Monday, July 27, 2009

Η ΣΩΖΟΜΕΝΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΔΕΜ



Αίφνης ολόκληρος ο πληθυσμός
Της πεπαλαιωμένης γης χωρίστηκε

σε δύο

αντίπαλα

στρατόπεδα

Δεν ήταν σαφείς οι αιτιάσεις της
Κάθε πλευράς ενώ οι αξιώσεις

από δω και από κει

εγείρονταν

σε άτακτη ανυποχωρησία,

Ζήτω εμείς, κάτω εσείς, έλεγαν οι
Μεν και περιμέναν υπομονετικά

την απάντηση

στο γραφείο,

Όχι, εμείς ζήτω και εσείς κάτω,
Έλεγαν οι δε ακόμα πιο χλιαρά

Και κατέγραφαν στα πρακτικά
Τα γεγονότα ατενίζοντας στο

βάθος του κήπου

μόνον το πλάτος του,

Περνούσαν μερικοί αιώνες ως έαν
Ήταν εν και μόνον λεπτό της ώρας,

Θα σας επαναλάβουμε, λέγαν οι
Μεν καθώς στεκόνταν στην ουρά

του σταθμού

των υπερατλαντικών λεωφορείων

Χωρίς ποτέ να αγοράζουνε εν τέλει
Το εισιτήριο, ζήτω εμείς κάτω εσείς,

και

Τρίβαν τα χέρια τους σίγουροι ότι
Αποστομώσαν την αντίπαλη πλευρά,

Και εμείς σας απαντάμε εκ νέου,
Τονίζε το εκ διαμέτρου εξ ίσου

άμετρο

πλήθος

Όντας βέβαιο για την μετρημένη
Απόφασή του, όχι εμείς κάτω αλλά

ζήτω μας ζήτω μας

ενώ εσείς,

Κάτω εσείς, κλείναν γρήγορα την
Κουβέντα για να ετοιμαστούν για

την έξοδο του Σαββάτου και

την

επομένη

είσοδο της Δευτέρας,

Περνούσαν μερικά λεπτά της ώρας
Ακόμα, ενώ οι αιώνες που είχαν ήδη

διατρέξει

τον

κόσμο

Φάνηκε ότι τον είχαν παραλλάξει
Κάπως, αν και ουδείς εκ των δύο

στρατοπέδων

μετακινήθηκε

σημαντικώς

από τη θέση του

Τα οποία ωστόσο στρατόπεδα
Συνολικώς μετακινούντο κατά

την φορά του ανέμου

ακόμα και όταν

δεν φυσούσε,

Τελικώς εμείς ζήτω και εσείς πιο
Κάτω, απεφάνθησαν τελεσίδικα

Οι μεν χτυπώντας διακριτικά τις
Πόρτες των γειτόνων ωσάν να

ξύπνησαν ξαφνικά

από μακρύ λήθαργο

απείρου χρόνου,

'Οχι, εμείς είπαμε πάνω και εσείς,
Κάτω εσείς, είπαν εξ ίσου οριστικά

οι άλλοι

Που σηκωθήκαν αργά για να κοιτάξουν
Από τα χτισμένα από μέσα παράθυρα

Να δουν τι τρέχει

Οι δε αφύσικα γιγαντωμένες σκιές που
Υψώνονταν στην οικουμένη και από

τις δυο

ασάλευτες πλευρές

Ωσάν πελώρια τείχη που προφύλασσαν
Εν αγνοία τους μιαν άγνωστη ακόμα

περιοχή της ομιλίας

από την αφύλακτη εκείνη

των ανθρώπων

Εκλήθησαν κάπως βιαστικά
Η παγκόσμια ιστορία της λήθης,

Και γρήγορα γρήγορα

ποτέ

δεν έκλεισε

το θέμα εκεί

Αν και
Δεν τολμούσε κανείς να το

ανοίξει ξανά

Εκτός από κάποια ελάχιστα
Υστερόλοιπα ψιθυρίσματα

στο

σκοτάδι

Αβέβαια για ποιο λόγο πλέον
Εκφέρονταν και ποιαν αιτία

έτσι γερασμένα

με μιαν

κάποια θλιβερά ζωηρή διάθεση

ωστόσο

ακόμα


Thursday, July 23, 2009

VALENTINA LISITSA


Δύο βίντεο από μια κορυφαία ερμηνεύτρια-πιανίστρια των καιρών μας, την Valentina Lisitsa.
Στο πρώτο, μια ερμηνεία επί της "Appassionata" του Beethoven (1st mov.) και στο δεύτερο μια σχεδόν εξωανθρώπινη εκτέλεση της Σπουδής για πιάνο Νο.6, του Rachmaninoff.


*Και τα δυο βίντεο, αφιερωμένα σε μια κυρία που αγαπάει πολύ το πιάνο.




