Wednesday, July 30, 2008

ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


Η εσκεμμένη παιδικότητα του μύθου
Και ο φυγόθυμος καύσων της λογικής,

ελθέ ουρανέ

και ξαναφύγε,

έλεγε ο παράπλευρος ζητιάνος

Καθώς παραπατούσε στις εισόδους
Των πολυκατοικιών, κάποτε χτυπούσε

τα κουδούνια,

Μην ανοίγετε ,

Τους έλεγε μες απ' το θυροτηλέφωνο,
Μπορεί μονάχα με τη πίεση του δείκτη

σ' αυτή τη συσκευή της ομιλίας

να ρίξετε τον κόσμο κατά λάθος

κάτω

Μπορεί ακόμη και να μην τον ρίξετε
Πράγμα που θα είναι ασφαλώς

χειρότερο

Όπως και να΄χει

Βλέπω μοναχά μία μακέτα κόσμου
Να συμπεριφέρεται σαν κόσμος,

Έλεγε και μια κινούσε για να φύγει
Αλλά το μετάνοιωνε αμέσως και ξανά

κτυπούσε

τα κουδούνια

Που 'χαν γίνει επωμίδες του νόστου
Στην έρημη θύρα που φωταγωγείτο

απ' την καταληκτική υπνοφρένεια

του άστεως,

Αλήθεια, σας το λέω, δεν θυμάμαι
Που 'θελα να πάω, μάλλον είμαι

ο έκθετος της εποχής μου,

συμπλήρωνε,

Σε λένε Έκχαρτ, είσαι ο γιος του
Ανθοπώλη, λέγανε εκατομμύρια

λιγνόβραχνες φωνές από τα

μικροσκοπικά μεγάφωνα,

Το αριστερό σου μάτι είναι κουλό
Και το δεξί σου χέρι τυφλό,Έκχαρτ,

Κάτσε να σ' ανοίξουμε να μπεις να
Σου παράσχουμε πρώτες βοήθειες,

Του λέγανε και σωρηδόν κατέπιπταν
Οι ήχοι της διανοίξεως στη σαστισμένη

σκιά του ζητιάνου

Όμως εκείνος αλυχτούσε όλη νύχτα
Μια πήγαινε να τον σκοτώσει ο τοίχος

που ποτέ δεν έβλεπε

μπροστά του

και μια τα διερχόμενα ανθρώπινα κενά

Γυρνούσε τότε και κοιτούσε ανήσυχα
Τη στένωση του δρόμου, μόλις και

χωράει ένα αυτοκίνητο,

διεπίστωνε,

και περπατούσε στη μέση του μυαλού του

Κορνάροντάς του τα ροχαλητά
Από τους πάνω ορόφους

και κάποια σινδόνη απλωμένη

που πέφτοντας από ψηλά τον τύλιξε

ωσάν απαγωγή από τον ουρανό



Friday, July 25, 2008

ΛΕΣΣΙΝΓΚΤΟΝ IV


η διαθήκη


Επικολλούμε με ισχύ την μνήμη
Ενός παρελθόντος που επισυνέβη

τόσο γρήγορα

πάνω στο πορτραίτο ενός μέλλοντος

που έρχεται τόσο αργά

Καθώς είναι αλήθεια, είμαστε εμείς
Με σφαλιστή τη πόρτα οι εσώκλειστοι

Στο άπειρο, κεκλεισμένοι των σκέψεων,
Σιγηλό το διανοίχθητι που ξεστομίσαμε

στον ουρανό

ενώ

Ο μέλλων αιών από πάντα μόλις τώρα
Ανακρούεται σαν έντομο στο μπουκάλι

Παλεύοντας να προβάλλει έξω λάμποντας
Στα ανάκτορα της καθημερινότητας που

οπισθοχωρεί αδιαλλείπτως

σε ασύμφορη ύπαρξη,

Ποιος είσαι, πώς σε λένε, δεν σε ξέρουμε,
Αποτείνονται συνεχώς οι άνθρωποι ο

ένας στον άλλον

Και η απάντηση είναι πάντοτε μία: Ελικών,
Είπαν χωρίς να αστοχούν, Ελικών, Ελικών,

