Friday, June 26, 2009

ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΣΤΙΓΜΗ



Στο διάδρομο του κόσμου επικρατούσε
Συνωστισμός μεγάλος, πατείς με πατώ σε,

Είμαι εδώ και ώρα όρθιος,

Είπε ο γηραιός κύριος προσπαθώντας
Να κρατηθεί απ'τη χειρολαβή,

Και ουδεμία θέση καθισμένων βλέπω κενή
Ως εκ τούτου υποχρεούμαι να περάσω

το μεγάλο

αυτό

ταξίδι

Σ' ορθοστασία όχι ευχάριστη κι ακόμη
Ενοχλούμαι συνεχώς απ'τα σπρώξιματα

των

άλλων

Στ'απότομα φρένα και τις επιταχύνσεις·
Και μ' αυτές τις σκέψεις κατέπαυσε για λίγο

την εσωτερική του ένσταση

ενώ

Δεν έβλεπε ότι ήδη είχε φτάσει
Στον προορισμό του, κατεβείτε,

φώναξε τότε ο οδηγός,

τέρμα εδώ, δεν πάει άλλο

κατεβείτε,

Ο γηραιός κύριος κίνησε προς την έξοδο
Μάλλον ανακουφισμένος - εκεί ανέμεναν

Να τον παραλάβουν για τα περαιτέρω,
Λέω να μην κατέβω , είπε ξαφνικά,

άγνωστο για τι η αλλαγή διάθεσης,

λέω να μην κατέβω,

Όμως τον είχαν ήδη αρπάξει



**************************************************************
Παλαιότερο ποίημα, ελαφρώς τροποποιημένο εδώ, που "μετακινείται" στην ενότητα "Το Όρος της Ομιλίας και η Νεκρά Θάλασσα".