Saturday, July 18, 2009

ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΟΦΗΛΙΑΣ


στην Νανά Τσόγκα



Η Οφηλία κάποτε κλειδώθηκε
Έξω από το αόρατο σπίτι της,

που

βρισκόταν

Ανάμεσα σε έναν ουρανοξύστη
Και μια στέππα από την άλλη,

Θα δοκιμάσω να χτυπήσω στους
Γείτονες, είπε , αυτοί σίγουρα θα

με

βοηθήσουν,

Και άρχισε να κατεβαίνει βιαστικά
Τις πελώριες ελικοειδείς σκάλες του

σύμπαντος

μέχρι

το επίκεντρο της γης,

Ενώ στην κάθοδό της συναντούσε
Μία προς μία τις σκέψεις που είχε

Κάνει στη ζωή της από τότε που ο
Λαιμός της άρχισε να φέγγει σαν

Ο πύργος ελέγχου αεροδρομίου
Σε μια πολιτεία φτιαγμένη από

σάρκα

και

χρόνο,

Και οι σκέψεις της είχανε ήδη γίνει
Τα αρχιτεκτονικά πτηνά που βαριά

Παραπετούσαν μέσα στις σκιώδεις
Στοές και ανακάθονταν σαν αίμα

παγωμένο

στα

βάραθρα

Που ανοίγονταν γρήγορα γρήγορα
Στην υπόγεια επικράτεια επί οργής

αγνώστου

θεότητας,

Οφηλία, το πρόσωπό σου λάμπει
Όπως ο ήλιος της ψυχής, όμως εδώ

θα βρεις

μόνον

την φαγωμένη νύχτα,

Έλεγαν τα πτηνά και άρχιζαν να
Αυξομειώνονται στο μέγεθος και

Τις διαστάσεις δίνοντας ραγδαία
Την εντύπωση των αβυσσαίων

πλασμάτων

του

ωκεανού,

Οφηλία, της μήνυαν πάλι τα πτηνά,
Ο μόνος δρόμος για να ξαναμπείς

στο σπίτι σου

Είναι να μας πιάσεις ένα προς ένα
Και να μας μετατρέψεις σε στίχους,

της έλεγαν,

Σε στίχους,

Οφηλία,

Κι η πόρτα από μόνη της είναι το
Κλειδί και άλλο κανένα, σφυρίζαν

τσιριχτά με μάτια κοχλίες

καθώς φτεράκιζαν την

βαλσαμωμένη αχλύ τους,

Εμείς βεβαίως δεν μπορούμε να
Αποδράσουμε από τον εγκέφαλο

όπου εντός του

πετάμε

Και το φως εκείνο των ανθρώπων
Ποτέ να μην μας είναι εύκολο να

δούμε,

Όμως οι

λέξεις σου

Οφηλία,

Ας είναι το βάμμα κάθε ενοχής που
Στα ανθρώπινα λυτρώνει τον κόσμo,

της

διεμήνυσαν

εν τέλει

Και ευθύς άρχισαν να κρώζουν όλα
Σαν χορωδία φλογοβόλων αγγέλων

σε

σπαρακτική

ευθυμία,

Ενώ ολόγυρά τους το χαμόσυρτο
Γέλιο ενός δαίμονα κλεισμένου

σε

φυλακή

αιώνων

Φάνταζε να αναδιανέμει αργή λύπη
Στην βασιλεία του χρόνου καθώς η

βοή

Του πάνω κόσμου ακουγόταν πλέον
Ως η μακρινή τελετή αποκαθήλωσης

της

ζωής,

Ας είναι, έλεγε τότε η Οφηλία και
Καθόταν να ξαποστάσει σε έναν

βράχο,

Θα χτίσω ένα καινούργιο σπίτι εδώ,
Και άστρα με μισόκλειστα μάτια θα

Βάλω να παραφυλάνε τις παλίρροιες
Της ζωής την στιγμή ακριβώς που σε

ζωή

μεταβαίνει,

Και κήπους

Με φυτευμένους ήλιους στο κέντρο
Του ξεσπάσματος του ωσαννά κάθε

ανθρώπου

Θα φτιάξω για τους κατοίκους
Αυτής της κόλασης, και εξώστες

Στα πάνω πατώματα της ύπαρξης
Απ'όπου η θέα θα πρέπει να είναι

αντάξια

Των όντων που αργά ανασύρονται από
Τα νερά της θάλασσας και μεταβαίνουν

όχι στη

στεριά

αλλά

Πάλι σε θάλασσα όπου και επιρρέουν
Σαν ρεύματα πόθων ολόφωτων στα

αγνοούμενα καλοκαίρια,

έλεγε η Οφηλία

και φύσαγε

Με δύναμη στο κενό και από την
Πνοή της σχηματίζονταν μορφές

Που πάλευαν μεταξύ τους για να
Περαιωθούν σε γαλαξία οριστικό

Τα μάτια της είχαν ήδη μετατραπεί
Σε δυο υάλινες σειρήνες του νότου

Ενώ από τα λεπτά της χέρια έσταζε
Ξανά η πολύχρωμη διαθήκη μιας

νέας

χαράς

στις κοιλάδες της ομιλίας,

Ελέχθη κάποτε πως οι άνθρωποι
Αναζήτησαν ξανά την Οφηλία στην

επιφάνεια

της

γης

Όμως παντού τα ίχνη της δεν ήταν
Παρά πεταμένα κλειδιά στο δρόμο

Χωρίς ωστόσο να τολμάει κανείς να
Τα μαζέψει από κάτω, ούτε φυσικά

να ξεκλειδώσει

τίποτα

με αυτά,

Αν και όχι σπάνια

Τα κοιτούσαν με κάτι ανάμεσα
Περιέργεια και νάρκη διαθέσιμη

σε μια

ολόκληρη ζωή

Παραδόξως ξοδεμένη σε αντικλείδια
Για πλαίσια αδειανά με βγαλμένες

ήδη

τις θύρες

Που δεν μπορούσαν ωστόσο με την
Δοσμένη ελευθερία που παρουσίαζαν

Να τους αποθαρρύνουν

και

οριστικά



******************************************************************************
Αταξινόμητο ακόμα ποίημα, είναι πιθανό να προσαρτηθεί στο "Casino Baroque" το οποίο είναι ήδη ολοκληρωμένο.

Tuesday, July 14, 2009

ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ



Φτάνει Αγαμέμνων, ως εδώ, είπε
Το κοινό από κάτω και φαινόταν

όντως

Ότι δεν εννοούσε καθόλου αυτό
Που έλεγε, ποιος νομίζεις ότι είσαι

τέλος

πάντων;