Έλεγε

Ο Λέσσινγκτον πάνω στο ποδήλατό του
Καθώς πήγαινε βόλτα στην εσχατιά του

κόσμου

ενώ η Λευκονόη

ήταν ήδη εκεί

Με ένα δίχτυ στο δεξί της χέρι και ένα
Τριαντάφυλλο στο αριστερό, μια τίνασσε

Το ένα προς το αόρατο πλήθος που
Βογγούσε αίμα ολόγυρά της και μια

το άλλο προς τον Λέσσινγκτον

που έκανε σούζες

με το ποδήλατό του,

Λέσσινγκτον, μιλούσε υπνωτισμένα,
Βλέπω τους αγαυούς προπατορές μας

κεντημένους στη νύχτα

σαν τρούλλοι πυρός

σε έρημο παλάτι

Βλέπω ακόμα το αχανές αιματοστάσιο
Του θεού καθώς αποφασίζει ο ίδιος

σε δημιουργία να φθαρεί

Και ιδού, σπείρες μέσα σε σπείρες,
Υγρά φώτα μέσα σε σάρκες ανθρώπου,

Λέσσινγκτον,

Άσε με να ζυγίσω καλά τη ψυχή μου
Κατρακυλάει σαν ρόδα ποδηλάτου

εξοστρακισμένη

από την τροχιά της γης

Πάει τόσο μακριά

Όχι τόσο ως από τη θέα μου να χαθεί
Μα ούτε πολύ εγγύς μου ώστε να την

ξανακαρπωθώ

Είμαστε

Οι μετέωροι δείκτες του χρόνου
Λέσσινγκτον, εγώ δείχνω τις ώρες

κι εσύ τα δευτερόλεπτα

Καθώς γυρνάς αυτή τη στιγμή με το
Ποδήλατο του Βελλεροφόντη γύρω μου

Και το ρολόι μας σημαίνει πάντα έρωτα
Και ορυμαγδό σαρκός σε φτηνή εποχή,

έλεγε η υπνοδώτις

Ενώ

Ο Λέσσινγκτον γυρνούσε διαγράφοντας
Μεγάλους κύκλους γύρω απ'τη σκιά της,

σαν πόλη

που περιστρέφεται

γύρω από μάτια ανθρώπου,

Αν είμαστε το εκτόπισμα του χρόνου, αν,
Λέσσινγκτον, είμαστε τα αιωρούμενα

λόγια του θεού

πάνω από τη γη

Τότε όλες οι εκκρεμότητες που αφήνουμε
Εδώ κάτω για τις γενεές που είναι να

έλθουν δεν είναι άλλο

από την ίδια πάντα

αρχέγονη ζύμη της δημιουργίας

Σαν δρυμώδης κοπετός τυφλών γιγάντων
Σα κοσμογονία σε νύχτα πόλης η που στα

φώτα της

γυρίζει ελικοειδώς

ωσότου

Νέα νύχτα επιβάλλει από τα γκρεμισμένα
Σπλάγχνα της, μα τα πάντα θα 'ναι πλέον

διαφορετικά

Λέσσινγκτον,

Οι ήλιοι θα πολλαπλασιάζονται στο στερέωμα
Σαν μάχη σε νου ανθρώπου, τα κτίρια θα

φέγγουν από μέσα τους

την θλιμμένη φωτιά

του έρωτα

Και οι άνθρωποι,

Οι άνθρωποι όπως πάντα θα ονειρεύονται
Μικρούς ήσυχους κατακλυσμούς σε ακόμη

μικρότερες εσώτερες γαίες

Και σαν φως πρωινό σκοτωμένο τόσο νωρίς
Από βουλή και νόηση μυστικές, ο κόσμος θα

αποχωρήσει

τις μικρές ελπίδες

και ταραχές της καρδιάς

Αφήνοντας στο μνήμα του Μύθου, αφήνοντας
Ενα λειψό λουλούδι να σύρεται απ'τον άνεμο

