμε, εμείς

το άγριο

αίμα

μέσα στην φρυγική ύπαρξη

Ότι ευκολότερο για τον άνθρωπο είναι να νικήσει
Στρατιές στρατιών εναντίων στο θέατρο της νίκης

και της ήττας

Παρά μία και μόνη

σκέψη

Που φωλεύει στο εσωτερικό της κεφαλής του·
Είναι το ακρότερο σημείο της φυγής από τον

ορίζοντα του απτού θάλλους,

Βελλεροφόντη,

καθώς όλα τα πράγματα

Βρίσκονται ξανά στο χείλος του κόσμου και
Κάθε έκταση ζωής στα κατεχόμενα από τον

ίμερο

ρήματα

των πλατειών και των σταδίων

Πίπτει σε ανάκρουση τύχης προς τυφλότερη
Τύχη ενός ζητιάνου δρομέα που ανεγείρεται

Στις εισόδους των παλατιών αιτώντας οιωνεί
Την ανακαθήλωση του φθαρτού προς όφελος

της

φωτεινοτάτης αύρας

της θνητής μαγείας,

Όμως εμείς Βελλεροφόντη, αν και ξένοι προς
Εσέ δεν είμαστε, την δική μας όμως την ζωή

Μην τηνε λογίζεις για δική σου, οι σκέψεις σου
Μεν είμαστε, σάρκα ωστόσο απ' τη σάρκα σου

Μήποτε ληφθησόμεθα εις τον αιώνα, ότι ένας
Ο κρατήρ εξ όπου λυθήκαμε στην οικουμένη

και

αυτός

ονομάζεται

Όλεθρος, Βελλεροφόντη,

Γιατ' είν' αλήθεια πως είμασταν αχώριστοι απ'
Εκείνον που μας σκεπτόταν και ως οι σκέψεις

καθαρές δεν

υπήρξαμε

διόλου

σε απόσταση απ'αυτόν

Ότι η σκέψη και ο σκεπτόμενος εν και ταυτό
Είναι· όμως όχι πλέον, σαν σμήνος πουλιών

Εκδικητικών με τραχειά τη νύχτα στα άγρια
Νύχια τους, το μαύρο κλέος της οργής εμείς

συστήσαμε

ξανά

Ως ένας ωκεανός φαντασμάτων που χέονται
Στην οικουμένη στο κάθε βήμα του θεού επί

της βιαστικής

ανακατανομής

των ανθρώπων

Στην απαλή σκιά του ήματος καθώς γοργά
Εκπτύσσεται σε αυγή, μεσημβρία, εσπέρα

νύκτα

και

θάνατο,

Είναι ο κόσμος Βελλεροφόντη, και εμείς
Μηδέν προς αυτόν επιδίδουμε ει μη την

γύμνια

του

τρόμου

Σε παιδικά μυαλά ακόμη που στο γηραιό
Σκοτάδι του εαυτού τους καρτερούν την

χίμαιρα

να έλθει

κοντά τους ,

Πώς λέγεσαι, την ρωτάνε, κι εκείνη με
Τα ονόματα ανθρώπων, νήσων, κρατών

και

θεών

τους απαντάει

Με κλειστές τις επιούσιες θύρες της και
Ανοιχτή την σιαγόνα του κρημνού που

χαίνει

στον αρχαϊκό

νου τους

Ανάμεσα σε τύμβους πόλεων και ένα φως
Να τους πλανά έως τον θάνατό τους με

λαλιά

ανθρώπου και θηρίου

μαζί,

Είναι περισσότερο αλήθεια Βελλεροφόντη
Πως ο άνθρωπος είναι η μεν η κλείδα του

εαυτού του

ποτέ όμως δεν θα υπάρξει

ο ίδιος το τέλος

για τον εαυτό του·

Από τα ύδατα σκοτεινά μιας μεγίστης προς
Τον ουρανό ανταρσίας καταφθάνουν οι

ψυχές

στις ηλιώνυμες πολιτείες

σε φως ωστόσο ιλαρό

Αναχωρούν από τη ζωή αφήνοντας στην
Επικράτεια μυριάδες μυριάδων σκέψεων

Να περιέρχονται βωβά με ορμή όλους τους
Υπόλοιπους· ό,τι έπραξε, είπε, και αναίρεσε

ένας άνθρωπος

ποτέ δεν απόλλυται,

Βελλεροφόντη,

Είναι πάντα εκεί σαν μαύρο νέφος πάνω
Από τους συνωστισμούς για να επιφέρει

αιεί

την

ραγδαία οργή

Στους επιγόνους που με χίλιους ιστούς στα
Χέρια τους, αθύρματα οι ίδιοι μέσα σε ιστούς

ιστών

μνημειώδους

σαγήνης

Παραπατούν ενώπιον μιας κτίσης η που στις
Λερναίες ανατροχιές της βυθίζεται ξανά και