Saturday, June 20, 2009

Η ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ



Θα βάλουμε και εμείς, λέμε, ένα
Λιθαράκι σε όλο αυτό, δήλωσαν

κάποια

στιγμή

Και σφενδόνιζαν βότσαλα και
Πετραδάκια από την παραλία

προς τα νερά

της

θάλασσας,

Θα συνεισφέρουμε και εμείς το
Κατά δύναμιν, ότι η προσπάθεια

του

ενός

Λέγεται πως δεν αρκεί, ενώ το
Σύνολο ίσως αποδώσει εν τέλει

ένα

σύνολο

Και αν η θάλασσα εμπρός μας,
Λέγαν και συνέχιζαν να πετούν

βότσαλα

προς τα κει

ολοένα και περισσότερα,

Δύσκολα σε κάποιο οικοδόμημα
Παραπέμπει, εν τούτοις εμείς δεν

φταίμε,

Δεν τα κάναμε εμείς θάλασσα, έτσι
Ήταν εκ των προτέρων, προσέθεταν

ανακουφισμένοι,

Και ίσως όπως σημαντικώς θρυλείται
Πάντα τα πράγματα δεν ήταν παρά

μια

θάλασσα

στην αρχή της δημιουργίας

Σ'αυτήν βεβαίως την περίπτωση καμμία
Κτίση γέγονε ποτέ ει μη αυτά τα πάντα

μούσκεμα

λάμψαν

εν αρχή·

Όμως, να, με τις μικρές δυνάμεις μας
Ευελπιστούμε πως κάτι θα προκύψει

Από τον σφοδρό λιθοβολισμό των
Ήρεμων υδάτων που δείχνουν να

περιμένουν

εμάς

για άλλη μια φορά·

Και αν έχουν παραμείνει τα ίδια από
Τότε, εμείς ωστόσο ίδιοι πια μάλλον

δεν

είμαστε,

Είπαν και άρχισαν να σηκώνονται
Για να πάνε να φέρουν μπύρες από

την

καντίνα,

Είμαστε πλέον περισσότεροι των δύο
Πρωτοπλάστων, συνεπώς θαρρούμε

Πως η συλλογικότης είναι το κλειδί,
Τσιρίξαν ευχαριστημένοι, εξ άλλου

Ομολογείται όχι σπάνια, πως ό,τι ως
Άτομο λογίζεται είναι μοναδικό, άρα

Εμείς ως σκαπανείς μίας χρυσής και
Φρεσκοτάτης εποχής, με καχύποπτο

μάτι

ας βλέπουμε

Τις διεκδικήσεις τους ενός εκάστου·
Αν βότσαλα στη θάλασσα δεν πετά

Μηδέ εσθίετω από την καντίνα μας
Και εκ των κριμάτων αυτού ουδέ εν

παρά τω θερισμώ αφεθήσεται

στο τέλος του παραθερισμού,

Επιθυμούμε προφανώς το σύνολο
Να είναι μια προοπτική, όχι όμως

και

πραγματικότητα,

Ξεφύσηξαν με άγχος ενώ ψάχναν με
Τα μάτια τους μια ομπρέλλα ηλίου

κενή

καίτοι είχε συννεφιά

σαν μανιτάρι από πάνω τους,

όχι όμως και πραγματικότητα,

Ετυμηγόρησαν ξανά κι εκείνη τη στιγμή
Κάποιος κολυμβητής χτυπημένος από

βότσαλο

Μεταφερόταν τραυματίας στην ακτή,
Ο άνθρωπος αυτός, διεπίστωσαν τότε

κοιτώντας τον

με έκπληκτο βλέμμα,

είναι

Ο μάρτυρας μιας νέας περιόδου για την
Ανθρωπότητα, πρόκειται ασφαλώς για

μια έγκαιρη θυσία,

Αυτός

Ο άνθρωπος, ξανατονίσαν με έξαψη,
Είναι το αποτέλεσμα της μαγικής

συνάντησης

του λίθου

και του ατόμου

Η κρούση του ανθρώπου με την
Εποχή του, το πρώτο θύμα που

Ηρωικώς άνοιξε το κεφάλι του
Προς χάριν του μεγάλου έργου

της γενεάς μας

που είναι να γίνει,

Κσι ολοένα συγκεντρωνόταν πάνω
Από το αιμάσσον πρόσωπό του, ενώ

Η υπερσυσσώρευση των κουτιών
Της μπύρας στα χέρια τους ξέφευγε

Κατά πολύ σε κατάρρευσή τους στην
Άμμο τμηματικά· οι γάζες και τα ιώδια

Καθώς και τα αφρίζοντα κουτιά, δεν
Ξεχώριζαν κάποια στιγμή μεταξύ τους

Της μείζονος μεταλλικής διασάλευσης
Μπορούσαν ακόμα να διαφεύγουν τα

βότσαλα κι οι πέτρες

που επί μακρόν

συνέχιζαν να σφυρίζουν

Κατά τις εκτοξεύσεις τους προς τα νερά,
Ενώ στο κέντρο του συνωστισμού είπαν

Πως βρέθηκε ένα μπρελόκ με κλειδιά,
Κανένας ωστόσο δεν διεκδικούσε την

Νόμιμη κατοχή τους , ποιανού είναι
Αυτά τα κλειδιά, ρωτούσαν, κανείς

δεν μιλούσε,

Ξαναρωτάμε, λέγαν, αλλιώς θα τα
Πετάξουμε στη θάλασσα, όμως και

πάλι

κανείς

δεν απεκρίνετο,

Λέγεται πως τρομαγμένοι τα έθαψαν
Γρήγορα γρήγορα σπρώχνοντας με τα

πόδια τους

την άμμο

Στη προσπάθειά τους όμως αυτή να μην
Αναφανεί ουδέν κλειδί μπροστά τους

Γέμισαν με κονιορτό την παραλία, όλα
Κατέστησαν για λίγο διάστημα θολά και

καλυμμένα

εκτός

Απ' το τρεμάμενο χέρι του τραυματία
Που σαν άσκοπος χαιρετισμός και

επίκληση αμήχανη και ντροπαλή

ανά

τους αιώνες

Φαινόταν σαφώς πως κατευθύνετο
Προς παρακείμενο κουτί μπύρας

το οποίο αν και στο μέσον

της ταραχής

Παρέμενε στωικά άδειο στη θέση του



*********************************************************************

Το παρόν ποίημα είναι το πρώτο μιας εσωτερικής τριλογίας μέσα στην ενότητα "Θέατρο Σκιών", με τα υπόλοιπα δύο, "Η Ηλεκτρονική Εποχή των Πάγων" και "Η Σύγχρονη Εποχή του Παλαιού" να ακολουθούν.