στο άδειο έδαφος

Χωρίς ποτέ αυτός που το κράτησε
Να το θυμάται

Χωρίς ποτέ καν
Να ζήτησε

να το κρατήσει

Χωρίς ο ίδιος να έχει υπάρξει
Ποτέ


Tuesday, July 22, 2008

Η ΑΜΥΔΡΗ ΕΠΙΣΤΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΦΙΑΛΤΗ


Δεν είναι εύκολη η απόφαση
Της εξέγερσης, έλεγε ο ναύτης

της Κρονστάνδης

Στον θιβετιανό Λάμα ένα μεσημέρι
Που πίναν μαζί καφέ στην παραλία

Παρατηρώντας τους λουομένους
Που ήταν ήδη ξέπνοες σημαδούρες

στα ανοιχτά

του μεσογειακού πελάγους

Οι αντηλιακές κρέμες και οι μάλλον
Παραπαίουσες ομπρέλλες κάναν

τον ήλιο

παρ'ελπίδα

ακόμη πιο αφόρητο,

Δεν υποφέρεται ποτέ ο ήλιος, αντείπε
Ο Λάμα, όσο και αν προσπαθούμε να

τον επισκιάσουμε

η δική του σκιά

είναι μεγάλη

Και δεν είναι άλλη από το νου μας
Αυτός είναι ένα λίθινο εργαλείο

που κατεργάζεται το σκοτάδι

με την ακρίβεια των ντροπαλών άστρων

και του θανάτου τη σιγή,

Μπορεί και να 'ναι έτσι , του είπε
Ο εξεγερμένος της Κρονστάνδης,

Θα παραμένει ωστόσο πάντοτε
Σκάνδαλο μέγα το πώς η εύρυθμη

ζωή

Καταπίπτει σε λεπίδες του αφανισμού
Και της ελπίδας μαζί σε μια απότομη

κλειστή

στροφή

Του αιώνα, σ'ένα πιθανώς παιδιάστικο
Πείσμα κι απ'τις δυο πλευρές που οράται

όμως

σε προοπτική εκατονταετηρίδων

Όσο πιο απαιτητική είναι η Ιστορία
Την δεδομένη στιγμή, όσο πιο βαρύς

είναι ο πέλεκυς

του τώρα ή ποτέ

Τόσο θα διαστέλλεται ο χρόνος των
Ανθρώπων που σύρθηκαν στη λάμψη

αυτή

την ελικοφάγο

Η εξέγερση δεν είναι παρά το πραγματικό
Ελιξήριο της αθανασίας, συμπλήρωσε

ο ναύτης της Κρονστάνδης

ενώ τελείωνε το καφέ του

και ετοιμαζόταν να βγάλει

Τα κλειδιά του αυτοκινήτου από τη τσέπη
Για να φύγει, εξαρτάται αγαπητέ, του

είπε ο Λάμα,

Μπορεί και να είναι το ελιξήριο κάθε
Καταναγκασμού, μπορεί να'ναι κι αυτό,

μην τ' αποκλείεις,

όμως

Μισό λεπτό, θα πληρώσεις εσύ ή εγώ;

Πάμε να φύγουμε, του είπε ο ναύτης,
Αρκετά πληρώσαμε έως σήμερα,

είπε

με ανέκφραστο πρόσωπο,

αρκετά πληρώσαμε,

Και τον τράβηξε παραπέρα στο χωμάτινο
Δρομάκι που οδηγούσε σε ένα αυτοκίνητο

με ξέσκεπη

την οροφή από πάνω,

Έμπα μέσα, είπε στον χαμογελαστό Λάμα,
Και του άνοιξε την πόρτα, μπες και

κατέβασε την ασφάλεια

Μας οφείλει μια φορά η Ιστορία να μας
Κινήσει από μόνη της, μας το οφείλει,

και νωχελικά

νωχελικότατα

ίσα που πατούσε το γκάζι



Friday, July 18, 2008

ΟΡΥΜΑΓΔΟΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ


Πάλι τα δίχτυα μας δεν φέραν κάτι
Στο φως, λέγαν οι εκτοπισμένοι απ'