ξανά

στο μυαλό

ενός εκάστου

Και με σθένος βροντώδες και θάμβος επίλυτο
Στα στάδια και τις αγορές ορίζει εν και μόνον

το

ίχνος

της ζωής

Όχι άλλο από το βέλος που οδηγεί μπροστά,
Βελλεροφόντη, σαν τα συσσωματώματα των

ιχθύων

σε νεκρή θάλασσα

οι άνθρωποι

Επάγονται από τα κύματα του μέλλοντος στα
Βαθέα νερά του κοινού παρελθόντος μήποτε

αφικόμενοι

παρεκτός

του ποιητή

Όμως η ποίηση είναι η μνήμη του θεού όταν
Πλέον δεν δημιουργεί αλλά παρατηρεί και

ακόμη,

όταν

επιστρέφει,

Είπαν οι σκέψεις του Βελλερεφόντη κι ευθύς
Σαν θόλοι πουλιών σε ταραχή σκορπισμένων

Ανασυσσωρεύθηκαν στο νου του που έφεγγε
Στην πλάση σαν μια μεγάλη επουράνια σπηλιά

Και κατακάθησαν υπομονετικά την απόκριση
Γυρεύοντας από τον γιο του Γλαύκου και της

Ευρυνόμης,

Ιδού ενώπιον σας στρέφομαι ως μύλος κι εσείς
Ως οι πτέρυγες αυτού σε ασάλευτους βραχίονες

έννοιας

που στηρίζουν

ολόκληρο το κόσμο

Μην και δεν κατέφθασε ακόμη ο μύθος στον
Προορισμό του, μην και ο αιών έχει και άλλες

κοίτες

χρόνου

στα σωθικά του

Αυτό μπορεί να μας το πει μονάχα η φωτιά·
Αργά το βλέμμα μου αίρω από τον όχλο και

τον κονιορτό

της άπαυτης πάλης

τ'ανθρώπου με την ιδική του ροή

Και προς τα όρη χρυσέα της αποκατάστασης
Τέταμαι, τον βαρύ καλπασμό του αίματος στις

μανικές

φλέβες

αψηφώντας

Και το πέραν του χρόνου ορώντας σε μακρά
Λάμψη που επιμελώς διαφεύγει του ορατού

Ότι απάτητη ακόμη είναι η βουνοκορφή της
Ανθρωπότητας και ακλόνητος ο θρόνος του

Μηδενός που σαν ύαινα

κατατρώγει το εμπρόσθιο μέρος

κάθε εποχής

Το λοιπό αφήνοντας στην λαίλαπα της πιο
Ακόπαστης λωτοφαγίας, σας μηνύω τούτο,

Ένας λωτός που υψώνεται από το κέντρο της
Θλίψης προς την αστροφεγγιά της υπόσχεσης

είναι

ο

κόσμος

Και οι εσθίοντες αυτόν εμέ λαμβάνουν, μηδέ
Πραγματικότητα ή έκταση της φαντασίας

Θα ήταν αρκετή για μια και μόνη επιθυμία
Π' αργορρέει σαν αίμα απ' τους κροτάφους

της αδυναμίας

και της αιώνιας δύναμης

αυτής της αδυναμίας

Καγώ απ' ένα κράτος του νοός που σκιάζει
Τον εαυτό του άλλο τι δεν είμαι, ότι σ' αυτό

το χείλος

του κόσμου

γεννήθηκα

Απ' αυτό και ληφθήσομαι σε νέα στολή και
Χρίσμα αδήλωτο προς τους ανθρώπους, τον

Βελλεροφόντη μεν είδαν

τίποτε όμως περισσότερο

από τον φονέα του Βελλέρου

Και της ισόθεης Χίμαιρας που συνέθλιβε τα
Πλήθη με την λαβή του ονείρου· όσο ζει ο

άνθρωπος

δεν είναι παρά φερέφωνος

του ονειρέματός του

Και ο εν εγρηγόρσει τελών μαθαίνει ακριβά
Πώς να κοιμάται με τα μάτια κλειστά και την

όρασή του

διπλή

στα υπόγεια της αλήθειας

Ότι ύπνος μαζικός είναι η βιωτή λάμψη και
Ύπνος του ενός και μόνον ο μέγας κόσμος

Ότι πράγμα και πλάσμα και θηρίο της γης
Άλλα δεν είναι από τα λήμματα πολλαπλά

του

ονόματος

ενός·

Ένας ο ων και τα όντα της πραγματικότητας
Δεν κατοικούν σε τίποτε περισσότερο από τις

ενσαρκωμένες

σκέψεις

αυτού

Και σαν μια αρχαία δίνη που κοπάζει ακόμη
Στην άκρη των ματιών, ναι, τότε σας ορίζω

που

Στο ίδιο χωράφι ο γεωργός , το σκιάχτρο και
Το πτηνό θα είναι εν, θα εφορμήσει ο τρόμος