Sunday, June 14, 2009

TEMPUS FUGIT, VINCIT OMNIA VERITAS



Αθόρυβα που μας ανύψωσε το
Σκοτάδι, έλεγε ο πρωτότοκος

Στον σωσία του,

Και αθόρυβα μας απέδωσε στην
Χρόνια εκκρεμότητα της στιγμής,

Και ιδού εμείς,

Οι χαμένοι όφεις στις λεωφόρους
Και οι λυμένοι ιμάντες του ηλίου

που
τούδε και εφεξής

μόνον θα δύει

στη ψυχή μας,

Επιτύχαμε εν τέλει την κεντρομόλο
Αιθρία της θνητότητας, μα ακόμη

φλέγεται

το ερώτημα

Αν είμαστε

Κάτι περισσότερο του θανάτου μας
Ή ο θάνατος είναι κάτι λιγότερο των

θρυλουμένων του,

Ντράγκο, η ιστορία του κόσμου
Δεν είναι παρά φως και σκότος

Εκεί που βλέπουμε το πρώτο δεν
Είναι άλλο παρά μόνο το δεύτερο

και

εκεί

Που σκότος ακόμα αγναντεύουμε
Βρίσκεται η μοναδική εστία φωτός

στην

Οχλούμενη επικράτεια του νου μας
Αληθώς σου λέγω, πως στις ξηρές

Σκιές ανάμεσα γεννάται η βασιλεία
Και ποτέ στα φωσφόρα επιτελεία

Της ζωής

Και στα ερέβη της ομιλίας επίκειται
Ο μυστικός στέφανος του ανθρώπου

και όχι

Στην

Αναδιασάλευση της αγοράς με ακόμα
Πιο αγοραίους ήχους προτροπής και

αποτροπής,

Ο σωσίας του τον άκουγε με προσοχή
Ωστόσο είχε και το μυαλό του συνεχώς

στο

Είδωλό του έτσι όπως μπορούσε μόλις
Να το διακρίνει στο χρωματιστό γυαλί

των

Μπουκαλιών, είμαι εγώ, είπε τελικά, αλλά
Παραμορφωμένος από τον συμπιεσμένο

οίστρο

της

οπτικής,

Εφ'όσον το είδωλό μου στο γυαλί δεν
Ζει ακόμη, τίποτε δεν με διαβεβαιώνει

Πως κι εγώ ως μέγα είδωλο στη φιάλη
Του κόσμου ζω αληθινά, είπε ο Ντράγκο

Και έβγαλε από τη θήκη του το τσέλλο
Και σκέφτηκε να το ξεσκονίσει ελαφρά,

Οι τόσες σκέψεις και επιθυμίες, οι μύριες
Κινήσεις πλήθους ανθρώπων προς την

ζωή

Οι άπειρες προσδοκίες οι ασύμπτωτες
Μεταξύ τους, ένα φυγόκεντρο σύνολο

ελπίδας

Ένας για έναν και κανένας για όλους, το
Αγριότερο και γελοιότερο πανόραμα του

κόσμου,

Αυτό όμως

παράγει το κόσμο,

Πώς είναι δυνατόν η τόση οχλοβοή
Των πόθων από τους καλπασμούς

Των υπάρξεων εκατομμυρίων που
Απλά αναμένουν και θα αναμένουν

ώσπου να πεθάνουν

δίχως να λάβουν

τα εξ ονείρου υπεσχημένα

Να εκβάλλει μία και μόνον εικόνα
Της αργόσυρτης καθημερινότητας

Αυτό είναι μυστήριο, κάθε άνθρωπος
Που κυκλοφορεί στους δρόμους είναι

Ένας παρίας του εαυτού του,
έλεγε ο
Ντράγκο και για μια στιγμή φάνηκε

να γελάει με παιδική κακία,

μισεί την

Πραγματικότητα μισεί ωστόσο και ό,τι

Του φαντάζει μη πραγματικό, μα τόσο
Θυμωμένοι που περπατάνε όλοι τους!

