Sunday, August 30, 2009

Η ΑΙΩΡΗΣΗ



Η σκόνη που αιωρείτο ήταν πυκνή
Δεν κατακαθόταν στο έδαφος ει μη

κατά μέρος

και αυτό

λιγοστό

Πιθανολογούσαν πως εντός της
Κυμαίνονταν οι λαμπρές πολιτείες

και τα πλούτη χιλίων Ελδοράδων

Βεβαιώναν πολλάκις ακόμα πως αυτή
Η σκόνη έφερε μέσα της την ημέρα

και

τη νύχτα

με σαφήνεια

Κανένας δεν μπορούσε ωστόσο να τις δει
Να εκτείνονται στην όραση των ανθρώπων,

Θα κατακαθήσει κάποτε η σκόνη, έλεγαν
Οι συγκεντρωμένοι, αποσβολωμένοι απ'

την

προσδοκία

Καθώς

Την ανακατεύαν ωθώντας την με τα χέρια,
Θα κατακαθήσει και τότε θα λάβουμε όλους

τους θησαυρούς

και τότε θα δούμε με τα μάτια μας

τα ωραία που θα μας φέρει η ζωή,

Και ολοένα ανακατεύαν και ανακατεύαν
Σπρώχνοντας με δύναμη μεγάλα τμήματά της

προς κάθε επέκεινα

Δεν φαινόταν κάτι να αλλάζει

ωστόσο

Το μόνο που σαφώς θα εγγυάτο περί του
Θετικού αποτελέσματος θα ήταν κάποια

περισσότερη ευκρίνεια

προϊόν αναμονής και προσπαθείας

Όμως κι αυτό

Κι αυτό ακόμα ορατό δεν ήταν

Οι άνθρωποι ήτανε μάλλον καταδικασμένοι
Να μαίνονται στις κωμικές τούτες κινήσεις

σαν να χαιρετούσαν

με χειρονομίες έντονες

το κενό

Σα να κολυμπούσαν όρθιοι σε μια θάλασσα
Αχανεστάτη με πρόθεση μάλλον σκοτεινή

Με εναέρια κύματα σε κίνηση δίχως κίνηση
Που φάνταζε σαφώς ό,τι ελκυστικότερο

στα μάτια τους

Και συνέχιζαν να ωθούν μηχανικά

μήτε απελπισμένα μηδέ και χαρούμενα

Ποτέ μη κατανοώντας πως θέλοντας
Τη σκόνη ν'αποδιώξουν

την δημιουργούσαν


********************************************************************
Σχετικά παλαιότερο ποίημα, ελαφρώς τροποποιημένο εδώ, το οποίο μετακινείται οριστικά στην ενότητα "Το Όρος της Ομιλίας και η Νεκρά Θάλασσα" (που έχει ήδη ολοκληρωθεί).