Έφτασε μάλιστα η έπαρσή σου ως
Και σ'αυτό, να δυσανασχετείς ακόμη

και με

τον τίτλο

του βασιλέως,

Έλεγαν και προσπαθούσαν βιαστικά
Να εκνευριστούν, ωστόσο η φωνή

τους

έβγαινε μάλλον

άτονα,

Λες και βρίσκονται τέτοιοι τίτλοι
Κάθε μέρα στο δρόμο, μα τίποτε

δεν καταλαβαίνεις

πια,

Τόσο πολύ σε έχει συνεπάρει η
Αλαζονεία της μη εξουσίας ώστε

δεν

νοιάζεσαι

ακόμη

Και επίσημα το στέμμα πλέον να μην
Αφήσεις και να μην το παραδώσεις

σε κάποιον

από

μας,

Όχι ακριβώς, τους απάντησε, και
Φαινόταν καθαρά πως μόλις είχε

ξυπνήσει,

Απλά δεν βρίσκω και τόσο νόημα
Να βασιλεύω στις τριτοκοσμικές

Μυκήνες,

Τη στιγμή που δεν γνωρίζουμε αν
Υπάρχει κάποιος βασιλεύς σε αυτό

Το άγριο στερέωμα που συγκρατεί
Ολόκληρο τον κόσμο σ' έναν κύκλο

Βαρετό, απώλειας και ανακατάληψης
Σε λήθαργο αιώνων που συνηθίσαμε

Πια να τον λογίζουμε ως κάτι φυσικό·
Πώς πώς, τον αντέκρουαν, έχουμε

τους

θεούς

Γι'αυτό το λόγο, αυτοί είναι εξ όσων
Γνωρίζουμε οι βασιλείς που εννοείς,

Ναι, δεν λέω, τους διέκοψε μαλακά,
Αλλά μου φαίνεται πως είναι κάπως

παρωχημένοι

Και ο μονοθεϊσμός, απ'όσο κοιτάω
Τώρα στο ημερολόγιο, αργεί ακόμη

να εμφανιστεί

στο κόσμο

Χωρίς να είναι βέβαιο ότι κι αυτός
Θα δώσει λύση οριστική στο θέμα,

Μα ανησυχίες που σε πιάνουν και
Σένα Αγαμέμνων, του είπαν με

Πιθανή πρόθεση επίπληξης, ορίστε
Κάτσε να περιμένεις τότε να 'ρθει

Κάποιος ουράνιος βασιλέας στο
Κόσμο και σνόμπαρε τον τίτλο σου

κι εμάς,

Και σηκωθήκαν να φύγουν εμφανώς
Πειραγμένοι αν όχι ευχαριστημένοι,

Καθήστε πού πάτε, φεύγετε κιόλας;
Τους είπε τότε εκείνος, ενώ είχε ήδη

αρχίσει

να αποχωρεί

το μίνι συμβολικό πλήθος

Από την απόμακρη εκείνη ερημιά
Όπου και συγκεντρώθηκε για την

εθνική εορτή

των Μυκηνών,

Ναι, φεύγουμε, τι να κάνουμε εδώ,
Δεν συμμετέχουμε πια σ' αυτή την

φάρσα

του δήλωσαν

αποφασισμένοι,

Μα είναι εορτή, δεν μπορείτε να
Φύγετε έτσι, καθήστε λίγο ακόμη,

Τους πρότεινε τότε ο βασιλεύς
Όσο το δυνατόν πιο αδιάφορα

Και ευελπιστώντας ότι πράγματι
Θα φύγουν, δεν μας θέλεις πια,

Αγαμέμνων,

δεν μας θέλεις,

Μάλλον αποτύχαμε ως υπήκοοί σου
Και εσύ φαντάζεσαι άλλα βασίλεια

τρέχα γύρευε

τι προδιαγραφών,

Μην το λέτε αυτό, τους απάντησε
Ο Αγαμέμνων πιθανώς με κάποια

συμπόνοια,

Αξίζει να μην κάνουμε όλοι μαζί
Μια προσπάθεια ακόμη, και τον

κοιτούσαν

περίεργα,

Αξίζει, λέγω, να μην προσπαθήσουμε
Για άλλη μια φορά, και οι άνθρωποι

πιστέψαν τότε

Πως ο Αγαμέμνων είτε δεν ήξερε τι
Έλεγε είτε τους έθετε σε επιφυλακή

μπροστά σε κάποια

από τις αλληγορίες

της ρέμβης του,

Ωστόσο τον έβλεπαν καθαρά που
Ετοιμαζόταν να παίξει μια παρτίδα

σκάκι

Και διστακτικά με τα μέτωπά τους
Χαμηλωμένα. φοβούμενοι μήπως

Εν τέλει έκαναν κάποια γκάφα,
Πλησιάζαν και παρακολουθούσαν

Όμως αυτός προτιμούσε να σιωπά
Και να μετακινεί τους πεσσούς από

εδώ

και από

εκεί

Αντίπαλο δεν είχε, έπαιζε για δύο
Ανθρώπους κάνοντας τις κινήσεις

του μεν

και του δε,

Όμως κανείς από τους δύο δεν είμαι
Εγώ, τους είπε τότε κάπως προκλητικά,

Όσο τους έβλεπε να απορούν και με
Τα μάτια τους να έχουν επιστρέψει

σχεδόν

στην παιδική ηλικία,

Θα καθήσουμε να δούμε, Αγαμέμνων,
Του είπαν τότε, με κάποια όχι και τόσο

μεγάλη προθυμία

ωστόσο υπαρκτή

Ωσάν παιδιά που μαζευτήκαν σε αυλή
Σχολείου όπου μόλις είχε σημάνει το

κουδούνι

την λήξη

των μαθημάτων,

Θα καθήσουμε να δούμε,

Και ουδείς σηκώθηκε από τη θέση του
Μέχρι που'φτασε η νύχτα, και τ' αραιά

ψιθυρίσματα

και

τα γελάκια από εδώ και απ' εκεί

Συνεπλέκοντο ομαλότατα με τις αμήχανες
Και εξακριβωτικές γοές λίγων αδέσποτων

λύκων

που δεν τολμούσαν

ωστόσο

να πλησιάσουν κοντύτερα



***************************************************************************
Με αυτό το ποίημα ολοκληρώνεται η ποιητική ενότητα "Αγαμέμνων". Ευχαριστώ όλους τους φίλους για το ενδιαφέρον τους επί της ενότητας και ιδιαίτερα την Dianathenes για την ξεχωριστή προτίμηση που έδειξε σε αυτήν.