τις κατοικημένες περιοχές

των ανθρώπων

ψαράδες

Καταμεσής του ρημαγμένου πελάγους
Σπάνια πια περνούσαν μεγάλα πλοία

από εκεί,

Και τώρα τι θα φάει το πλήθος στην
Έρημο, πόσα ψωμιά και πόσοι ιχθύες

δεν πρόκειται

να πολλαπλασιαστούν,

Και συνέχιζαν να ρίχνουν τα δίχτυα
Ελπίζοντας σε μια ξαφνική ανάνηψη

των νερών

Κάποτε σηκώναν φύκια, δεν τα διώχναν,
Καθήστε εδώ, τους λέγαν, μα καθήστε,

Σίγουρα θα βρείτε τόπο ν'απλωθείτε
Καταλλήλως, να βγείτε στο λιμάνι

να συρθείτε μέχρι

την ηλιοφάνεια των ανθρώπων

και να γίνετε

Οι λωρίδες του θανάτου τους, λέγαν
Με παράξενη παιδική εκδικητικότητα,

Ενώ τα ψάρια είχαν αρχίσει να πηδάνε
Έξω απ' το νερό προσπαθώντας να

μιλήσουν,

Σας ακούμε σας ακούμε, λέγαν οι ψαράδες
Και συνέχιζαν να στήνουν τα φύκια τους

σα νεκρά φίδια

που δεν θα ταξίδευαν ποτέ,

σας ακούμε, ξαναλέγαν,

Και ολοένα τα ψάρια σκάγανε με γδούπο
Πάνω στις βάρκες σαν κάποιος να 'κανε

άνω κάτω τη θάλασσα

ψάχνοντας να βρει

ένα ακόμα νεκρό φύκι

Που δεν ταξίδεψε ποτέ

Σα να προσπαθούσε εν τέλει
Να αποδυναμώσει με τρόπο

μάλλον ωμό

Την βιαστική επιφάνεια της φύσης
Καθώς σε κάλλιστο κέλυφος περιέκλειε

πάντοτε

χωρίς παρέκκλιση

Την φρικτή τυχαιότητα των όντων
Σαν κόσμημα ανομολόγητο

περόνη ωστόσο σίγουρη στα μάτια



Monday, July 14, 2008

Η ΘΡΥΛΟΥΜΕΝΗ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ


Έχω την αίσθηση, έλεγε ο Αγαμέμνων
Στον μπροστινό του συνεπιβάτη, πως

είμαι νεκρός

μην γυρίσεις απότομα να με δεις,

συμπλήρωσε,

Γιατί το λες αυτό Αγαμέμνων, είπε
Ο άλλος, έχεις την εντύπωση μήπως

Πως οι νεκροί μιλάνε,

όπως εσύ τώρα δα

Ή ακόμη ότι ταξιδεύουν με τραίνο
Από προορισμό σε προορισμό

Όπως και αυτό το κάνεις, μην και
Το κύριο γνώρισμα των νεκρών

Όπως αναμφίβολα έχουμε πλέον
Πειστεί, δεν είναι η ακινησία εν

Αντιθέσει με την κίνηση των ζώντων;
Τι νομίζεις δηλαδή; προς τι λοιπόν

το αναπάντεχο

των λόγων σου;