Sunday, August 23, 2009

Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΓΩΝ



a tribute to fecesbook


Τόσο ξαφνικά που μας ετύλιξε
Το σκοτάδι του σπηλαίου αυτού

Εμείς δεν το καταλάβαμε, έλεγαν
Συνωστιζόμενοι όλοι μαζί σε ένα

πολύ

στενό

όνειρο

Που χωρούσε μόλις κανέναν· και
Παρόλο που ο πάγος υπήρξε έως

τώρα

η προσφιλέστερη

των πραγματικoτήτων μας

Εν τούτοις αυτός εδώ ο φωτεινός
Πάγος που αναπροσαρμόζεται με

θαυμαστά

κλικ

δεξιά και αριστερά

Είναι, θα λέγαμε, κάπως αλλιώς,
Κάτι πάντα μας τάζει κάθε φορά

Περισσότερο από αυτό που ποτέ
Δεν θελήσαμε και δεν θα υπήρχε

περίπτωση

να θέλουμε,

Όμως εδώ εμείς

Νέα ζωή αποφασίσαμε να φέρουμε
Αν όχι σε ύπαρξη, τότε σίγουρα σε

ανυπαρξία

Φρονούμε ότι το μη υπάρχον πιθανώς
Έχει περισσότερη διάρκεια, ασφαλώς

δεν

υπόκειται

σε γήρας

Μηδέ και σε αλλοιώσεις του χρόνου
Ακόμα δε επιδέχεται και επεμβάσεις

έξωθεν

Για καλύτερη παρουσία της απουσίας,
Αυτό το προφίλ, λέγανε και χτυπούσαν

νευρικά

τα κλικ

έξω από το μυαλό τους

Μπορεί μεγάλη σχέση με εμάς πλέον
Να μην έχει, ωστόσο φαντάζει πιο

ελπιδοφόρο

Από το άχαρο δελτίο της αστυνομικής
Ταυτότητάς μας, μπορεί μόλις και μετά

βίας

Να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας εκεί,
Ωστόσο, ίσως έτσι μας αναγνωρίσουν

επιτέλους

οι

άλλοι,

Αθέατοι και μυστηριώδεις ας περάσουμε
Το υπόλοιπο του βίου μας ονειρευόμενοι

το έτερον ήμισυ προφίλ

Εικόνα πάνω σε εικόνα μπορεί βεβαίως σε
Τεκνογονία να μην οδηγήσει, όμως γιατί όχι

τα παιδιά μας

ας είναι ηλεκτρονικά

και αυτά,

Λέγαν εμφανώς συγκινημένοι, επιδεικτικά
Αφήνοντας γι' αργότερα την ενημέρωση

των δακρύων τους,


Α, πόσο παγκόσμιοι γίναμε μες από ένα
Μόλις δωμάτιο και πόσο τα παράθυρα

αυτά

εφ'όσον ποτέ δεν κλείνουν

Δεν πρόκειται εξ ίσου και να ανοίξουν,
Και κοιτούσαν με καχύποπτη φροντίδα

το σπήλαιο ολόγυρά τους

ανησυχώντας

Μην και υπήρχε κάποιος δίπλα τους,
Επιτέλους τώρα μόνοι, ψιθύριζαν στον

άδειο χώρο

Όπου στο μέσον του δέσποζε μόνον
Κάτι που κάποιες φορές έμοιαζε με

όνειρο

Και άλλες με πραγματικότητα, τίποτα
Ωστόσο μην όντας από τα δυο, αυτοί

ήτανε νυσταγμένα σίγουροι

ότι τα ζούσαν και τα δυο

Ανάμεσα σε δύο κλικ περνούσε ξαφνικά
Η ζωή τους, και όταν αθόρυβα πεθαίναν

οι ξεχασμένοι

ανοιχτοί

λογαριασμοί τους

Συνέχιζαν μόνοι τους να ονειρεύονται
Στον παγωμένο ωκεανό, κάποτε τους

συναντούσε

Μία φράση τυπωμένη ρωτώντας τους
Τι κάνουν, κι εκείνοι γι'άλλη μια φορά

νεκροί και ζωντανοί μαζί

Ξανά θα κάναν το παντελώς

άμοιρο σφάλμα

να απαντήσουν



*******************************************************
Το δεύτερο ποίημα μιας εσωτερικής μέσα στο "Θέατρο Σκιών" τριλογίας, με το πρώτο, "Η Ατομική Εποχή του Λίθου" ,ήδη ανηρτημένο και το τελευταίο "Η Σύγχρονη Εποχή του Παλαιού" να έπεται.
Το παρόν ποίημα είναι αφιερωμένο στους χιλιάδες που είναι άσχημα εξαρτημένοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο από το διαδίκτυο.


