Wednesday, November 26, 2008

HINC SI STAS, HINC ERIS , CARPE NOCTUM


Είμαστε δυο δίδυμοι αδελφοί
Εκτός γραμμής αίματος, έλεγε

εκείνο το απόγευμα

Ο πρωτότοκος στο Ντράγκο καθώς
Παίζαν σκάκι δίπλα στο τζάκι του

ξενοδοχείου,

Τα δίδυμα της συγκυρίας αιώνων μα
Είναι εξ άλλου τα δίδυμα του Θανάτου,

θα αναλάβω την ευθύνη

τελικώς

Να μην είμαι μόνον ο εαυτός μου αλλά
Ακόμα, και η γιορτή της απώλειάς του

μέσα

Σε μια ανεπιθύμητη ομοιότητα, αν
Εσύ Ντράγκο, είσαι στα σίγουρα

το πιο εφιαλτικό πλάσμα

στον κόσμο,

ένας σωσίας,

Αυτό λίγο έχει να κάνει με τον εφιάλτη
Της μίας και μοναδικής ζωής που μας

εδόθη

χωρίς έλεος

Ανεπιθύμητο ειναι πάντα το επιθυμητό
Ντράγκο, και η παρουσία του, ένας

κόλαφος

χρόνου

Στα άδεια μηνίγγιά μας, θάνατος είναι
Πάντα η ζωή Ντράγκο, ακόμα και όταν

δεν την έχουμε,

όταν αναίτια την αναζητούμε,

Άδειος τελείται ο καθρέπτης με το είδωλο
Εντός του, στη πραγματικότητα όσο και

αν το αρνηθούμε

ο εαυτός μας ξέρει να προσποιείται

την μεγαλειώδη ερημιά

και δεν νοούμε

Αλλιώς να τον εγγίζουμε ει μη με μία
Φάρσα που σιγά σιγά o χρόνος

ετοιμάζει

επιφέροντας

σαν θύελλα στο γυαλί

Εκείνο τον σωσία που αποσύρεται μέσα
Στον άγριο θάλαμο του παλαιού κόσμου

Στο μεγάλο χαλί της κεντρικής σάλας
Του ξενοδοχείου που φαίνεται ότι μπορεί

να είναι ολόκληρη

Μια κυματιστή τυχαία σκέψη σ' ένα

πρωτόγονο μυαλό

μα ίσως και όχι

Ανεπιθύμητο είναι πάντα το επιθυμητό
Ντράγκο, και εκείνο που θα μας ορίσει

ως λάμψη εσχάτη

είναι μια φυλακή κατόπτρων

Που σαν κινούμενη άμμος απειλεί
Να μας καταπιεί χαμογελώντας

Επιχειρώντας να μιλήσει όπως εμείς και
Να σκεφθεί ομοίως, αλλά την κρίσιμη

στιγμή

Απότομα θα σκοτεινιάσει και θα παραπέσει
Σαν γράμμα απ'τον ουρανό που δεν μπορεί

κανείς να το

διαβάσει

Απειλώντας να σφαλίσει μια για πάντα
Την θύρα της αγάπης και του μίσους

μ' ένα τυφλό λάκτισμα

στον εγκέφαλο του ανθρώπου,

Κι η φλόγα θα λικνίζεται για πάντα
Έρημη

μέσα σ'ολόκληρη φωτιά

μέσα

σε παρατεταμένο ρόγχο ζωής,

Ντράγκο,

Σε ρήματα τρελλά που τρέχουν από
Δω κι από κει σ'ακίνητα στόματα

καθισμένων ανθρώπων

που ονειρεύονται ξύπνιοι

με τα μάτια τους οριστικά νεκρά,

Είπε ο πρωτότοκος και παρατώντας
Το τραπέζι με τη σκακιέρα, σηκώθηκε

να ανακατέψει

τα καυσόξυλα

στο τζάκι

Οι μικρές πύρινες εστίες δεν είχαν
Ακόμη ανάψει για τα καλά, όμως

Οι κορμοί τρίζαν καταρρέοντας
Αφήνοντας σε κάθε περίπτωση

και λίγες σπίθες ανέστιες έξω

πλήρως

σαστισμένες



Sunday, November 23, 2008

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ


Ο σωσίας του βρισκόταν ήδη εκεί
Με τη βαλίτσα αφημένη κάτω και

Με το βλέμμα χαμένο να κοιτάζει
Τη ρεσεψιόν, με λένε Ντράγκο, είπε

Παίρνοντας το κλειδί και γρήγορα
Περνώντας στην συνομιλία, μπορείς

Να φανταστείς έναν άνθρωπο χωρίς
Το είδωλό του; ή μην και νόμισες ότι

Ζωή και θάνατος καλείται άλλο τι ει μη
Το πέρασμα στην άλλη πλευρά του

καθρέπτη,

του δήλωσε,

Καθώς φάνηκε για μια στιγμή πως η νύχτα
Δεν ήθελε πλέον να υπάρξει - ένα οριστικό