Λες και το δικαίωμα στην ζωή είναι
Υποχρεωτικό, αντίφαση εν όροις μα

αντίφαση

και μέσα στα πολυκαιρισμένα

κύτταρά μας,

Κατέληξε, και ήρεμα έσυρε το δοξάρι
Πάνω στις χορδές του τσέλλου του

Οι ήχοι που γέμιζαν σιγά σιγά την
Σχεδόν έρημη αίθουσα αναψυχής

Του ξενοδοχείου, ακούγονταν σαν
Σωριασμένες ψυχές στο δάπεδο

Από το οποίο δεν ηγέρθησαν ποτέ
Και ανάμεσα τους κυκλοφορούσε

Μόνον ο θάνατος που τις συνέλεγε
Με περισσή αφέλεια, την εξαίρεση

Μην επιτρέποντας, ενώ λίγο πιο κει
Καθόταν μόνη της η Λισαβώνα, από

Το κόσμο φάνταζε διωγμένη, από τον
Εαυτό της εξίσου, της έκανε νόημα

Ο πρωτότοκος να έλθει να καθήσει
Μαζί τους, Λισαβώνα, είπε τότε στη

γυναίκα,

Ένα παιγνίδι της οπτικής είναι όλα,
Ό,τι ανύμνησε ο άνθρωπος κι η λήθη

Μήποτε απάλειψε, ο έρωτας και η
Χαρά της ηδονής, η νίκη και η δόξα,

Η φιλία κι η αγάπη, είναι οι στρεβλές
Παραμορφώσεις ειδώλων μέσα σε

είδωλα του νου·

Και άλλος καθρέπτης

ουδείς

Ει μη ο εαυτός μας που σαν φωτεινός
Στρόβιλος χρόνου αναδιανέμει τον

Χαμένο παράδεισο σε ευάγριο δέμας
Επιθυμίας στις άδειες εθνικές οδούς

των

βλεμμάτων

μας

Που σαν κομμένα ξύλα από πέλεκυ θεού
Μη ορατό στο κόσμο πέφτουν κενά στο

σωρό

των

στιγμών

Σε έναν επιθανάτιο διάδρομο σκληρής
Ελευθερίας που μόλις είναι υποφερτός

από

Κάθε ζωή που ομιλεί και σωπαίνει, σα
Μια σπασμένη ρόδα που κατρακυλά

ανέμελα

Στα λιθόστρωτα κοιμητήρια των εποχών
Χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι και το