Tuesday, August 18, 2009

Ο ΗΛΙΟΣ ΤΗΣ ΜΕΡΚΑΜΠΑ



Η φωνή ακούστηκε σαν ξαφνικός
Αναπαλμός της στάχτης μέσα στη

φωτιά,

Λέγε, τι βλέπεις τώρα Λισαβώνα,
Ρώτησε ο πρωτότοκος την τρελλή

γυναίκα

Που καθόταν μόνη της στο σκοτάδι
Της σάλας της ξενοδοχείου ενώ οι

ένοικοι

είτε κοιμόνταν

είτε διαλύονταν ξανά στη ζωή,

Βλέπω μία άμαξα στον ουρανό και
Τον θρόνο επ'αυτής κενό, ενώ από

Παντού γύρω της οχλοβοάται η
Επιθυμία, σαν αφρός στις άκρες

των

κυμάτων

Που σκάνε με ορμή

Πάνω στις σχεδίες των ανθρώπων
Και τις κατατρώγουν με βραδεία

ταχύτητα ενιαυτού·

Βλέπω

έναν ωκεανό από

Μυριάδες ζωές φερόμενες ατάκτως
Εδώ και εκεί σαν φύκια και έρμα της

θάλασσας

Να μην μπορούν να ξεχωριστούν πια
Μεταξύ τους και να απαλλαγούν η

μια

από

την άλλη

Ενώ ο χρυσός ήλιος που αληθεύει ξανά
Ακόμα και όταν το στερέωμα σκιάζεται

όπως τώρα

όπως πάντα

Από πυκνούς καπνούς ηφαιστείου που
Σκεπάζουν το εγκαταλελειμμένο νησί

των ανθρώπων

Παραχωρεί την θέση του σ' αυτό το τόσο
Σκληρό φως της άμαξας που λες και ήλθε

Από τις κιτρινισμένες σελίδες της αλήθειας,
Ρήγμα είναι η στιγμή, πρωτότοκε, και ένας

ασάλευτος γκρεμός

ο θεός

που αναμένει πίσω απ'αυτήν

Πτώση είναι η κάθε στιγμή που περνάει
Και εμείς, ο συγκρατημένος απόηχός της

Είπε και σηκώθηκε αλλάζοντας θέση από
Τραπέζι σε τραπέζι συνεχώς με ταραχή,

Άνθρωπος λέγεται αλλιώς

ο απόηχος του χρόνου.