Thursday, July 9, 2009

Η ΚΙΝΗΣΗ


Στην
Olga, αντιχάρισμα σκακιστικής εκτίμησης


Μα πάντοτε ο κόσμος κρεμόταν σε
Μία και μόνον κίνηση κάθε φορά

αγαπητέ μου Τζέημς,

Έλεγε ο Μόρφυ στον Μακ Κόννελ
Εκείνη την εσπέρα της Κυριακής

που

Τα πουλιά είχαν γεμίσει τον ουρανό
Της Νέας Ορλεάνης με δικτυωτές

πτήσεις

κατασπαραγής κάθε λευκότητας

στην οικουμένη καθώς

Εφάνταζαν να διανέμουν την οργή
Στους από παλιά εσώκλειστους μες

στα κυτταρικά κελλιά

της ιδιωτείας

ανθρώπους

Μιας ζωής που φαινόταν περισσότερο
Ακλόνητη από ποτέ, η διαρραγή του

ουρανού

Έμοιαζε οριστική πάνω από την απλή
Σκακιέρα της οποίας οι βαρείς πεσσοί

απεργάζονταν

το αίνιγμα

της κυριαρχίας στα ανθρώπινα,

Και μια κίνηση την δεδομένη στιγμή,
Συνέχισε ο Μόρφυ, υπήρξε οσαύτως

Το αμοιβαίο σύμφωνο για την διαρροή
Της αξιοπρέπειας ανάμεσα στη φωτιά

του επιθυμητού

και τον πάγο του χρόνου,

θυμήσου το αυτό Τζέημς,
γιατί δεν θα σου χρειαστεί

ποτέ,

Και αναπήδησε στο κάθισμά του με
Λίθινη αυτοσυγκράτηση έκφρασης,

Σειρά σου να κάνεις την

κίνηση,

Είπε στον Μακ Κόννελ ο οποίος όμως
Φαινόταν σοβαρά προβληματισμένος

πάνω απ'

τη

σκακιέρα,

Δεν είναι εύκολη η κατάσταση, είπε ο
Δεύτερος, έχω την εντύπωση πως ό,τι

Και αν παίξω η θέση είναι χαμένη, και
Φάνηκε σα να ήθελε να παρατήσει την

παρτίδα,

Μπορεί, του είπε τότε ο Μόρφυ, όμως
Η κίνηση είναι δική σου, αν με εννοείς,

Και το πρόσωπό του σκοτείνιασε, δεν
Είναι δική μου, και κοίταζε μακριά σα

Να τον είχε απορροφήσει ήδη ο ουρανός
Και τον έκανε να μιλάει με τη φωνή ενός

εμβόλιμου

στην ανθρωπότητα

αγγέλου της διαρκούς ρήξης,

Λέω να εγκαταλείψω,

Είπε με αποφασιστικό δισταγμό
Ο Μακ Κόννελ, όχι όχι, κάνε την

κίνησή σου,

του αντιπρότεινε ο Μόρφυ,

Για ποιο λόγο, του απάντησε ο άλλος,
Έτσι, σαν μια χειρονομία αποφυγής

του

τετελεσμένου

Η σκακιέρα έχει την δική της ζωή
Όμως ο παίκτης έχει και αυτός

την δική του

Ο κόσμος όλος είναι μια θέση χαμένη
Στην οποία ο ισχυρός οφείλει κάποτε

να

μοιράζει

τις κινήσεις του

Σαν πιστοποιητικά του παραδείσου
Σε μια ντροπαλή κι αμήχανη κόλαση

Που δεν ξέρει ακόμα να διαχειριστεί
Το δαιμονικό της πλεόνασμα κάπως

ορθά,

Θέλεις να πεις, τον έκοψε απότομα
Ο Μακ Κόννελ, πως σημασία δεν

έχει το γεγονός

αλλά ενδεχομένως η ομορφιά

που προκύπτει σ'αυτό;

Μερικές φορές δεν σε καταλαβαίνω
Πωλ, έχω την εντύπωση ότι είσαι

λίγο

τρελλός,

Κατέληξε και άπλωσε το χέρι του
Στην άδεια μποτίλια του σκοτς,

Θα σηκωθώ να φέρω μια άλλη φιάλη,
Είπε τότε βαρύθυμα, κάτσε, έρχομαι,

Να μια κίνηση αλύπητη, του είπε
Τότε ο Μόρφυ, διάολε τόσο εύκολα

Που επιστρέφουν όλα στη ζωή!
Και τόσο γρήγορα που το φως

της

αγαθής

ημέρας

Ανακαταλαμβάνει τα οχυρώματα μιας
Νύχτας σε φλόγωση, ενός λυτρωτικού

σκότους που τολμά να

εξεγείρεται

επιτέλους

Εναντίον της πιο λείας ειμαρμένης που
Σαν θάλασσα απλωμένη στις εκτάσεις

των

πράξεων

Βυθίζει ένα ένα τα καράβια της ψυχής
Όταν αποπειρώνται να βγουν από το

λιμάνι

του καθημερινού

φωτός·

Τι θέλεις να πεις Πωλ, του είπε τότε
Κάπως ενοχλημένος ο Μακ Κόννελ,

Μήπως ότι αν εγκατέλειπα τη νομική
Καρριέρα μου όπως εσύ, δεν θα ήμουν

Τώρα στην άβολη θέση να εγκαταλείπω
Σχεδόν κάθε παρτίδα που παίζω μαζί σου;

