Friday, March 27, 2009

Robert Schumann : The "Rhenish" Symphony (4th movement, langsam-lebhaft)



Το μεγαλούργημα του Schumann από τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης και τον χαρισματικό Kurt Masur.

Λόγω φόρτου εργασίας και επειδή εσχάτως με έχει πιάσει μια μάλλον εξωστρεφής ανοιξιάτικη διάθεση που με κάνει να βαριέμαι αφόρητα ο,τιδήποτε σχετίζεται με διαδίκτυο, θα λείψω για λίγο καιρό από τα ιστολόγιά μου. Θα τα ξαναπούμε.

Sunday, March 22, 2009

Η ΣΥΛΛΗΨΗ



Κρυβόμαστε για να μην μας
Πιάσουν, είπαν τότε καθώς

φαίνονταν

αποφασισμένοι

να μιλήσουν

Κάτω από τα στρογγυλά τραπέζια
Του καφεζαχαροπλαστείου όπου

ήταν

στριμωγμένοι

Κάνοντας

Νόημα στους περαστικούς και τους
Καθήμενους να μην τους προσέχουν

Παροτρύνοντάς τους απ' την άλλη
Να μην πάψουν να τους κοιτάζουν,

Ορίστε εμείς, λέγαν, μην μας βλέπετε,
Απέτρεπαν, εδώ προσέξτε μας καλά,

προέτρεπαν,

Έχουμε την εντύπωση πως απ' τη
Μια στιγμή στην άλλη, η σύλληψή

μας

επίκειται,

Και τραβήξαν προς τα κάτω ένα
Μεγάλο τραπεζομάντηλο που

Κατέρριψε καφέδες και ποτά με
Πάταγο στο έδαφος ενώ μιλούσαν,

Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι
Κατηγορούμαστε για κάτι, ούτε

Όμως ότι είμαστε αθώοι ακόμα
Πιστέψτε μας, θέλουμε πολύ

να είμαστε αθώοι

όμως πώς είναι τούτο δυνατό

αφού δεν είμαστε καν

οι ένοχοι;