πρωτότοκε,

Είπε ξανά η Λισαβώνα και κοιτούσε ψηλά
Με πελεκημένο βλέμμα ως εάν πράγματι

έβλεπε

ό,τι

έλεγε,

Βλέπω την γαία να σιωπά απέναντι στα
Επερχόμενα που θα μιλήσουν ξανά σαν

Βόρειο σέλας μέσα στη διαρκή νύχτα·
Σαν η έτοιμη λέξη που δεν μπορούσε να

προφερθεί

από το στόμα ανθρώπου,

Είναι μία φορά

Και για πάντοτε η αλήθεια, πρωτότοκε,
Για μια φορά μονάχα κι ύστερα η σιγή,

Είπε η γυναίκα και αμέσως ξέσπασε
Το κενό της σε μια απότομη κραυγή

σχεδόν γενετήσια

σχεδόν επιθανάτια

χωρίς να είναι καν κραυγή,

Που έκανε τον πρωτότοκο και τον
Ντράγκο να πεταχθούν έντρομοι από

Τις θέσεις τους και να πάνε κοντά της,
Όμως αυτή τινάχτηκε αμέσως σα να

Την πλησίασε το ίδιο το Κακό, μείνετε
Μακριά μου, τους είπε, μοιάζετε σαν

Δύο σταγόνες νερό, αλλά αιωρούμενες
Στον κόσμο με τρόπο διαβολικό, είστε

Γι' αυτό η νέα κατάρα του αιώνα, ποιος
Είναι ο πραγματικός, εσείς δεν μπορείτε

πια να το ορίσετε,

Ποιος ο Άβελ και ποιος ο Κάιν, ποιος η
Ημέρα και ποιος η νύχτα, ποιος η αρχή

και το τέλος ποιος,

Την επομένη εβδομάδα μία τουλίπα θα
Ανθίσει σε κάθε μία από τις πληγές σας,

Τι ακριβώς εννοείς Λισαβώνα, της είπε
Τοτε ο Ντράγκο κατανοώντας σαφώς

Πως η γυναίκα βρισκόταν σε ευρύτερη
Διασάλευση όντος, πρόσεξε ακόμα πως

τα

Βλέφαρά της δεν έκλειναν σχεδόν ποτέ,
Εννοώ πως η σάρκα του ανθρώπου δεν

είναι

Μήτε η φυλακή του μηδέ η ελευθερία του
Αλλά μια άδεια προσωρινή από τo κάστρο

των αινιγμάτων

Ένας εκπυρσοκροτητής των οραμάτων
Στα μέθυσα μάτια των αργοπορημένων

Και ένα κήτος που ξεψυχάει μακριά από
Την θάλασσα στον κήπο της αυλής του

καθενός,

όμως,

Κάποιος είναι πίσω από το τζάμι και μας
Παρακολουθεί, του είπε ακόμα η τρελλή

Με εμπιστευτικό ύφος, πήγαινε και τράβα
Τις κουρτίνες να μην μας βλέπει, και τον

Έσπρωχνε και με τα δυο της χέρια να πάει,
Δεν είναι κανείς Λισαβώνα, της είπε τότε ο

Ντράγκο,

Δεν είναι κανείς, επανέλαβε γελώντας η
Λισαβώνα, τονίζοντας τη λέξη κανείς κατά

μία ύπαρξη

πιο πάνω,

Μα αυτός είναι

Και ο καθήμενος επί του θρόνου, ψιθύρισε
Ακόμα πιο εμπιστευτικά στον Ντράγκο που

Έκανε χώρο για να σκουπίσει η πρωινή
Καθαρίστρια, η ανθρωπότητα, Ντράγκο,

του έλεγε

Ενώ γύμνωνε το στήθος της προς έκπληξη
Όλων, είναι ένας ειρμός χωρίς αγκίστρια

πουθενά

Πεταμένο δίχτυ στο πέλαγος και σιωπηλή
Λιτανεία βαρειάς ζωής που παραπατάει

τυφλωμένη

στα εντευκτήρια του θανάτου,

Έχει πει την τελευταία λέξη της όχι όμως
Ακόμα και την πρώτη, σαν δρόμος που

οδηγεί

μονάχα

Σε άβυσσο φωτεινή και αδιέξοδο έννοιας,
Η ανθρωπότητα, έλεγε ξανά η Λισαβώνα

Ενώ

Ολοένα προέτεινε το γυμνό στήθος της
Στην κτίση με μάτια νοτισμένα χωρίς να

Είναι φανερό αν ήταν από την συγκίνηση
Της διαπίστωσης ή την ηδονική αυτοέκθεση,

Είναι μια αποψινή παράσταση θεάτρου, την
Επαύριον λέγω τα ταμεία θα είναι κλειστά,

Είπε και άρχισε να αναστενάζει βαθειά ωσάν
Κάποιος αόρατος εραστής της να την έψαυε

λάγνα,

Την επαύριον η κίτρινη ομίχλη πάνω στη
Γη και οι βυθισμένες στη σκόνη του θεού

Πολιτείες των ανθρώπων θα μας μιλήσουν
Ξανά για μιαν άσπλαγχνη μετοίκηση στα

δώματα

του

ξεχασμένου ουρανού,

Αφήνοντας για πάντα πίσω το παιγνίδι
Της φωτιάς και της θνητότητας, και εκ

νεκρών

μεν

θα εγερθούμε

Όμως την σάρκινη αίγλη να πηγάζουμε την
Κάθε στιγμή εκ νεκρών ζωντανοί μήποτε πια