Η ζωή είναι θυσία, φίλε μου, του αντέτεινε
Τότε ο Μόρφυ, ουδέν στον κόσμο αυτόν

τον

μονήρη

και αυτοπαθή

Επιτυγχάνεται, χωρίς να ρημάζεις
Μεγάλα τμήματα του εαυτού σου

Σε κρημνό μυστηριώδη που μοιάζει
Να ανασαλεύει τα ρηχά πεπρωμένα

Προς όφελος του πιο τολμηρού· μία
Κίνηση είναι το όλο θριαμβικό ζήτημα

Μια κίνηση

Που μπροστά της

ακόμα

Τα αιώνια πλήθη, ίδια ξανά στη σκηνή
Της Ιστορίας κάθε φορά, διστάζουν να

την πραγματώσουν

στο ξέφωτο

της ελευθερίας απ' ο,τιδήποτε,

Και έκανε νόημα στον Μακ Κόννελ
Να μην βάλει ουίσκυ στο δικό του

ποτήρι,

Ο κόσμος δεν είναι τίποτε άλλο παρά
Το σκηνικό μιας θυσίας που λες και

Από την αρχή του χρόνου αενάως
Επαναλαμβάνεται με κάθε αφορμή

Δεν ξέρουμε τι ακριβώς θυσιάστηκε
Τότε, όμως φαίνεται πως έως σήμερα

ακόμα

μένουν

Ανοιχτοί οι λογαριασμοί ανάμεσα στον
Άνθρωπο και την σκιά του, ανάμεσα

Στην εποχή και την καίρια στιγμή της
Ανατροπής, μα προπάντων ανάμεσα

Στο χρόνο και το μυαλό μας, Τζέημς,
Γιατί ο άνθρωπος είναι ένα ον ασταθές

Ένα πλάσμα ηδύβιο στην πρόθεση, που
Ψάχνοντας το πλέον ασφαλές λιμάνι

παραδέρνει

από ναυάγιο

σε ναυάγιο

Ολοένα κάνοντας το σήμα κινδύνου
Στα διερχόμενα πλοία να τον δουν

Και να τον περισυλλέξουν από τα νερά,
Ο άνθρωπος, Τζέημς, και δεν πέφτω

έξω,

είναι το χείλος

του εαυτού του

Μονίμως κρέμεται από μια κίνηση
Που ωστόσο διστάζει να την κάνει

Περιέργως είναι σε κίνηση χωρίς
Να κάνει καμμιά κίνηση ο ίδιος

Είναι γι' αυτό το λόγο το πρώτο
Κινούν ακίνητο ενώπιον καύσεως

ζωής

επί ζωής αγνώστου

με ακόμα πιο άγνωστη κατάληξη,

Ναι, αυτός ο ίδιος είναι το χείλος
Του εαυτού του, απ' το οποίο όμως

Ο ίδιος ποτέ δεν ξεγλιστράει αλλά
Πάντα οι άλλοι ως οι ιδανικοί του

αντιπρόσωποι

χωρίς κανένα πρόσωπο έχοντας

πολλά τα πρόσωπα

στους ρόλους της φαντασίας·

Δεν ξέρουμε αν τελικά και πότε
Μέσα σε αυτό το χιλιοφθαρμένο

πλήθος

που παραφυλάει

από

Γωνιά αγωνίας σε γωνιά αγωνιζόμενο
Σκληρά για να πετύχει ένα κάπως πιο

ευπρεπές

τίποτα

Βρεθεί κάποιος να κάνει την κίνηση,

Είπε ο Μόρφυ και φάνηκε σα να
Ήθελε να γελάσει χωρίς γέλιο καν·

Για ποια κίνηση μιλάς Πωλ, και τι
Ακριβώς προσδοκείς να κάνει,

ρωτούσε

Ακινητοποιημένος στην θέση του
Και με βαρειά, χαλασμένη διάθεση

ο Μακ Κόννελ,

Όμως ο Μόρφυ δεν του απαντούσε
Ενώ τα σμήνη των πουλιών πάνω

Από τη Νέα Ορλεάνη, κρώζαν ολοένα
Και πιο εφιαλτικά ωσάν να κατέτρωγαν

Εκείνη τη στιγμή

Και τα ελάχιστα απομεινάρια ψυχών
Που αδειάζονταν κατά δεκάδες και

εκατοντάδες

στους βάλτους της Λουιζιάνα,

Να κάνει επιτέλους την κίνηση,
Επανέλαβε ξαφνικά ο Μόρφυ

και φάνηκε

Σα να ήθελε να βγει έξω από την
Έπαυλη, ενώ ο Μακ Κόννελ με

Τα χέρια του

Να στηρίζονται στο κάθισμα με τους
Αγκώνες
ερωτηματικά λυγισμένους

και με

Ανορθωμένο ελαφρώς τον κορμό του
Προσπαθούσε όχι με μεγάλη επιμονή,

σχεδόν

μισοχαζεύοντας την ίδια του

την σκέψη

Να θυμηθεί τον λόγο που 'θελε
Να σηκωθεί από τη θέση του,

Κάτι ήθελα να φέρω, έλεγε, αλλά
Πάει καιρός που δεν με απασχολεί

πλέον,

Μα φαινόταν ωστόσο σαφέστατα
Για μερικά λεπτά ότι ακόμα δεν

Σκόπευε να γείρει πίσω

στο κάθισμά του

τελεσίδικα,

Όμως εν τέλει ξανακάθησε
Αν και

με το κεφάλι γερμένο προς τα μπρος

Σε αμήχανη ετοιμότητα·



Wednesday, July 1, 2009

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΧΙΜΑΙΡΑ




Υπήρξα από πάντα ο μυστικός ήλιος
Του κόσμου, Βελλεροφόντη, του έλεγε

Η Χίμαιρα ψιθυριστά μες από τους
Τοίχους του παλαιού ερημωμένου

μεγάρου

στην άκρη της πόλης,

Εγώ η ίδια είμαι ο κόσμος

Και είμαι ακόμα η αράχνη που υφαίνει
Σε ιστό τα μυαλά των ανθρώπων, δες

Πόσο μοιάζουν στις επιθυμίες τους, λες
Και ο ένας είναι καθρέπτης του άλλου

Καθώς όλοι μαζί τινάσσουν παντού το
Δικό μου φως μονάχα, αυτό το ίδιο

Που φάνηκε στη γέννησή τους και τον
Μοναχικό τους θάνατο, το ένοχο φως

που

Διέφυγε από τον παράδεισο και έγινε
Η κατάρα επί γης, γιατί κάθε φως που

λάμπει στην υφήλιο

είμαι

εγώ,

είπε η Χίμαιρα