'Οχι δυνατόν δεν είναι, αλλά
Μπορεί αδύνατο εξ ίσου να

μην είναι

Στα αδιέξοδα των σκέψεων
Και τις χίμαιρες του είτε είτε

Μπορεί μια δική μας χίμαιρα
Ίσως να επιβιώσει, λέγαν και

προσέξαν

Πώς οι θαμώνες σηκώνονταν
Απ΄τα καθίσματά τους για να

φύγουν,

Μην φεύγετε, είπαν οι κρυμμένοι,
Κτυπώντας άτσαλα τα τραπέζια

από κάτω

Με τα κεφάλια τους καθώς για λίγο
Ανασηκώνονταν από την θέση τους,

Μην φεύγετε, ακούγονταν πάλι οι
Φωνές από κάτω, μάρτυρες άλλους

εκτός από εσάς

δεν έχουμε

Χωρίς

Καμμία μαρτυρία ζωής έφυγε για
Πάντα η ζωή μας πιθανώς, χωρίς

μαρτύρια

και

βασανιστήρια

Τόσο ανάλαφρα μας αφαιρέθηκε
Σαν ανασυρμός πορτοφολιού από

Τη τσέπη αμέριμνου ανθρώπου
Που δεν έλαβε καθόλου υπ'όψιν

τα επιδέξια

δάχτυλα

του κλέφτη

Εμείς δηλώσαμε 'ξ' αρχής ωστόσο
Πως δεν είμασταν οι κλέφτες, όχι

Την δική μας τη ζωή εν τέλει δεν
Καταφέραμε ποτέ να κλέψουμε

ούτε

Καν να την υπενοικιάσουμε σαφώς
Με όρους προσοδοφόρους έτι, όμως

η σύλληψή

μας

επίκειται

Από ποιον και πώς, τούτο γνωστό
Ακόμα δεν μας είναι, παρ'όλ'αυτά

μια σύλληψη

του

όλου πράγματος

Είναι πλέον το ζητούμενο, είπαν
Και ανακάθησαν στα πόδια τους

Για να ξεμουδιάσουν, αυτό είναι
Το ζητούμενο, επανελάμβαναν,

Εμείς

Ασύλληπτοι ας είμαστε ακόμα
Η ζωή μας εξ ίσου ασύλληπτη

ωστόσο,

λόγο

Δεν έχει να είναι, κάπως το μέγα
Πόρισμα πρέπει να εισέλθει στη

σκηνή

των

γεγονότων

Και κατά κάποιο τρόπο ίσως με
Τη σύλληψή μας συλληφθεί και

η ζωή μας

Και μέγα ερωτηματικό για την
Μεγάλη ξαφνική της απουσία

πλέον

να μην

μένει

Ιδού συλλάβετέ μας, λέγανε στην
Ερημιά καθώς θαμώνες πλέον δεν

Υπήρχαν γύρω τους, είχανε φύγει
Προ πολλού, συλλάβετέ μας αν

μπορείτε,

τόνισαν ξανά

Με ίσως κάποιο παραπάνω θράσος
Τούτη τη φορά, ενώ ο σερβιτόρος

Που σκούπιζε λίγο πιο δίπλα
Τους φώναξε να του αδειάσουν

τη

γωνιά

Γιατ' ήθελε να καθαρίσει και κάτω
Απ'τα τραπέζια, πηγαίν'τε κύριοι,

τους ανακοίνωσε,

Κανείς δεν σας κρατάει εδώ, είστε
Ελεύθεροι, τους είπε, πηγαίνετε

τώρα,

Και

Ούτε καν γύρισε να τους κοιτάξει
Καθώς ξεμάκραιναν από το χώρο

εμφανώς

ανακουφισμένοι

Από την όλη πολύ δυσάρεστη
Για κείνους περιπέτεια

Της εξακρίβωσης στοιχείων
Παρ'όλ'αυτά ζωής ακόμα

που δεν αναγνωρίστηκαν

ωστόσο

και ολότελα ως τέτοια


Monday, March 16, 2009

FORCE MAJEURE


"Mr. Paul Morphy has definitely settled to visit England and attend the meeting of the British Association at Birmingham."