θα νοούμε,

Κατέληξε η Λισαβώνα ενώ φαινόταν πως
Ανέμενε κάποιον από τους δυο ερωτικά,

Ο πρωτότοκος κοίταξε

τότε

Την πρωινή καθαρίστρια που συμμάζευε
Από την άλλη άκρη της σάλας την ρήξη

της προηγουμένης

ημέρας,

Μερκαμπά, της είπε, με φωνή βραχνή από
Την ένταση, Μερκαμπά, μην μαζεύεις τίποτε

άλλο από τη σάλα

Μπορείς όμως

να μην φύγεις

Και να καθήσεις εδώ

Να μαζέψεις από το πάτωμα του κόσμου
Τους εναπομείναντες λαμπερούς νεκρούς,

Έλεγε στη νεαρή γυναίκα που έδειχνε να μην
Τα έχει χάσει καθόλου αν και δεν φαινόταν

Πως τον άκουγε, σιωπηλή συγκέντρωνε τις
Γόπες από τα σταχτοδοχεία και τις άδειαζε

Σε μια μαύρη σακούλα που ανοιγόταν ωσάν
Τα σαγόνια ενός γκρεμού που κατασπάραζε

κάθε ύπαρξη

από πολύ παλαιούς χρόνους,

Μπορείς να πάρεις από το πάτωμα όλες τις
Στάχτες του χρόνου και να τις οδηγήσεις

πίσω,

Της έλεγε πάλι, ενώ η Μερκαμπά ξανά και ξανά
Καρφίτσωνε με το σκήπτρο της τα λιπόθυμα

αποτσίγαρα

και τα οδηγούσε

στην πένθιμη σακούλα,

Κάποια στιγμή φάνηκε να γλιστράει απέξω
Μια γόπα, δεν την ξαναμάζεψε όμως, και

με εξ ίσου

ανέμελο ύφος

την προσπέρασε

Αφήνοντάς την μόνη της να κοιτάει προς τα
Πάνω, με αιωνίως έκπληκτη ακινησία στο

βαρύ ζωηρό σκοτάδι

των ανατροφοδοτούμενων ημερών

που ήταν να έλθουν ακόμα στο φως



Monday, August 10, 2009

Η ΦΛΟΓΑ ΤΟΥ SIBELIUS




Το αριστούργημα του Sibelius σε μια μοναδική (και πώς αλλιώς) ερμηνεία της Sylvia Marcovici στο βιολί.

Πάντα μένω έκπληκτος από την δεξιότητα και την νοητική ευστροφία του Φινλανδού συνθέτη να συγκεράζει με μεγαλειώδη τρόπο επικά και ρομαντικά στοιχεία της κλασσικής μουσικής με την κουλτούρα της Kalevala και της πατρίδας του, πράγμα που τον καθιστά, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, ως ένα από τα πιο σπάνια είδη αετού που πέταξε πάνω από τις χαράδρες του 20ού αιώνα.


*στη Σοφία για την καλοσύνη της να μου δωρίσει την καλύτερη βιογραφία του Sibelius που διάβασα εδώ και πολλά χρόνια.