Και για μια στιγμή ο Βελλεροφόντης
Έχασε την φωνή της μέσα από τους

τοίχους,

Είμαι εδώ

Βελλεροφών,

Την άκουσε και πάλι να του ψιθυρίζει
Από δίπλα του, όμως εσύ δεν ήσουν

Από πάντα εδώ, ένας παρείσακτος ξένος
Υπήρξες προς τον κόσμο, μια διαρκής

αποκάλυψη

της αυτοκρατορίας του νου

που δεν έβλεπαν

Ένας παρίας βασιλιάς, μια ακίνητη φυγή,
Ένας τρόμος στο στόμα κάθε ανθρώπου

γιατί

εσύ

Ήσουν το Άγνωστο χωρίς να το γνωρίζεις,
Βελλεροφόντη, ενώ εγώ ήμουν το Γνωστό

Που με νοιώθανε κάθε στιγμή στο κάθε
Βήμα τους χωρίς καν να υποψιάζονται

Πως είμαι περισσότερο κοντά τους απ'όσο
Θα μπορούσανε ποτέ να φανταστούν, μέσα

στην τύψη ενός χρόνου

που παρέρχεται

τόσο αργά και τόσο γρήγορα μαζί

Βάζοντας τα πράγματα πίσω στις θέσεις τους
Ξανά, τίποτε δεν αλλάζει πραγματικά, ει μη

το πλήθος της ζωής

όχι όμως η ζωή,

του είπε ακόμα πιο ψιθυριστά,

η ζωή όμως όχι,

Σάρκα από τη σάρκα τους ήμουν και όμως
Σε σάρκα δεν μ' έβλεπαν ποτέ τους, αίμα

από

Το δικό τους αίμα, και όμως, ούτε μια φορά
Δεν λογίσανε ότι στο αίμα τους μέσα ήμουν

Εγώ και η βέβαιη συμφορά τους ότι άλλος
Δεν διαιωνιζόταν από γενεά σε γενεά, γιατί

μόνον εγώ

Ερχόμουν από ύπαρξη σε ύπαρξη και όχι
Η συνέχειά τους στο χρόνο, ποτέ τους δεν

με είδαν

να γίνομαι πραγματικότητα

Και όμως

Υπήρξα η μόνη πραγματικότητά τους, σαν
Τα νυκτερινά άστρα που χάνονται στο φως

Της ημέρας και σαν τα ίχνη του διαβάτη
Που σβήνουν στον απρόσιτο δρυμό ήμουν

γι' αυτούς,

Βελλεροφόντη,

Και όπως το νερό

Της θάλασσας που σιγά σιγά αποσύρεται
Από την άμμο κατακρατώντας ό,τι στο

πέρασμά του

βρήκε

έκθετο

Έτσι έκλεψα τους βίους τους, μνήμη για την
Υπόσχεση επιστρέφοντας και νοσταλγία στη

προσδοκία

Ουδείς κατάλαβε ποτέ πως ήμουν το φάσμα
Ενός κόσμου που εγείρεται μονάχα όταν η

αλήθεια

κοιμάται

Και οι άνθρωποι είναι ξύπνιοι χάρις στον
Ύπνο της και μόνο· είπε και φάνηκε σα

Να περίμενε απόκριση, γιατί μιλάς μέσα
Από τους τοίχους και δεν φανερώνεσαι

μπροστά μου,

Την ρώτησε τότε ο Βελλεροφόντης,
Δεν είμαι ούτε εδώ ούτε εκεί, είμαι

παντού,

του απάντησε,

Και γιατί δεν τολμάς έστω και μια φορά
Σώμα ανθρώπινο να λάβεις αλλά κρύβεσαι

Από νου σε νου και από νόστο σε νόστο,
Επειδή μία μορφή αν λάβω έστω και για

λίγο

Αυτό θα σημαίνει το θάνατό μου, του είπε,
Είμαι τα πολλά όχι το εν, και είμαι ακόμα

Το απατηλό παιγνίδι ανάμεσα στις μορφές
Όχι όμως η μορφή· εγώ είμαι η λέξη χωρίς

τον ήχο της

Και είμαι ο ήχος χωρίς την σημασία του,
Και όμως, χωρίς εμένα τίποτε δεν μπορεί

Να φαίνεται πως έχει

κάποιο νόημα

Σαν την ανεμοθύελλα που εγκλωβίστηκε
Μέσα σε σπίτι και δείχνει σα να μη θέλει

να βγει έξω

είμαι και θα είμαι

για πάντα

Στους ανθρώπους η μάταιη ανάσα τους σε
Τακτούς ρυθμικούς κτύπους χαλασμάτων

ζωής

Και είμαι ακόμα η καρδιά της γης· άνευ
Εμού ουδέν, μηδεμία όντος πνοή φυσά

και μηδείς

Πύργος σαρκός δύναται να υπάρξει χωρίς
Την δική μου παρουσία· παρ'όλ' αυτά δεν

Είσαι κάτι παραπάνω από ένα φωτοβόλημα
Του μυαλού, μια στιγμιαία ολιγωρία της ζωής

Στην λειψή σκιά της, είπε ο Βελλεροφόντης,
Σαν τον γκρεμό που μόνο ένα βήμα θέλει

Για να πάλλεται ζωντανός από τον θάνατο
Ανθρώπου, σαν το περίγραμμα του ηλίου

Που μπορεί να φαίνεται μονάχα όταν το
Σκότος της σελήνης μπαίνει μπροστά του

Δίνω σχήμα σε αυτό που δεν υπάρχει και
Υπόσταση σε αυτό που θα μπορούσε να

είναι ποθητό

από μάτι και νου και καρδιά,

του αντείπε τότε η Χίμαιρα,

Δαίμονες τρελλοί και πείσμονες εγείρονται
Κάθε φορά που ένας άνθρωπος τολμά να

με

επιθυμήσει,

Δαίμονες ενός κόσμου που είναι φτιαγμένος
Με όρια πυρός και συντέλειας σαν φυλακή

θεού

Που ακόμα δεν ξέρει ότι είναι θεός· και πώς
Μπορείς και αντέχεις τo τόσο βάρος από τις

Θολές πλημμύρες των πόθων των θνητών,
Την ρώτησε τότε ο Βελλεροφόντης, μα δεν

έχουν

Κανένα βάρος έτσι και αλλιώς, πρόκειται
Για φαντασίες ελαφρές που τόσο γρήγορα

Αντικαθίστανται με άλλες· και πώς μπορείς
Να ζεις ξέροντας πως αν οι θνητοί πάψουν