Howard Staunton, The Illustrated London News,
June 19, 1858



Στάντον, η δύναμη είναι σαν τη
Σκαμμένη νύχτα στα μηνίγγια

του

ανθρώπου

Τόσο τυφλή και σίγουρη ώστε
Δεν χρειάζεται καν λόγο για να

εκδηλωθεί

Στην ημερήσια κατατονία του
Βυθισμένου φωτός, απότομα

Φουσκώνει σαν ακροθαλασσιά
Στο στήθος του σκακιστή ή του

ποιητή

Και υφαρπάζει την νομιμότητα
Του αίματος, είναι οξεία θλάση

του

χρόνου

Με το παρελθόν από τη μια να
Έχει αφανιστεί και το μέλλον

Από την άλλη, κάποτε ισχυρό
Στην προσδοκία, να κρέμεται

Ψελλίζοντας από την βαρειά
Κουπαστή του παρόντος, του

μοναδικού

βασιλέα

του νου,

Έλεγε ο Μόρφυ στον Στάντον
Ένα αδρό μεσημέρι μπροστά

στην

έτοιμη

σκακιέρα

Του υποστατικού του Στρέτχαμ
Ενώ ο μπάτλερ ξενιζόταν κάπως

από

Την ασυνήθιστη προφορά του
Μόρφυ, φρόντιζε ωστόσο να

εκτελεί

κατά προσέγγιση

τα παραγγέλματά του,

Η δύναμη καταργεί τον χρόνο
Στάντον, συνέχιζε να λέει ο

επισκέπτης,

όπως

η

Μεγάλη φυγή των αιώνων που
Άξαφνα εγείρονται στο νεκρό

τοπίο

του

ηλίου

Και καταβάφουν κόκκινη με
Αίμα γενεών λελυμένων την

αυγή

για

Ακόμη μια φορά, και σαν τον
Σεισμό που αμφισβητεί την

Σταθερότητα της γης και ρηγνύει
Απότομα τις δοκούς ανύποπτης

οικίας

Με ολόφωτο πάταγο στο έδαφος,
Εμφανίζεται ξανά το στέμμα του

ανθρώπου

ενώπιον

του θεού

Και ουδείς δύναται πλέον να του
Το αφαιρέσει μηδέ και ο ίδιος

Και καμμία ζωή δεν στέφεται με
Ζωή χωρίς την λάμψη αυτού του

στέμματος

Μα είναι ο μοναχικός βρυχηθμός
Στο παντέρημο σκοτάδι όπου και

λύεται

η δύναμη

επί του κόσμου,

Στάντον,

Και η ίδια είναι ο μόνος λόγος
Για τον εαυτό της και ουδέν

άλλο

Η ίδια μόνο σκοπεύεται από
Τον εαυτό της και όχι εκείνο

Που βρίσκεται έναντί της, είναι
Μια βροχή που δεν τελειώνει

ποτέ

Και πέφτει μόνο στη θάλασσα,
Η δύναμη, Στάντον, πρόσεξε

Την διάταξη των πεσσών στη
Σκακιέρα πριν από τον αγώνα

Και δες την μετά από δεκαπέντε
Κινήσεις, φαντάζουν πλέον τα

κομμάτια

Σαν μονάδες

Πεπυκνωμένου νου σε λειτουργία
Καθαρπαγής όχι του αντιπάλου

αλλά

της δικής μας

ισχύος στην ύπαρξη,

Παίζουμε εναντίον του εαυτού μας
Πάντα, όπως ο ποιητής που αρδεύει

μονάχα

Τα δικά του κοιτάσματα ρίγους
Και αναδιανέμει τον ήδη βιωμένο

Χρόνο στους ανθρώπους ως εάν
Μην είχε βιωθεί πρωτύτερα από

κανέναν

Και είναι

αυτός που

Γράφει τους στίχους του υπέρ τον
Εαυτόν και όχι σε ισοπαλία μαζί του

Μα το

κυριώτερο,

Στάντον,

Ομιλούμε από τη δίνη αυτής της
Μεσόκοπης εποχής μόνον προς

εμάς

τους

ίδιους

Σαν τηλεβόες σε έρημη αγορά
Και σαν πέταγμα των άλμπατρος

πάνω από

την άδεια θάλασσα

των ματιών του θεού,

Είπε ο Μόρφυ ενώ ο Μπαρνς
Δίπλα του κοίταζε με ανησυχία

Την ανέγγιχτη σκακιέρα, ας
Ξεκινήσετε, είπε καθώς ρύθμιζε

τα ρολόγια,