αυγερινό φως

είχε επικαθήσει

στην σκάλα που οδηγούσε

Στους ορόφους, εκ δεξιών αυτής στεκότανε
Ο ένας και εξ αριστερών ο άλλος, ως εάν

Η κλίμακα που βυθιζότανε σε ύψος
Να ήταν όχι άλλο τι απ' τον αιώνιο

μητροπολιτικό καθρέπτη

της δημιουργίας

ανάμεσά τους

Ενώ ο πρωτότοκος

Φάνηκε να μην παίρνει στα σοβαρά
Τα λόγια του σωσία του, Ντράγκο,

του αντέτεινε,

Η ομοιότητα είναι πλήρης τόσο που
Καταλήγει πια ανομοιότητα, δεν μας

είναι εύκολο πάντα

να ξέρουμε

Αν είμαστε δεξιά ή αριστερά του
Σύμπαντος, όσο βέβαια δύσκολο

είναι

Να έχουμε ιδέα για το ποιο το πάνω
Και ποιο το κάτω, καταμεσής του

αστρικού

διαστήματος,

Είμαστε, Ντράγκο, για αυτό, συνέχισε ο
Πρωτότοκος, οι αιχμάλωτοι του πρώτου

κόσμου

έτσι όπως κάποτε εφάνη εν αρχή,

Εν αρχή ήταν το όμοιο, φάνηκε να θέλει
Να εξηγήσει στον σωσία του ευρισκόμενος

σε ευχάριστη

νοητική έξαψη,

Και αμέσως το όμοιο χωρίστηκε σε τόσα
Όμοια μεταξύ τους ώστε από μόνο του

αυτό κατέστη μια

τέτοια ανομοιότητα

που λογικά θα οδηγούσε

Στο τέλος του χρόνου πάλι στο όμοιο
Μόνο που μας φαίνεται πια τόσο ανοίκειο

όπως εγώ κι εσύ

Που απορρέοντας από την ίδια ταραχή
Εκείνη που φυγάδευσε το νου μας

κάποτε από τον

παράδεισο

Είμαστε ορισμένως οι από παλιά αντίπαλες
'Οψεις του θεού μέσα στον παγετό του

ανθρώπου

Που αν και ίδιοι τόσο, είμαστε γι'αυτό
Οι υπερτάτοι ξένοι, το κρίμα των αιώνων

Μα δες, ωσάν τον Νάρκισσο στην Λίμνη,
Εισήλθαμε κάποτε μ' ελευθερία σεισμική

Στα παγωμένα νερά του καθρέπτη
Ξέχασαμε όμως να τραβήξουμε

και τον εαυτό μας μέσα,

Ντράγκο,

Ξεχάσαμε τον εαυτό μας απάνω και
Ας είμαστε εδώ, σε μια κρύπτη ονείρου

που καλύπτοντάς μας,

ανέτοιμους

μας εμφανίζει

Στην απατηλή θάλασσα, είμαστε όμοιοι
Κι ωστόσο τόσο διαφορετικοί, α, μάλλον

εναντιοδρομούμε

στα παρασκήνια

των εαυτών μας

Δεν ξέρουμε αν κάποτε θα βγούμε απ' το
Καθρέπτη

Όμως δεν ξέρουμε εξ ίσου ποιος απ' τους
Δυο μας

είναι ο αληθινός

Ποιος απ'τους δυο μας είν' ο δικαιούχος
Του ενός και μόνον εαυτού,

είπε ο πρωτότοκος

Σπεύδοντας αμέσως μία παρατήρηση
Να κάνει για τον τρόπο που διένεμε

ο ρεσεψιονίστ

Τα αφημένα παλτά και τις καμπαρντίνες
Παραπλεύρως της κοιμισμένης φωτιάς

και αποσύρθηκε στο δωμάτιό του

Που είναι αλήθεια ότι δύσκολα
Εντοπιζόταν πλέον ανάμεσα

Στα ετοιμόρροπα σεληνιακά δώματα
Της προϊστορίας






**********************************************************************

Προανάρτηση από την ενότητα που φέρει τον τίτλο "Ο Σωσίας" και η οποία πρόκειται να ξεκινήσει στις αρχές του νέου έτους.