Να ονειρεύονται, εσύ θα σβήσεις μέσα σε
Μια στιγμή· είσαι κι εσύ θνητός μην το

Ξεχνάς αυτό, του απάντησε απότομα η
Χίμαιρα, μπροστά στην αιώνια πτήση σου

Ήσουν πρόθυμος τόσο τη μοναδική λάμψη
Σκοπού να τους στερήσεις, υπάρχω γιατί

πιστεύουν

ότι

υπάρχω

Ακόμα και αν δεν με είδανε ποτέ είμαι η μόνη
Υπόσχεση ανταμοιβής για μια ζωή αναμονής

και θανάτου

μέσα σε θανάτους,

Βελλεροφόντη,

Κι εσύ που είσαι ο μόνος που εννόησες
Πως είμαι ένας κατοπτρισμός από νόες

μυριάδες που ήδη λύγισαν

σε έλξη έλξεων

ελπίδας και καταστροφής

Προς εκατομμύρια άλλους νόες λυγισμένους
Από την άχρηστη ακολουθία στιγμών πάνω

σε στιγμές

κελύφη άδεια σε νεκρό ακρογιάλι

και σβησμένοι οφθαλμοί

στο ηλιοβασίλεμα της λήθης

Θέλησες για πάντα να με αφανίσεις από τη
Κρυφή τους θέα , τον κάματό τους να με

φτάσουν

αποβάλλοντας σε μια στιγμή·

Και είπε τότε ο Βελλεροφόντης,

Επειδή είσαι το κραταιό έρκος ανάμεσα
Στον κόσμο και τον Όλυμπο, ο γνώστης

Τον θάνατό σου θα αποζητήσει, ο θνητός
Την αιωνιότητά σου· όχι Βελλεροφόντη,

Του είπε τότε η Χίμαιρα, είμαι η γνώση
Για τον γνώστη και η απόγνωση για τους

θνητούς

που

Μπορούν ωστόσο ν' αναβάλλουν κάπως
Τον θάνατό τους μες απ' τον αργό θάνατο

που εγώ

τους προσφέρω,

Και μιαν ημέρα όταν ο θόρυβος έξω από
Την πόρτα τους και το μυαλό τους θα έχει

κοπάσει

Και όταν η οπτική επικράτεια γύρω τους
Θα αρχίζει να τρεμουλιάζει σαν το είδωλο

Προσώπου στα νερά χειμωνιάτικης λίμνης
Θα φύγουν από τη ζωή τόσο ελαφρά όσο

Ελαφρές υπήρξαν και οι αιτήσεις τους, και
Τόσο βαριά όσο βαρείς ήταν οι κόποι τους

για να

με επιτύχουν,

Ο Βελλεροφόντης άκουγε τη φωνή της
Ολοένα και πιο μακρινή, ώσπου κάποιες

στιγμές

χανόταν

πίσω ξανά στην ανθρωπότητα

Και επανερχόταν πάντοτε ψιθυριστά
Και φάνταζαν σα να ζωντάνευαν και

να μιλούσαν

οι τοίχοι

του μεγάρου

Που ήταν επί χρόνια κλειστό, κανείς
Δεν ήξερε πως εκεί ήταν το σπίτι της

Χίμαιρας

Όταν μπορούσε κάποτε να νοιώθει ως
Άνθρωπος αν και δεν ήταν, όταν οι

Άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στους
Γύρω δρόμους είχαν ακόμη λίγο χρόνο