φθινόπωρο

Είναι οι τέσσερεις εποχές του ζόφου
Και όχι απαραίτητα του χρόνου, ότι

Ο χρόνος είναι μόνον η κρίσιμη λέξη
Για τις παραλλαγές της ομίχλης, εδώ

Συρθήκαμε υποτελείς στο αίνιγμα
Δίχως να ερωτηθούμε, εδώ και θα

Εκτείνουμε την κυριαρχία μας στα
Ύπατα σκότη της ομιλούσης σαρκός,

Η Λισαβώνα τον άκουγε με έκπληκτα
Τα παιδικά ασημένια της μάτια, η ίδια

Έδειχνε να μην μπορεί να ζήσει μα και
Να μην μπορεί να πεθάνει, ήταν ένα

Έρμαιο

του πιο κρυμμένου πυρσού

Μέσα της

Μια νύχτα, λένε, έπιασε φωτιά το
Μυαλό της και από τότε ποτέ της

Δεν θυμήθηκε ποια ήταν,

Να η Λισαβώνα, έλεγαν τα παιδιά
Στο δρόμο της, άστρο σπασμένο

Από τις οροφές και μάγισσα τρελλή
Στη κατηφόρα, η νύχτα την θρέφει

Με μήλο και αίμα, ουδείς εμπόρεσε
Να της μιλήσει ει μη μόνον ο θεός

Και αυτή το μόνο που 'χε να του πει
Ήταν η λέξη θέλω, και έκτοτε την

άφησε

να γυρνά λυμένο συντριβάνι στην

κτίση

Σμίγοντας κάθε φορά με την ισχύ
Της θλίψης της όταν κτυπούσε τα

Κλαδιά των δένδρων μανιασμένα
Για να φύγει το κοράκι του χρόνου

Όταν κάποτε νηστική και θολωμένη
Σκότωσε τον κόσμο για να μπορέσει

να ζήσει η ίδια

Άλαλη πλέον

μα πιθανώς σωσμένη

Που ακόμα δεν έγινε βορά στα καλώς
Κτισμένα δευτερόλεπτα ενός λίθινου

μίσους

Που με τη μορφή των πόλεων και των
Κρατών όπως και των σκοτεινιασμένων

ανθρώπων

Εξαπλώθηκε σαν μύχια λαίλαπα ψυχής
Στην αμήχανη παιδική Εδέμ, και έκτοτε

Δεν φαινόταν

πως

θα μπορούσε

Να είναι κάτι περισσότερο από κόσμο·
Ένα ξέσπασμα κραυγής κλεισμένο σε

τέσσερεις τοίχους

χωρίς πόρτα

και παράθυρα πουθενά

Μα και με μήτε έστω και ένα σημείο
Οικίας να φαίνεται στον ορίζοντα

για τους πληθυσμούς των οδοιπόρων

Ει μη το βαρύ πεθαμένο φως

Του πιο σκοτεινού ήλιου μέσα τους
Που τους έκανε να ανανεώνουν την

μάταιη πορεία τους

κάθε λίγο

Για λίγα χιλιόμετρα φθοράς ακόμη
Προτού εγκαταλείψουν


Tuesday, June 9, 2009

Η ΚΑΠΩΣ ΠΙΟ ΚΟΙΝΗ ΜΟΙΡΑ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ



Ο κόσμος είναι ένα μαγικό κουτί
Χωρίς θαύματα πλέον μέσα του,

έλεγε

Ο εξεγερμένος της Κρονστάνδης
Στον Λάμα καθώς βρισκόνταν και

Οι δυο για διακοπές στη Σαρδηνία
Με παρέα, ανακαλύπτουμε πάντα

Την υστεροφημία του θαύματος
Χωρίς ποτέ να το αντικρύζουμε

Χωρίς, το κυριώτερο, να μπορούμε
Να το ξεχωρίσουμε από τον θολό

σωρό

Της ζωής καθώς αποταμιεύεται στην
Παχύσαρκη πυραμίδα της Ιστορίας

με μικρή προτεραιότητα

έναντι της ορμής

του θανάτου·

Και ακούραστα ετοιμάζουμε όλες τις
Αμήχανες βιογραφίες ερήμην κάθε

Συνοπτικού αποτελέσματος κηδείας
Που, παραδόξως πώς, εμμένει το ίδιο

για κάθε άνθρωπο,

Συνέχισε να λέει με λυπηρή σοφία
Ενώ ο Λάμα προσπαθούσε εδώ και

ώρα

Να επιβιβαστεί σ' ένα προσαραγμένο
Κρις κραφτ, χωρίς να έχει ζητήσει την

Άδεια από τον ιδιοκτήτη του, ε μα τι