Και το ε4 του Μόρφυ φάνηκε
Για μια στιγμή σαν η έξοδος

του

ηλιακού

δίσκου

Από βαριά σύννεφα στον ορίζοντα
Που τον καλύπταν, αλλάζοντας τη

σκιά

σε

ημέρα

Σε μια στιγμή

Μετά από είκοσι λεπτά ο Στάντον
Εγκατέλειπε, δεν πρόκειται εγώ

Να συνεχίσω άλλο, είπε ,και τράβηξε
Προς τη βιβλιοθήκη του σύροντας

έξω απ' αυτήν

μια Τρικυμία,

Έχω την εντύπωση, δήλωσε μετά
Από μια σιωπή που διήρκεσε περί

τους

δύο αιώνες

σε αστραπή δευτερολέπτου

Πως ο Πρόσπερος διέφυγε από
Τις σελίδες του Σαίξπηρ και ιδού

βρίσκεται

ενώπιόν μου,

Ο Μόρφυ δεν του απάντησε, ενώ
Κοιτάζοντας απλά το ρολόι του

Φαινόταν σα να ήθελε να βγεί από
Το υποστατικό χωρίς να κουνηθεί

από τη θέση του,

Ώρα να γεννηθώ και να πεθάνω,
Είπε, ουδείς θα λάβει γνώση του

γεγονότος

ει μη

η δύναμή μου,

Και ανασηκώνοντας λίγο τη φωτιά
Από το στέρνο του γύρισε προς την

σκακιέρα

και πρόσεξε

Τον έναν μαύρο αξιωματικό του
Στάντον που φάνταζε σαν να

περπατούσε

σχεδόν

στο χείλος της

Κοίταξε ξανά τον οικοδεσπότη
Και του φάνηκε για μια στιγμή

πως

και ο

ίδιος

Περπατούσε αχνά στο χείλος του
Μονάκριβου εαυτού του, σχεδόν

τρέμοντας,

Στάντον, κανένα νόημα δεν έχει
Να ασχολείσαι με κάτι αν δεν

μπορείς

Να είσαι ο πρώτος σε αυτό, του είπε,
Κι εσύ γεννήθηκες για να'σαι από

τους πρώτους

Και δεν σου πρέπουνε λόγια φυγής
Αυτός που 'ναι σοφός γνωρίζει καλώς

Πως η ιδιοφυία διαφέρει από την
Συνήθεια σε τούτο ακριβώς, όσο

Το δέντρο που καίγεται από την ίδια
Τη φλόγα και το αρπάζει συθέμελα

Όμως

Ο άνθρωπος της δύναμης δεν είναι
Η φλόγα αλλά το δένδρο που μία

νύχτα

άπαξ

κατακάηκε

Και εκτότε δεν είναι άλλο από το
Φυσικό σύνορο του κόσμου στην

αποκαθήλωσή του

Ο κόσμος όλος, Στάντον, μπορεί
Να παρέλθει, όμως ο νους ποτέ,

είπε,

ποτέ ο νους,

επανέλαβε,

Και όπως ο άνεμος γοργά χτενίζει
Τα σιταροχώραφα του τρόμου

Και τ' αναπλάθει σε χρυσαφένια
Κύματα που κατακυριεύουν την

Οπτική επικράτεια σε χρόνο τόσο
Ελάχιστο όσο χρειάζεται για να

Πει κάποιος ελήλυθα, ελήλυθα,
Στάντον, όμως μόνος μου φεύγω

Και μόνος μου

Ποτέ δεν θα ξαναγυρίσω, αλλά
Μαζί με ένα ολόκληρο θέρος

αληθείας

εν τω μέσω

του ανθρωπίνου χειμώνος

Ακόμη και ο θάνατος, Στάντον,
Δεν μπορεί να προσβάλλει ένα

Τείχος από καθαρό νου, μηδέ
Και την υστάτη αξιοπρέπεια

της

θλίψης

Του μοναχικού διαβάτη που
Βλέπει από τη μια του δρόμου

το πλήθος

και από την άλλη

το δικό του σκοτεινό κλέος

Και δεν κοντοστέκεται ούτε
Για μια στιγμή, σαν φύσημα

καταιγίδας

φεύγει ταχέως

Και για πάντα χάνεται από
Τον ορίζοντα εκείνων των

ανθρώπων

Που ακόμα να καταλάβουν
Πως ένας μέσα σε πλήθος

Είναι κάτι λιγότερο από τον
Εαυτό του, η δύναμη όμως

Σε πλήθος δεν καλλιεργείται
Παρά μόνον στην ανεπίσημη

κρυψώνα