Μπροστά τους για να μην πεθάνουν και
Λιγότερο ακόμα χρόνο για να μη ζήσουν

ποτέ

Άδειες σφενδόνες μοίρας μπροστά σε ένα
Πιο άδειο ακόμα πλατύσκαλο του ηλίου

Που κρυβόταν όταν η Χίμαιρα ορθώνοταν
Στο κόσμο σαν καπνός από προσευχές και

ικεσίες

μαζεμένες από παντού όπου εξείχε

η κατάρα της ανθρώπινης ομιλίας·

Πλάνη θεού και πανουργία δαίμονος εσύ
Την τόση νεκρή ακολουθία σώματος με

σώμα

Σε ιλαρή και θηριώδη πομπή αναζήτησης
Ονείρου που δομείται από ρόδα αιμάτινα

σαρκός

και έλξεις ενός τάφου

που κρύβεται στις αγκαλιές των ματιών

Μηδέποτε στέργεις να ελαφρώσεις, είσαι
Γι'αυτό η θέα του κρίματος των κριμάτων

Ο πέλεκυς με τη βελούδινη κόψη και οι
Απόκρημνοι οδόντες αγγέλου ολέθρου

Που ψυχές συγκεντρώνει στο στόμα του
Και σπαράζει, ο θάνατός σου θα είναι η

λύση

αρχαίων δεσμών

και φρίκης τόσο παλαιάς

Όσο παλαιός είναι ο λίθος του κενού
Στον κόσμο μέσα στην παγωμένη

ακινησία του,

ξεστόμισε ταραγμένος

ο Βελλεροφόντης,

Είμαι το φυσικό επακόλουθο της κτίσης,
Τον διέκοψε η Χίμαιρα, και μόνον αυτό,

ό,τι σε όρια θα

κλείεται

σε χίμαιρα θα δραπετεύει

Και ό,τι στη μεγάλη νύχτα της γης θα
Επιβιώνει θα ακουμπάει την θλίψη του

Στα σαγόνια μιας ημέρας που θα φωτίζει
Μονάχα την φθορά, και ό,τι νεκρό θα

πέφτει

θα ανασταίνεται

στην χαρμόσυνη φυλακή των ονείρων

Εάν ένας άνθρωπος Βελλεροφόντη, έλεγε
Η Χίμαιρα και φάνηκε να ζωντανεύει η

φωνή της

απρόσμενα,

Ονειρεύεται, τούτο σημαίνει πως είναι
Δέσμιος του ονείρου του και μόνον και

όχι

της ζωής του,

Άλλο δεν κάνει από το να ονειρεύεται
Συνεχώς τον κόσμο και γι' αυτό ο κόσμος

μπορεί να υπάρχει

και γι' αυτό κι εγώ

που είμαι ο κόσμος

Τρέφομαι σαν ύαινα από τα ψελλίσματα
Των επιθυμιών τους και απ' το άγχος της

επομένης

του ονειρέματος

στιγμής

Οι άνθρωποι αστόχαστα λατρεύουν το
Όνειρο γιατί παράξενα πιστεύουνε πως

είναι

ελευθερία

Να ζει η φαντασία τους κι οι ίδιοι όχι·
Πιο κωμικός σπαραγμός δικαιοσύνης

δεν υπάρχει από

το όνειρο

Βελλεροφόντη,

Οι γάμοι του μεγαλείου με την γελοιότητα
Αυτό είναι οι άνθρωποι όταν τολμούν να

ονειρεύονται

Kαι οι

άλλοι

Ποτέ δεν θα νοιαστούν έτσι κι αλλιώς να
Τους εκλάβουν ως ελεύθερους, αλλά πώς

Να χειριστούν και αυτών την σκλαβιά
Προς όφελος ιδικό τους, κάθε ον που

αναπνέει

σημαίνει

εξουσία

Βελλεροφόντη, και κάθε κίνηση στον
Κόσμο ακόμα και η πιο ασήμαντη δεν

είναι

παρά

ρίψις πλοκάμου εξουσίας στο χάος·

Σκληρό να το δεχτεί κανείς, της είπε
Τότε, όσο σκληρό το να ελπίζει δίχως

ελπίδα

και να σβήνει τη δίψα του

με καυτή άμμο,

Προσέθεσε η Χίμαιρα στα λόγια του,
Θέαμα ανάρμοστο για την θεότητα·

μουρμούρισε ο Βελλεροφόντης,

Μπορεί αλλά δεν είναι πραγματικό, όλος
Ο κόσμος δεν είναι παρά μια ρημαγμένη

οπτασία,

του είπε, τίποτε δεν ισχύει, τίποτε

δεν είναι αληθινό·

Όσο το βιώνει κανείς είναι αληθινό και
Ας είναι και ψέμμα, της απάντησε, ναι,

Αλλά μην ζητάς από εμένα τις ευθύνες
Εγώ είμαι η φωτιά του βασάνου όχι ο

βασανιστής,

Και η σωτηρία τότε από πού; τρέκλιζε
Τα λόγια του ο Βελλεροφόντης, και η

λύση

του φαιδρού ονείρου της ζωής πότε;

Το Άγνωστο τους έφερε σε ύπαρξη
Μόνο το Άγνωστο μπορεί να τους

λυτρώσει,

του είπε,

Σαν μακρινή ανάμνηση από χρόνια
Σβησμένα, αίνος λυτός στα σπήλαια

των

λυπημένων

αιώνων

Και σαν υπόσχεση μυστική που ποτέ
Δεν φανερωνόταν στην κλειστή ηχώ

του πραγματικού

θα έλθει και θα λυγίσει τον κόσμο

γι'άλλη μια φορά

Και συ Βελλεροφόντη, μαύρο άστρο
Της απειλής και του ιλίγγου, αίμα

καθαρό

του

ουρανού

Θνητός θα έχεις υπάρξει μα σαν θνητός
Τις μέρες σου δεν θα τελευτήσεις, μια

αμείλικτη μεσημβρία στη καρδιά

θα ρημάζει με αγάπη και τρόμο

όσους σε γνώρισαν

Μια μνήμη χαμού και σωτηρίας στα
Ίδια σκιαγμένα, αδιέξοδα κύτταρα

των

ανθρώπων

Που σαν θάλασσα πάνω σε θάλασσα
Αναδιανέμονται από ανέμους θεών

και φρέαρ μέσα τους

δαιμονικό·

Καμμιά

Πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να
Είναι πραγματική αν δεν ήταν η πρώτη

τη τάξει

χίμαιρα,

Του είπε τότε η Χίμαιρα αινιγματικά ενώ
Ο Βελλεροφόντης ένοιωθε τα μάτια του

Να αδειάζουν σαν οι δεξαμενές της πλάνης
Σε σύμπαν που 'χε αποβεί πιο άδειο ακόμα,

Καμμία πραγματικότητα δεν θα υπήρχε,
Επανέλαβε, αν δεν ήταν η πρώτη χίμαιρα

Που εμφανίστηκε

ποτέ

στον κόσμο,

Και φάνηκε τότε να χάνεται η φωνή της
Οριστικά· ο Βελλεροφόντης την κάλεσε

ξανά

με το όνομά της

αλλά δεν φαινόταν πλέον

Ενώ έξω από το μέγαρο ακουγόταν
Βοή πλήθους μεγάλου σε ταραχή,

Ποιοι είστε εσείς; τους ρώτησε, δεν
Διακρίνονταν καν τα πρόσωπά τους,

ποιοι;

Δεν του απαντούσε κανείς, αμίλητοι
Τον κοιτούσαν με το βλέμμα τους να

έχει

κάτι

από παράκληση

Στην πλέον ακατάλληλη στιγμή· ποιοι
Είστε, τους ξαναρώτησε, πόσοι είστε

Και γιατί μαζεύτηκατε εδώ αυτή την
Ώρα;

Δεν ήλθαμε, του είπαν τελικά, μόλις
Φεύγουμε Βελλεροφόντη, τώρα δα

φεύγουμε,

Και ακούστηκε η λέξη 'φεύγουμε'
Σαν η αναχώρηση ολόκληρου του

σώματος

της ανθρωπότητας

Από την ζωή

Με κάτι στα μάτια τους ακόμα να
Λάμπει ισχνά μεν αλλά αληθινά

Σαν κάποιος να έδινε την υπόσχεση
Ότι μπορεί να ξαναϋπάρξει κάποτε

σε μια πιο αποτελεσματική διαδρομή

της απελεύθερης ενοχής

στον ίδιο, αιώνιο κόσμο·