Κάνεις εκεί, τον ρώτησε έκπληκτος

τότε

Ο ναύτης της Κρονστάνδης, κατέβα
Κάτω, θα σου φωνάξουν! μα ο Λάμα

Αγνοούσε τις εκκλήσεις του και κάποια
Στιγμή ανέβηκε στο σκάφος κι άρπαξε

Το πηδάλιο, έχω την εντύπωση, του είπε,
Πως αυτό το μικρό πλεούμενο είναι μια

Σφήνα στη πραγματικότητα και όχι στη
Μακάρια θάλασσα, ίσως θα μπορούσαμε

Να διασχίσουμε τις αναβράζουσες σαν
Τα κύματα του νερού πιθανότητες των

Συμβάντων με μια κάθετη απαξία επ'
Αυτών, κατέληξε ενώ έβαζε μπρος την

μηχανή,

Κατέβα τώρα κάτω από κει και μετά
Μου τα λες, του φώναζε μάταια ο

εξεγερμένος

της

Κρονστάνδης

Ενώ οι ιδιοκτήτες του κρις κραφτ
Πλησίαζαν χειρονομώντας και όχι

Με διάθεση καλή, ο Λάμα ωστόσο
Δεν είχε καμμιά πρόθεση να φύγει,

Έχω και άλλα να σου πω, του είπε,
Ενώ το κρις κραφτ έτρεμε από την

ταραχή

της μηχανής,

Καίτοι το σκάφος εκκίνησε εν τούτοις
Είναι δεμένο στο λιμανάκι, λύσε το για

Να φύγω, παρότρυνε τον ναύτη που
Όμως δεν τον άκουγε καθώς επιχειρούσε

Να καθησυχάσει τους ιδιοκτήτες, είναι
Τόσο απλό, συνέχισε να λέει ο Λάμα, δεν

Πρόκειται δα και για επανάσταση, αλλά
Για ένα τεστ επί της πραγματικότητας

Να δω το κατά πόσο αντέχει στην απέξω
Εισβολή της ανθρώπινης επιθυμίας για

Μια κάπως ευρύτερη ακτίνα ελαφράς
Ασυδοσίας· καίτοι ωστόσο είναι στο

φουλ

η μηχανή

Το σκάφος δεν αποκολλάται εκ της
Ισχύος των δεσμών του, είναι ασαφές

Το τι θα γίνει αν ωθήσω παραπέρα τα

πράγματα,

Έλεγε ο Λάμα, μπορεί να σπάσει το ίδιο
Το σκάφος ή μέρος αυτού και λέω να μην

Το δοκιμάσω, είπε, και σταμάτησε τη
Μηχανή και ετοιμαζόταν να πηδήξει

Πίσω στο λιμανάκι, αλλά δίσταζε ακόμα,
Τελικώς γύρισε πίσω και άναψε πάλι τη

μηχανή,

ενώ από

Την προβλήτα γινόταν ολοένα και πιο
Φανερό, πως οι ιδιοκτήτες δεν μπορούσαν

Να κάνουν τίποτε περισσότερο και αυτοί
Από το να περιμένουν όπως και ο Λάμα,

να δουν

Αν η πραγματικότητα θα υποχωρούσε
Πρώτη ή ο άνθρωπος, αν και ο καθένας

ανέμενε

με τρόπο αντίθετο

και ελπίδα πλήρως ανάστροφη

Διαφορά ωστόσο που δεν ήταν διακριτή
Στα κάθιδρα μέτωπα

Και το κοινό βλέμμα όλων τους


Thursday, June 4, 2009

ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΟΥΣ



Μία μία φωτίζονταν οι άδειες μορφές
Στη βροχή, καθώς εμφανίζονταν στον

κόσμο

Που τόσο βαρειά προσέπιπτε στη θέα
Σάν αρχαίο πέπλο σβησμένης φωτιάς,

Ενώ ολόγυρά τους η αιώνια φύση
Έτοιμη ήδη κρυβόταν σε ολισθηρό

σκοτάδι·

'Ωστε ήλθαμε επιτέλους, μόλις
Και σιγοψιθύρισαν, τόσο ώστε να

καταφέρουν

να

Ακουστούν ανάμεσα στις σταγόνες
Του νερού που έπεφταν σαν ομιλία,

Τα λόγια των νερών δεν ήταν καθαρά,
Ωστόσο ήταν φανερό πως ακούγονταν

Μισοτελειωμένες φράσεις γύρω από
Τις ανθρώπινες μορφές που γρήγορα

σχημάτισαν

έναν

κύκλο επίκλησης

Μπροστά από το παλάτι· και το παλάτι
Ήταν τόσο αχανές στη προοπτική του