Δεν είμαι σίγουρος, του είπε ο Αγαμέμνων,
Εξ άλλου, μόλις ανέφερες τα ουσιώδη

γνωρίσματα

της ζωής

αλλά όχι των ζωντανών,

Θέλεις τελικώς να πεις πως άλλο η ζωή
Και άλλο οι ζωντανοί; τον ρώτησε ο άλλος

Ενώ το τραίνο φρέναρε πολύ απότομα
Εκείνη τη στιγμή αποσπώντας και τους

δυο

Από τις θέσεις τους και σύροντάς τους
Σε ελαφρό τροχάδην με τα χέρια τους

Να κρατούν ισορροπία με συγκρατημένες
Απλωτές σαν σε ορθοστατική κολύμβηση,

Ναι ακριβώς αυτό θέλω να πω, του είπε
Με τρεμάμενη από τους κραδασμούς

του πατώματος

φωνή

ο Αγαμέμνων,

Να, ας σου το πω αλλιώς, συνέχισε ο
Ατρείδης, αν η ζωή είναι το τραίνο τότε

εμείς

Είμαστε οι αμφισβητούμενοι νεκροί ή
Ζωντανοί, δεν μου κάνει καθόλου καλή

εντύπωση

Το γεγονός ότι ακολουθούμε πιστά τις
Απότομες μεταπτώσεις και τις ξαφνικές

αναπροσαρμογές

του οχήματος

μαζί με όλον τον συρμό του

Κι εκεί ο βασιλεύς των Μυκηνών σταμάτησε
Το ακούσιο τροχάδην του υφαρπάζοντας

σφιχτά

μια τυχούσα χειρολαβή,

Αν τόσο εύκολα και με αντίσταση δίχως
Αντανακλούμε τόσο ευθέως και έστω με

δικό μας τρόπο

τα φρεναρίσματα και τις

επιταχύνσεις

Τότε είμαστε μάλλον νεκροί, κατέληξε ο
Αγαμέμνων, τίποτε δεν μας εγγυάται

περί του αληθούς

της ζωής μας

Ζωή καλείται συνήθως, να το πω έτσι
Μασώντας καλώς τα λόγια μου για να

τα χωνέψω εγώ ο ίδιος

ακόμα καλύτερα,

Ζωή λοιπόν καλείται ο βράχος στην
Ανταριασμένη φουσκοθαλασσιά, όχι

τα παρασυρόμενα φύκια

θα'λεγα,

Ο συνεπιβάτης του ωστόσο πιθανώς
Δεν τον άκουγε, συνέχιζε τη τρελλή

πορεία του

στο διάδρομο του τραίνου,

Αγαμέμνων, μια χειρολαβή ψάχνω κι εγώ,
Πρόλαβε και του είπε με το χέρι του να

ψαύει τον αέρα

προς τα πάνω,

Μια χειρολαβή



Thursday, July 10, 2008

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ


Παρατηρούμε, λέγαν οι άνθρωποι οι
Συναχθέντες μέσα στην αποθήκη, πως

ό,τι λάμπει

δεν είναι λαμπερό

Και ό,τι φέγγει δεν είναι φωτεινό, από
Την άλλη τα σκοτεινά εμμένουν το ίδιο

σκοτεινά

αν όχι σκοτεινότερα

Και δεν γνωρίζουμε αν πιθανώς κάποιο
Φως μέλλει προκύψαι αίφνης εξ αυτών

και μας φωτίσει

Tελικώς συμβαίνει τι; - το φέγγος πού;
Και δύναται το φως αλήθεια ασχέτως

λάμψεως

να υπάρξει;

Ίσως όλ' αυτά οφείλονται σε περιστασιακή
Ανωμαλία της οπτικής ή στον ελαττωμένο

φωτισμό

της αποθήκης

Ωστόσο δεν νοούμε πλέον που η αίγλη
Βρίσκεται, ματαίως ανακοιτάζουμε μέσα

Στα ψιμύθια του κόσμου μήπως και διέφυγε
Της προσοχής μας ψήγμα τι χρυσίου ίσως

ικανού

να αποδώσει θάμβος

Στην αποθηκευμένη παρουσία μας, όμως
Λυπούμαστε δεν βρήκαμε ακόμη τίποτα,

λέγαν και

σουφρώναν τα χείλη τους,

δεν βρήκαμε τίποτε ακόμη,

Ενώ τα πρόσωπά τους είχαν κολλήσει
Στο πάτωμα με τις κόρες των οφθαλμών

εν αχανή διαστολή

μην και τους ξεφύγει κάποια

επείγουσα μαρμαρυγή

Και ολοένα σηκώνονταν και χτυπούσαν
Τον τοίχο μην και τους απαντήσει κάποιος

απ'έξω,

Ώστε δεν είναι κανείς έξω, ξαναρωτούσαν,
Και χτυπούσαν πάλι διακριτικά τον λεπτό

τοίχο,

Ναι εγώ είμαι, ακούστηκε η φωνή, βρήκατε
Τίποτ' επιτέλους, ή ακόμη; τους ρωτούσε,

Κάτι γίνεται, του λέγαν, κάτι γίνεται,
Μην απομακρυνθείτε,περιμένετε, ίσως

σε λίγο

έχουμε νέα,

Και όχι μετά από πολύ, ίσα με που να δύσει
Πλήρως ένας ολόκληρος χρυσός ήλιος στον

ορίζοντα

Ο ήχος του αυτοκινήτου που απομακρύνοταν
Ηχούσε

ολοένα και πιο αχνός

Οι φωνές μέσα από την αποθήκη συνέχιζαν
Ν' ακούγονται,

αν και ίσως

όχι τόσο ζωηρές πια

Όμως
Δεν τολμούσαν

να χαθούν κι ολότελα


Sunday, July 6, 2008

BACH MACHINE


Στο διάδρομο προσγείωσης της εποχής
Kατέφθανε συνεχώς ο ιδεατός κι ιδανικός

κληρονόμος

του εαυτού του

Δημιουργούσε μια κραταιά εργοφαντασία
Από μόνος του, εκκρίσεις ιδεών κι απόρροιες

αφορισμών

Που απετίνασσαν το υπέδαφος της σαρκός
Μες από τυφλούς σπασμούς γραπτής ύλης

Από τη κεφαλή του πηγάζαν αίματα
Ανακατεμένα με λέξεις που βυθίζονταν

στη νάρκη του μυαλού,

Είσαι ο πρωταγωνιστής, όμως δεν είσαι,
Έσταζε τα λόγι' αυτά μέσα στο νου των

Περαστικών από το δρόμο του
, είσαι ο
Αίρων την φενάκη του κόσμου που δεν

βρίσκεις πάγκο πουθενά

για να την αποθέσεις,

Αυτοί σαστίζαν για λίγο και ρωτούσαν
Μέσα στον εγκέφαλό τους, για ποιον

τα λες τώρα αυτά

για σένα ή για μας;