του παραδείσου

- ο ανθρώπινος νους,

Κατέληξε ο Μόρφυ καλώντας
Τον μπάτλερ να του φέρει τα

πράγματά του

για να φύγει

Ενώ ο Στάντον λίγο πιο κει
Έσπρωχνε ξανά προς τα μέσα

Τον μαύρο αξιωματικό του
Που κινδύνευε να πέσει έξω

από τη σκακιέρα


Wednesday, March 11, 2009

ΤΟ ΑΜΕΡΙΜΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΩΝ ΣΚΕΨΕΩΝ


Η εξέγερση είναι η πραγματική
Περιουσία της ανθρωπότητας,

Είπε ξαφνικά στο Λάμα ο ναύτης
Της Κρονστάνδης ενώ δίπλα του

Έχασκε με το στόμα ανοιχτό μια
Κατεστραμμένη βιτρίνα, με τα

μισά

εμπορεύματα

Πεταμένα στο δρόμο

Kάποτε πολύ διστακτικά κάποιος
Από το πλήθος πλησίαζε, σήκωνε

Ένα και το φυγάδευε στην ομίχλη
Ενώ ο Λάμα λίγο πιο κει διέλυε

επιμελώς

Μία μαντάλα που αναπαριστούσε
Τον κόσμο με φωτεινές γραμμές

χρωματιστής

άμμου,

Ο,τιδήποτε άλλο βρίσκεται στη
Κατοχή του ανθρώπου είναι μία

αυταπάτη

ένας καλλωπισμός του

σκότους,

Συνέχισε να λέει ο ναύτης, και
Τίποτε περισσότερο, ή ίσως μια

παιδική

ένσταση

Έναντι της απειλής της ζωής, όταν
Η αλήθεια διαβρώνει πισώπλατα

την εποχή

των ανθρώπων

σε μια

Βραδυφλεγή ανακωχή ανάμεσα
Σ'αυτούς και την ισχύουσα έρημο,

την

βασιλεύουσα

Στα ερείπια της αναμονής ενός
Λυτρωτή που δεν έρχεται, μίας

κρίσεως

που δεν τραντάζει

τη γη

Και μιας σάλπιγγας που κανείς δεν
Τολμά να τη φυσήξει σίγουρος για

Αυτά που θα αναγγείλει, είμαστε
Στ' αλήθεια τα πειραματόζωα της

Ιστορίας

όμως

Πουθενά δεν φαίνεται ο ελέγχων
Μηδέ και ο αποκομίσας άλλο τι

Ει μη τη νυχτερινή υπόσχεση της
Αμαξοστοιχίας που φεύγει ξαφνικά

από το σταθμό

Ένα παρατεταμένο σφύριγμα εορτής
Αφήνοντας σε μη εορτάζοντες στην

αποβάθρα,

Κατέληξε ο ναύτης της Κρονστάνδης
Και το βλέμμα του έπεφτε συνεχώς

Στη μαντάλα που διέρεε σαν λειωμένη
Φυλακή στο έδαφος, ενώ ήσυχος ο Λάμα

Αποτελείωνε το έργο της καταστροφής,
Ο κόσμος για μένα δεν υπάρχει πλέον,

είπε,

και

Για του λόγου το αληθές, ιδού η άμμος
Δίχως σχέδιο πλέον παραδίδεται στην

ανθρωπότητα

ασύμμετρη

ασυμμέτοχη

Πρώτη ύλη για το σίγουρο βλέμμα μας
Και ύπνωση του στερεότυπου σύμπαντος

Μα η μαντάλα δεν είναι αναπαράσταση
Είναι ο ίδιος ο κόσμος, αυτόν λοιπόν εγώ

συνέτριψα,

Τι εννοείς; του είπε τότε ο εξεγερμένος
Της Κρονστάνδης, μηδέν έτερον της

αντιπροσωπεύσεως

σε αυτό

που μόλις ρήμαξες

Όχι όμως το πραγματικό, συμπλήρωσε
Και κοιτούσε την ξεθυμασμένη άμμο

Που έδινε την εντύπωση αναρχούμενου
Πλήθους σε μικρογραφία και σε μεγάλη

ταραχή

ευρισκομένου,

Δεν υπάρχει το πραγματικό, του είπε τότε
Ο Λάμα, ο κόσμος δεν είναι πραγματικός

Ο,τιδήποτε αλλάζει δεν μπορεί στ'αλήθεια
Να υφίσταται, αν υπήρχε δεν θα άλλαζε,

Σαν λίκνισμα μιας σκέψης μέσα σε όνειρο
Οι ανθρώπινες σκιές πιστοποιούν μονάχα

μία έλλειψη

αγελαία:

τίποτε στο κόσμο δεν υπάρχει,

Συμπέρανε ο Λάμα και βιάστηκε να ανοίξει
Το παράθυρο σα να περίμενε την έφοδο

μιας

αλήθειας που παραμόνευε

απ' έξω,

Η εξέγερση ωστόσο είναι πραγματική, του
Αντέτεινε τότε ο ναύτης, και με άτσαλες

κινήσεις

εδώ κι εκεί

Συνωθούσε και απωθούσε τους κόκκους
Της άμμου χωρίς λόγο, από μια καθαρά

ανακλαστική

επιθυμία

αναδιατάξεως

Που απoσυντόνιζε ακόμα περισσότερο
Αυτό που ήθελε να επιτάξει σε διάταξη,

Όχι, ούτε αυτή είναι, του είπε τότε ο
Θιβετιανός, είναι μόνον μια αλλαγή

της

άδειας

μάσκας

Και από μέσα μηδεμιά εκείνη η ζώσα
Βασιλεία που θα ονόμαζε το γηραιό

Σύμπαν με το δικό της εγώ ειμί ο ων
Τίποτε περισσότερο από μια διαρροή

παγιδευμένου

ιλίγγου

Στην έτοιμη από παλιά διάλυση του ενός
Ονείρου προς όφελος του άλλου ονείρου

του συμπιεσμένου

σαν

ατμός υπάρξεως

Επί των εμβόλων της μηχανής της ζωής
Που αναδιανέμει τη φρίκη με πειθώ

σιωπηλή

και

αλύγιστη

Κι η εξέγερση, συνέχισε να λέει μην
Κοιτάζοντας τίποτε πλέον γύρω του

βλέποντας

ταυτόχρονα

τα πάντα,

Βίαιη και απαιτητική όσο προεξάρχον
Είναι και το κύμα της θάλασσας που

ανατρέπει

μια βάρκα

αδύναμη

Στο βαθύ πέλαγος του σταματημένου
Από πάντα χρόνου, μια επισυρροή

Χιονιού σε στέγη, και το αμφίβολο
Φτεράκισμα στα παγωμένα ρούχα

ενός

νεκρού

Η ανθρώπινη κατάσταση

Από την οποία ουδείς δείχνει πλέον να
Εγείρεται με μάτια φωτεινότερα της

κατακλίσεώς του

Και όπως ο ονειρευόμενος πιστεύει
Πως ό,τι βλέπει είναι και αληθινό

επειδή

το βιώνει

Έτσι και οι άνθρωποι σχηματίζουν
Μεγάλους κύκλους γύρω από κάθε

συμβάν

Σα να επρόκειτο να τους εφοδιάσει
Με λίγη παραπάνω φλόγα για ζωή

Όμως σαν πέλεκυς που πέφτει βαρύς
Σε ξύλο ο άνθρωπος ξυπνάει από

νύχτα

σε

νύχτα

Την χαραυγή μήποτε τολμώντας να
Αντικρύσει από φόβο μήπως χάσει

το

οικείο του

σκοτάδι

Και σαν κρίμα σιωπηλό κι ερχόμενο
Μέσα 'πό αιώνες ανεπίγνωστους ο

κάματος

του κόσμου

Θα τον σκεπάσει και μηδέποτε θα
Τον αφήσει πλέον να χαίρεται μια

διαδρομή

αμφίβολης

ελευθερίας

Σ'ένα όνειρο παγιδευμένο εξ αρχής
Με εκρηκτικά βαλμένα από δόλο

θεϊκό,

Δεν είμαστε μόνον

Όμηροι των κρατών, είπε τότε στον
Εξεγερμένο της Κρονστάνδης ο Λάμα,

Και αυτά

Δεν είναι τίποτε άλλο παρά αφορμές
Για να μας ελέγχει ένα μυστήριο τόσο

παιδικό

κάθε φορά

όσο

Βαρύς συρμός σε παλαιοπωλείο ύλης
Γίνεται η πλάση και η έκταση των

ανθρώπων

σε θεατρικά βασίλεια

Και σαν παιδιά στο δάσος χαμένα
Σαν μαθητές σε σχολείο την πρώτη

μέρα

των μαθημάτων

Ενα πρωί δεν θα ξυπνήσουμε εδώ
Μα στην αλήθεια, όμως ο κόσμος

δεν θα υπάρχει

τότε

Και όνειρο ονείρων άνθρωπο ποτέ
Ξανά δεν θα συνθλίψει μέσα στην

υπόσχεσή του

Και μάσκα σε μάσκα δεν πρόκειται
Ξανά να επιθέσει ο σκιώδης άρχων

της

οπτασίας

μέσα στην οποία ζούμε

Αδιάκοπα και επιμελώς σα να μην
Υπήρξε το διάλειμμα της ζωής θα

συνεχίσουμε

να μετακομίζουμε

την αιωνότητα

Από τον έναν χρόνο στο άλλον
Σε νέα ξέφωτα δημιουργίας

και

καταστροφής,

Είπε ο Λάμα και προς μεγάλη
Έκπληξη του ναύτη, σήκωσε

μια

πέτρα

Και την έρριξε σε παρακείμενη
Βιτρίνα κατασπάζοντάς την, ο

δε

ήχος

της κρούσης

Ελέχθη και από τους δυο πως
Ακούστηκε μονάχα μέσα στο

φωταγωγημένο

για τη περίσταση

Μυαλό τους


Wednesday, March 4, 2009

IN HOC SIGNO VINCES, IN HOC SIGNO ABIBIS



Η Λίμνη βρισκόταν εκεί πριν από
Την αρχή της Δημιουργίας, πριν

ο χρόνος

φυγαδευθεί

μέσα της

Σαν φωτεινό φίδι στην νύχτα, σαν
Όροφος κτίσματος υψηλού πάνω

σε όροφο,

Σαν αιώνας που διαδέχεται αιώνα