Thursday, August 6, 2009

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ



Ώστε δεν θυμάσαι πια κι εσύ την
Ηλικία σου, είπε ο εξεγερμένος

της Κρονστάνδης

Στο Λάμα που διετείνετο ότι σχεδόν
Αφέθηκε να ζήσει χωρίς ποτέ να του

ζητηθεί επίσημα

η επιστροφή

στο χώμα,

Μα ούτε κι εγώ μερίμνησα ιδιαίτερα
Γι' αυτό, δήλωσε αμέσως μετά ο Λάμα

Σχεδόν δεν αντιλήφθηκα

τον θάνατο

γιατί

Είμαι ήδη νεκρός, είπε, ίσως γι'αυτό
Δεν πεθαίνω, είμαι ήδη το απόβλητο

του χρόνου

Και η αειθαλής πίστωση της αλήθειας
Στα σπασμένα αγγεία κάθε εποχής που

βιαστικά

παραχωρεί τη θέση της

στο κενό μόνον,

Μιλάς σοβαρά Λάμα πως είσαι νεκρός;
Τον ρώτησε τότε ο ναύτης πιστεύοντας

Πως ο Θιβετιανός αστειευόταν μόνον,
Τώρα που το σκέφτομαι μάλλον όχι

δεν είμαι,

Ήλθε η απάντηση από την άλλη πλευρά,
Άρα είσαι ζωντανός, γνωμάτευσε τότε

ο ναύτης,

Όχι, όχι ακριβώς, απλά πώς να σου το πω,
Μου διέφυγε εντελώς να πεθάνω στην

ώρα μου

μπορείς να θεωρήσεις πως ήμουν

αφηρημένος εκείνη τη στιγμή

Και από τότε δεν μπορώ να πεθάνω, δεν
Βγάζει δεύτερο ένταλμα η μοίρα βλέπεις,

Ο εξεγερμένος της Κρονστάνδης άκουγε
Τα λόγια του Λάμα σαστισμένος αν και

εξακολουθούσε να πιστεύει

πως ο δεύτερος απλά τον κορόιδευε,

Σαν φάντασμα νυχτερινό που γυρίζει
Ξανά και ξανά στα αγαπημένα μέρη

της ζωής του,

συνέχισε να λέει ο Λάμα,

Έτσι και εγώ ξενυχτάω τα αγαπημένα
Μέρη της Ιστορίας απαλείφοντάς τα

όμως

από κάθε

ιστορία

Τι ζητάτε κύριε εδώ; μου λένε μόλις
Με βλέπουν μπροστά τους να τους

κλείνω

το

δρόμο,

Ήρθα, τους λέω, για να μαζέψω ό,τι ο
Κόσμος ακόμα δεν μετέτρεψε σε άλλο

ένα ακόμη

κελλί του νου

Σε μια αργόφωνη προτροπή για το
Μέλλον και σε ένα ελεεινό υπόγειο

Όπου και συνωστίζονται τα έπιπλα
Των ανακτόρων της ψυχής και της

καρδιάς,

Ήρθα, τους λέω,

επειδή


Κάποτε μια νεκρή έννοια μπορεί να
Γεννήσει και ένα έτοιμο ήδη νεκρό

άνθρωπο,

Και αυτός ο νεκρός άνθρωπος με τη
Σειρά του να αποβεί ο γεννήτορας

μιας

ακολουθίας νεκρών

Που γιορτάζουν με χαμηλά βλέμματα
Στο σκοτάδι, ζητάνε, λένε, πίσω όλα τα

παιδικά

παιγνίδια τους

σε μορφή τιμοκαταλόγου

Και σα βροχή από καμπάνες που βαράνε
Πέφτουν πάνω τους τα πνιγηρά χρέη μιας

αλλόφρονης

πραγματικότητας

Που ίσως στέκεται πιο αμήχανη προς τον
Εαυτό της απ'όσο αυτοί μπροστά της·

Ήρθα, τους λέω,

Να ξαναδώ μετά από αιώνες τους ίδιους
Δρόμους και τις συνοικίες, χωρίς πλέον

τους ανθρώπους

του τότε

Και όμως οι άγνωστοι με αναγνωρίζουν
Ως εάν ήταν οι ίδιοι οι παλαιοί γνώριμοι

Και όμως οι δρόμοι έχουν παραμείνει
Εφιαλτικά οι ίδιοι ωσάν να μην είχαν

διόλου

Μεσολαβήσει

Οι εθιμικές ανακατανομές του χρόνου
Στο πεδίο της σποράς και του θερισμού

Χωρίς πουθενά να φαίνονται οι σπορείς,