που

Νόμιζες ότι κατελάμβανε έναν κόσμο
Από μόνο του εκτός γεωγραφίας και

Σίγουρης γνώσης των ανθρώπων, οι δε
Πύλες του ήταν ήδη ανοιχτές ενώ από

Το εσωτερικό φαινόταν αναμμένος
Μόνον ένας πυρσός ζωής και θανάτου

που θα καιγόταν

Καθ' όλη τη διάρκεια

της παραμονής·

Από την αυλή φαινόταν όλη η γη από
Άκρη σε άκρη, τίποτε δεν μπορούσε να

διαφύγει

του

Ισόθεου oφθαλμού του παλατιού ενώ
Από τα χάλκεα υψηλά κιγκλιδώματα

Που έμοιαζαν να φτάνουν έως τα νέφη
Της νύχτας, απλώνονταν σαν τείχος των

θεών

οι ειμαρμένες

των όντων·

Η δε άγρια βλάστηση γύρω από το
Παλάτι ήταν μια παλλόμενη έκταση

πριονωτών φυτών

που είχαν τη μορφή

στόματος ανθρώπου·

Λυσιδίκη, έλεγαν,

Αποκαλώντας την με το όνομά της,
Λυσιδίκη, όλη η ανθρωπότητα είναι

ξανά

εδώ,

Την πληροφορούσαν μυστικά με τους
Άτονους ψιθύρους τους, ενώ η γυναίκα

Ξαπλωμένη στο κρεβάτι κοιμόταν ακόμη,
Λυσιδίκη, λέγαν πάλι τα θηριώδη φυτά,

Όλη η ανθρωπότητα επέστρεψε πίσω για
Να ξαναζήσει, ένα προς ένα τραβάμε έξω

ξανά τα φαντάσματα

από την ανυπαρξία στην ύπαρξη

και από την απορία στην απορία πάλι·

Οι αιώνες είναι έτοιμοι, η Ιστορία τους έχει
Ήδη σχηματιστεί, οι ηγέτες περιμένουν

Στη σάλα της γέννησης, της ανόδου και
Της πτώσης, ενώ ο όχλος στιβάχτηκε

Στις διαμαντένιες αποθήκες αναμένοντας
Να ακουστεί το μαδριγάλι της άνοιξης, ο

Κάματος του ανθρώπου, συμπλήρωναν
Παράξενα, δεν είναι παρά η ανάσα μιας

φλόγας

Πριν καθαρπαχτεί από τον ουρανό, πριν
Λυγίσει από τον δυνατό μαύρο άνεμο του

ολοκληρωτικού

θανάτου

Μα το μνήμα της ζωής ευρέθη άδειο στο
Τέλος, και λείψανα εν αυτώ ουχ ευρέθησαν,

Και τα αίματα των σφαγών στους

κατόχους των

επεστράφησαν,

Ό,τι πρόκειται να μείνει από τον κόσμο
Αυτόν, τόνιζαν και τινάσσονταν προς τα

Πάνω σαν με πτυσσόμενους βλαστούς
Μέχρι τις πύλες του παλατιού όντας ήδη

μια θολή κατάρα

και ευλογία

στο έλος και το έλεος του μέλλοντος,

Είναι ένα κάτοπτρο τυλιγμένο σε λευκό
Μαντήλι, λέγαν τα φυτά κουρασμένα

Από την προσπάθεια για ανθρώπινη
Ομιλία, ένα μικρό κάτοπτρο επιστροφής

Ο που θα δει το πρόσωπό του μέσα, θα
Έχει ήδη γυρίσει στη πραγματικότητα

Το άδειο κέλυφος αφήνοντας του κόσμου
Για πάντα πίσω· ούτος κληθήσεται ο ζων

και

ο υιός

της εικόνας

Και για πρώτη φορά θα υπάρξει, χωρίς
Να μετράνε καθόλου τα χρόνια του επί

Της γης των ανθρώπων που ζουν κοντά
Στη κρημνώδη έπαυλη των εννοιών και

των λέξεων·

Είπαν τα φυτά και έπαυσαν να ομιλούν
Ενώ η Λυσιδίκη Πίξελμπεργκ κοιμόταν

ανήσυχα

Με ένα παιδικό χαμόγελο ωστόσο

στο πρόσωπό της

Και ο Οδυσσεύς που της χάιδευε μέσα
Από το λευκό σκέπασμα το ακόμα πιο

λευκό

και ιδρωμένο από την ένταση του ύπνου

στήθος της

Δεν τολμούσε να την ξυπνήσει από το
Βαθύ γαλαζοφώτιστο όνειρό της πάνω

από

την υδρόγειο