Με γρήγορη ταχύτητα και σαν τα

μαυροντυμένα περιστέρια

από τις χούφτες

των ακίνητων παιδιών,

Απάντησε τότε ο Ντράγκο στον
Πρωτότοκο, ενώ η μεγάλη σάλα

του

ξενοδοχείου

Αργά αργά εβούλιαζε μέσα στο νεκρό
Απογευματινό φως των νικημένων

από την ισχύ της ζωής

θαμώνων

Οι δε συσσωρευμένοι ήχοι των λόγων
Που χαμηλόφωνα εκφέρονταν και

διαμερίζονταν

σε ξέπνοες

προτροπές

Από τα ημίκλειστα πρόσωπα προς
Τις θαμπές φιγούρες που κάθονταν

Έναντί τους, τινάσσονταν αίφνης
Σε νέα και απροσδόκητη οξυτονία

αιχμής

της

πραγματικότητας

Από τους κρότους των ποτηριών και
Των φλυτζανιών του καφέ πάνω στα

τραπέζια,

οι άνθρωποι κάποτε

Σηκώνονταν και έφευγαν από τη
Σάλα και άλλοι εισέρχονταν για να

σβήσουν

με τη σειρά τους

στη θλίψη

Μιας άτονης ομήγυρης ενώ από κοντά
Ο σερβιτόρος προσπαθούσε αμήχανα

Να διορθώσει το λάθος του, ώστε δεν
Παραγγείλατε εσείς, είπε στο Ντράγκο

Και απέσυρε το δίσκο στα έγκατα του
Κτίσματος εκεί όπου χιλιάδες μορφές

Και φωτοσκιάσεις μένανε να γεννηθούν
Από τις χλωμές επιθυμίες των ανθρώπων

των αφημένων

στο ήπιο άλγος

Κάποιου μεσοδιαστήματος ανάμεσα
Σε παρελθόντα θάνατο και επικείμενο,

Και η Λίμνη ήταν σκοτεινή σαν άβυσσος,
Συνέχισε να λέει ο Ντράγκο, τα νερά της

ήταν

παγωμένα

σαν ρίψη ματιού

Στον γκρεμό της Εδέμ, η τόση ανυπαρξία
Κάποιας κίνησης ήτανε φανερό από τότε

Πως θα επέσυρε έναν κόσμο ολόκληρο
Σε αυγή χρωμάτων και περιγραμμάτων

Που ποτέ δεν κατακάθησαν οριστικά σε
Μια μορφή, το πόσο φευγαλέο από την

Όραση θα'τανε τούτο το ξενοδοχείο δεν
Μπόρεσε 'ξ' αρχής ο επίορκος φυγάς του

κόσμου

Να το επικυρώσει, μια καταβύθιση ήταν
Το ζήτημα όλο, μια στιγμιαία ανασάλευση

των

νερών

της Λίμνης

Ο θρίαμβος και η ιαχή του νέου κόσμου
Που τυφλός παραδιδόταν σε τυφλό

Και νεκρός προσποιείτο τον ζωντανό σε
Νεκρό εξ ίσου, ο άνθρωπος που βγήκε

Έτοιμος μέσα από τα νερά και βρέθηκε
Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου εκείνο

το

κλειδί

αναμένοντας

Δεν ήταν παρά το θράσος ενός ονείρου
Όμως αυτός ο άνθρωπος ήσουν εσύ

πρωτότοκε,

Είπε ο Ντράγκο και το μύχιο βλέμμα του
Χάθηκε αίφνης στους νεοεισερχόμενους

που

κοιτούσαν

Τα τραπέζια ανιχνευτικά χωρίς όρεξη
Σπρώχνοντας ελαφρά τις καρέκλες για

Να καθήσουν, όμως παρέμεναν ακόμα
Όρθιοι κοιτώντας προς την είσοδο και

περιμένοντας

χωρίς

φανερή αιτία,

Ντράγκο, είπε τότε ο πρωτότοκος στον
Σωσία του, οι επιστρώσεις του ψεύδους

Πάνω στον πρώιμο κόσμο υπήρξαν
Όχι λίγες, η κυριώτερη είναι μπροστά,

Το μέλλον,

Αυτό είναι, Ντράγκο, που σαν ισχυρός
Και βαρύς μαγνήτης στο άπειρο ελκύει

Τα ρινίσματα κάθε ζωής και τα κολλάει
Πάνω του περιφέροντάς τα σα τρόπαιο

αφανισμού

Στη πιο σκοτεινή νύχτα του ανθρώπου
Το μέλλον! Ντράγκο, είναι ο πιο φρικτός

σωσίας μας

Και μας μοιάζει τόσο ώστε ποτέ δεν το
Αναγνωρίζουμε στην ώρα του, φαντάζει

Μια θλιβερή ιστορία του παρελθόντος
Όταν καλούμαστε να το επωμιστούμε

με

τις

πτέρυγες

Του Κακού πάνω στην μοναχική σκιά μας
Καθώς πλανάται στις στοές του χρόνου και

της λήθης

δίχως έξοδο

ενώ εκείνο δραπετεύει

Σαν φωτιά που ολοένα σβήνει και ταχέως
Συρρικνώνεται σε άκρο ελάχιστο, άκρο

ελπίδας

Ώσπου να γίνει ο αμυδρός καπνός ο που
Σε μια στιγμή πετάει προς τα πάνω σαν

θάνατος

μικρού

πτηνού

Έτσι τελειώνουν τη ψυχή τους οι άνθρωποι
Σε σκιές υποσχεμένες, σε ρίζες σκαμμένες

εξ αρχής

και αδιέξοδες

σε ένα

Οδοιπορικό του Κάιν απαρχής του κόσμου
Που ποτέ δεν έλαμψε τόσο πολύ όσο στο

μέλλον!