Και θ' αποκαταστήσει την λυγερή αθωότητα
Της κτίσεως σαν μια παντοτινή μαγεία επί της

μαγείας

του φθαρτού

ο άφθαρτος αιών

Όταν ουδέν θα έχει μείνει πλέον για όργωμα
Παρεκτός του λίθου και της φλόγας, κι όταν

Στον ίδιο άνθρωπο δύο φωνές θα ομιλούν
Εντός του, η μία θα είναι θεός και η άλλη

νεκρός

Μα αλήθεια

σας ορκίζω

Τι μένει άλλο πια από την τόση μάζωξη των
Βίων σε μία και μόνη ιστορία εκτός από την

ερημία

του

πνεύματος

Στους γεμάτους από τα σκύβαλα του λόγου
Δρόμους της δόξας και τους άδειους από τα

κύμβαλα

λόφους

των εορτών

Και ποιος ο ύμνος για τον βασιλέα και ο
Θρήνος ποιος για τον σκλάβο, αδύνατον

να

τους

ξεχωρίσεις,

Και ποια η κραταιά ισχύς που επιμερίζει
Τα δίκαια από τα άδικα, αδύνατον να την

διακρίνεις

μές απ' τον λεπτό φλοιό

της ασθενικής πίστης στο αύριο

Και, είναι ακόμα, θα σας πω για πρώτη
Φορά, όταν ένας αδελφός συναντάται με

αδελφό

στα ρήγματα

του μίσους

Που μια ηχολαλιά της ατέλειωτης δίψας
Για λυτά πεπρωμένα θριάμβου φθίνει στο

δώμα της

αγωνίας

έως πού γίνει

Κρότος ψυχών στα γιγάντια ποτήρια της
Χαράς εκείνων που μηδέ χαρά μηδέ και

λύπη

νοιώθουν

πια·

Όχι ο νεκρός προς τον θάνατο αλλά ο
Νεκρός προς τον κόσμο είναι ο επιζών

του

εαυτού του

Και μηδέ ο ζων προς τη ζωή αλλά ο ζων
Προς την άρση της στο ετεό φέγγος της

έννοιας

της

είναι

Ο επιζών των εαυτών των άλλων, ότι όσα
Κανείς δεν γνωρίζει του μέλλεται να τα

ιδεί

στ'αντίθετά τους

Και όσα ήδη έγνωσε θα τα πιστοποιήσει
Πάλι στα αντίθετά τους, ότι δεν μένει τι

Από το ποδοβολητό της ύπαρξης ει μη
Κουρέλια λέξεων που ο άνεμος τα φυσά

Προς δυο κατευθύνσεις, η μια λέγεται το
Οίκημα και η άλλη ο οικών, ένας από τους

δύο

αληθεύει

πάντα

Ποτέ και οι δύο μαζί·

Είπε ο Βελλεροφόντης κι ευθύς κατέπαυσε
Αυτός μα μήτε και οι σκέψεις του μιλούσαν

πλέον

ενώ

οι γραμμές του ορίζοντα

Στην ασφάλιστη οικουμένη είχαν αρχίσει ήδη
Να διαλύονται σε έναν στρόβιλο καπνού στο

βάθος

του

ημερησίου θόλου

Οι δε λυγερές φωτοχυσίες του πρωινού που
Σιγαλά αναρυθμίζαν την πόλη σε μια νέα

βεβαιότητα

Ότι τα πάντα θα μπορούσαν ίσως να υπάρξουν
Για πάντοτε, πιστοποιούσαν για άλλη μια φορά

τους

παρόντες

στην ανίκητη ζωή

ενώ

Από τους δρόμους ακούγονταν μόλις ολιγοτάτοι
Ανοίκειοι ψίθυροι σε γλώσσα άγνωστη, οι που στα

πρώτα καλωσορίσματα της ημέρας

άρχιζαν σιγά σιγά

να διαφεύγουν

Της προσοχής των ανθρώπων έως πού εξέλιπαν
Πλήρως· και τίποτε δεν θα μπορούσε πλέον να

υπενθυμίσει την για μια κρίσιμη νύχτα

αστάθμητη

αιώρηση

Του πραγματικού αν θα'πρεπε να συνεχίσει την
Παρουσία του στα όμματα των ανυπόπτων και

των εθισμένων στη ζωή

όμως και τίποτε,

είναι

εξ ίσου αλήθεια,

Δεν θα μπορούσε να την αποσοβήσει στο εξής
Οριστικά·



Thursday, April 1, 2010

Η ΥΠΕΡ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ VIVALDI



Το Κονσέρτο για τέσσερα βιολιά Νο.10, Opus 3 από την Janine Jansen συνοδευόμενη από τις Eva van Haaften, Rosanne Philippens, Amarins Wierdsma και μέλη της Dutch Youth Orchestra.