Οι θεριστές και τα θερίσματα, και κυρίως

ο εκάστοτε

φημολογουμένος

νεκρός της οικουμένης,

Είναι ένα αργό δηλητήριο η ζωή, που
Όταν το αντιληφθεί κανείς να πλέει

μέσα στις φλέβες του

είναι ήδη τόσο αργά

ώστε δεν μπορεί καν να πεθάνει,

Έλεγε ο Λάμα με μια παράξενη ευθυμία,
Είναι τόσο αργό δηλητήριο η ζωή, ώστε

Στο τέλος σε θεραπεύει από αυτή την ίδια,
Καθώς ξερριζώνει όλα τα βιώματα και τα

μετατρέπει

σε ομοιώματα

της αυγής

Που κάθε μέρα εγείρεται πάνω από τα
Κεφάλια των ανθρώπων τόσο αρχαία

και τόσο

παιδί

μαζί

Να, λέγω πως ο κόσμος είναι ένα λατομείο
Στο οποίο μονίμως οι παλαιοί των ημερών

εργάτες

λαξεύουν

την ίδια πέτρα

Όπου και αν την αναζητήσει κάποιος
Θα ακούσει να την αποκαλούν με το

ίδιο

όνομα,

επιστροφή,

Επιστροφή σε τι πράγμα ακριβώς
Λάμα, τον ρώτησε τότε ο ναύτης

της

Κρονστάνδης

Που μόλις έβαζε τον καφέ στη φωτιά,
Όμως ο Λάμα φάνηκε σα να μην τον

άκουγε,

Η επιστροφή, του είπε ξανά, ο καθένας
Έχει μέσα του κάτι προς το οποίο τείνει

επιστρέφοντας

χωρίς να το συνειδητοποιεί

νομίζοντας ότι προχωράει μπροστά

Όπως οι μέρες του χρόνου καταλήγουν
Πάντοτε στην ίδια πρώτη μέρα του νέου

έτους

Και απλώνονται και πάλι τόσο γρήγορα
Σαν πλεγμένα ξυλαράκια στα χωράφια

Όπου μαζεύουν αμέσως φωτιά και καίνε
Όλη την έκταση προς το πουθενά του βίου

Έτσι και οι βαρειές νύχτες της νοσταλγίας
Προβάλλουν πάντοτε οι ίδιες ξανά και ξανά

από τα αποδυτήρια

της

αλήθειας

Και μυστικά αντιφεγγίζουν τη μαρμαρυγή
Της αποκατάστασης μέσ' από τα πιο αθώα

κοιτάσματα

του ουρανού

Που κρύβονται από τη καθημερινή θέα,
Αν η ζωή είναι η νόμιμη παραίσθηση του

ανθρώπου

Τότε η αποκάλυψή της πρόκειται να είναι
Σαν μια στιγμιαία αφύπνιση στην άμμο

με τη θάλασσα

να

λείπει,

Και στη θέση της θα είναι τι; ρώτησε ο
Ναύτης της Κρονστάνδης ενώ ο καφές

φούσκωνε επικίνδυνα από πίσω του,

Στη θέση της θα 'ναι ένας κρατήρας-μάτι,
Ποιος κρατήρας-μάτι, τι 'ναι αυτά που

μου λες

Λάμα,

Διαμαρτυρήθηκε τότε ο ναύτης, και πριν
Προλάβει να ρωτήσει τίποτε άλλο ένα

ανήμερο

τσαφ

τον αιφνιδίασε από πίσω του

Πετάγοντας ολούθε σταγόνες βρασμένου
Καφέ, ξέχασα τον καφέ, είπε και βιαστικά

κινήθηκε

προς τα κει

Να πάει να συμμαζέψει την αναστάτωση,
'Ετσι ακριβώς μαθαίνει κάποτε ο άνθρωπος

ότι δεν πέθανε ποτέ,

Του είπε ατάραχος ο Λάμα τότε

προσφέροντας του μίαν ομπρέλλα

Να πάρε και αυτήν για προστασία, είπε
Ακόμα στον έκπληκτο ναύτη που για μια

στιγμή

νόμισε

Πως η ομπρέλλα ήταν η σκηνή του θεού
Ανάμεσα στους ανθρώπους, απ' όπου

ακούγονταν μόνο γέλια παλαβά

σαν λυτός ωκεανός

Αχρησιμοποίητου ακόμα ανθρωπίνου
Υλικού καλλίστης ποιότητας

Που διεκδικούσε με κάθε επισημότητα

τη θέση του

σε ένα μάλλον χιλιοφθαρμένο σύμπαν