και

με ένα

Νεύμα του τέλους που ποτέ δεν έρχεται,
Μα σε μια προοπτική ασάλευτης δόξας

βασίλευσε ήδη κτισμένος

ο μέγας χρόνος

Ντράγκο,

Και σε πανδαιμόνιο μέσα κατέρρευσε νωρίς
Κυνηγώντας ένα είδωλο φωτιάς που δεν

καίει

Ένα ομοίωμα θεού που δεν κυβερνά, και 'να
Χτύπημα στη κλειστή πόρτα του ελέους, μια

φωταυγή

στις χαραμάδες

του Λόγου,

Το μέλλον Ντράγκο! αυτός ο αδίστακτος
Μεταπράτης της θλίψης μας, ο ελεεινός

ταχυδακτυλουργός

της

Γένεσης

Που μας υπνωτίζει από το κέντρο της
Σκηνής του αλλόκοτου θεάτρου οπού

Βρεθήκαμε για τα καλά αποκλεισμένοι
Από τον αμφίβολο θόρυβο μιας ζωής

θρυλούμενης

παρά τη θέλησή μας,

χωρίς καν την παρουσία μας

Και συνεχώς μας δείχνει έναν σωσία
Στη θέση του εαυτού μας, στη θέση

της ζωής

και του

θανάτου μας,

Το μέλλον! Πόρνη πιο ακούραστη και
Απ' αυτό το χρήμα, Ντράγκο, ο δεινός

μύλος

που αλέθει γοργά

όλα τα όνειρα

Και τα αραδιάζει νεκρά λήμματα της
Πραγματικότητας στον πάγκο της

οικουμένης

να φωτοβολούν

ακόμα

Την νοσηρή επιφέροντας επιθυμία
Αρπαγής τους για άλλη μια φορά

για μια νέα

εορταστική θλίψη

για μια

Νίκη τόσο άδεια όσο άδεια είναι τα
Μάτια του πρωινού ανθρώπου που

Γρήγορα γρήγορα φεύγει από το
Σμήνος των επιθυμιών της νύχτας

Για να πάει να προλάβει το δικό του
Μέλλον στην θλιμμένη στάση ενός

παμφάγου

λεωφορείου

που ποτέ δεν καταφθάνει,

Αυτό, το πανίσχυρο τοτέμ στο κέντρο
Της ζωής γύρω από το οποίο με δίχως

μεγάλη πίστη

οι πιστοί

προσεύχονται και αντεύχονται

Καθώς τους καθηλώνει με μια ματιά
Ωσάν μπόρα ξαφνική μέσα στο ίδιο

αρχαίο

παιδικό σκοτάδι

της ανθρωπότητας

Το μέλλον, Ντράγκο, η ασπίδα μας
Ενάντια στο παρόν! μα και το πλέον

βρώμικο άλλοθι

του

παρελθόντος μας

Το που σωριάζεται ήδη στη καρδιά μας
Σαν χυμώδης σταφυλή σε παντέρημο

αμπελώνα

Με αυτό το σημείο θα νικήσεις, Ντράγκο,
Με αυτό και θα πεθάνεις, χαμένος σε

καιρούς

χαμένους

Και φωτεινός σε θλίψη μα πιο φωτεινή
Κι από τον ήλιο που άλλο δεν φωτίζει

απ' το δικό του

αποσιωπημένο

μυστήριο

Με αυτό το σημείο πρόκειται να ζήσεις
Ντράγκο, με αυτό το σημείο δεν έζησες

ποτέ,

Είπε ο πρωτότοκος και βιάστηκε να
Σηκωθεί από τη θέση του να πάει

να φύγει,

Στάσου, του είπε τότε ο σωσίας του,
Και τον κοίταζε για ώρα πολλή δίχως

να μιλάει

Δεν φαινόταν έτσι κι αλλιώς πως
Ένοιωθε την ανάγκη να πει κάτι

ακόμα

Μα ούτε και να σιωπήσει εντελώς
Έμοιαζε μάλλον σαν ο άνθρωπος

που γεννήθηκε

από πάντα

σε μια εκκρεμότητα

Την οποία και φρόντιζε να την
Συντηρεί με κάθε κόστος, ως

σημάδι

Μιας επερχόμενης επανασύνδεσης
Με έναν καλά κρυμμένο από τα

μάτια

των ανθρώπων

ουρανό