Όμως ο εισβολεύς έκανε ότι δεν άκουγε
Και συνέχιζε, είσαι η εγκέλαδος απορροή

κάθε οράματος που ξεψυχά

παντού τινάσσοντας

πιτσιλιές αθανασίας

Και είσαι ακόμα η καλλικέλαδος καταρροή
Του ανθρώπου σε λέξεις τροπικές, είσαι μεν

ο νεκρός

που ξέχασε όμως να κλείσει το φως,

-που ξέχασε να κλείσει το φως-,

επανελάμβανε λαχανιάζοντας,

Μάλλον δεν είσαι στα καλά σου,του λέγαν
Οι περαστικοί καθώς επιχειρούσαν να του

απαντήσουν

από νου σε νου,

Η γενιά σου είναι τρελλή κι εσύ ακόμα
Λογικότερος όμως δεν βρήκες πουθενά

τη νύχτα να φαίνει

Το τρόπαιό σου είναι ξεμοναχιασμένο

τόσο,

Συνέχιζε πραγματικά απτόητη η φωνή,
Ενώ οι άνθρωποι απεφάσιζαν πως δεν

δεν θέλαν ν'ακούσουν άλλο

Και γυρνούσαν σπίτι τους να πεθάνουν
Φορούσαν τις πυτζάμες τους και αμέσως

ταριχεύονταν

ως σεσημασμένοι

μικροευδαιμονιστές,

Ας είναι ας είναι, μονολογούσαν, καθώς
Κλειδώναν τη πόρτα να πάνε να κοιμηθούν,

Τίποτε δεν φαίνεται απειλητικό ακόμα,
Λέγαν συσπειρωμένοι στο κέντρο της

Μαιευτικής πισίνας της δημιουργίας
Όμως να, το σκάνδαλο ήταν μια διπλή

αντλία

αψευδής

Μια τους απομυζούσε η Ιστορία
Και μια ο ασύστολος ποιητής

Θέλοντας να κρατήσουν τα πάντα για
Τον εαυτό τους, δεν κρατούσαν τίποτε

Και ιδού, είναι αλήθεια ότι

έσταζε το ποίημα

ωσάν ραδιενεργός βροχή

Πάνω σε όλους
Τους ακούσιους ευεργέτες

της γραφής


Wednesday, July 2, 2008

ΛΕΣΣΙΝΓΚΤΟΝ ΙΙΙ


Βλέπω τους ανθρώπους να προχωρούν
Βιαστικά στο δρόμο, έλεγε ο Λέσσινγκτον

Κατά το μεγάλο σούρουπο του κόσμου
Όταν οι αγροί δεν βγάζαν πια τους καρπούς

της γης

Αλλά ωμούς τους πυρήνες της ελευθερίας
Ήταν εκεί ωσάν ξεστρατισμένοι περιπολικοί

Λαμπτήρες του εσπερινού ηλίου γέρνοντας
Απαλά στο ημίφως ενός ακόμη θάνατου

που επισυνέβαινε

στην εθνική όδό,

Τι συνέβη εδώ; ρωτούσε ο Λέσσινγκτον
Τους συγκεντρωμένους στο τόπο της

σύγκρουσης,

Μα εκείνοι ήταν απασχολημένοι να
Σηκώνουν τις λέξεις απο το δρόμο,

ζούσαν ακόμη,

Πηγαίναν και τις βάζανε σε κείμενα,
Και το τυπογραφείο της ερήμου

τις χτυπούσε σε κόκκαλα-στοιχεία

όλη νύχτα

Τις αναπαρήγαγε σε κόκκινα άστρα
Στ'αυτιά των δεσμωτών επιμηθέων

του αντι-Καυκάσου της

ονειρεμένης

συνθηκολόγησης

Ολόγυρα η εποχή ήταν σπασμένο παιδικό
Παιγνίδι, προσπαθούσαν να το κουρδίσουν

και ίσα που μετεκινείτο

λίγα μέτρα πιο πέρα

Όσο ακριβώς θα επέτρεπε σε κάποιον να πει

Τόσο μακριά από την αλήθεια και καθόλου
Κοντά στο ψέμμα, ακόμα μακρύτερα απ τη

δικαιοσύνη

Και ούτε κατ' ελάχιστο κοντά στη λήθη

Αναπατούσαν στα ερείπια του εμφυλίου
Οι διασαλεμένοι ψίθυροι ηττημένων και

νικητών

Με μουδιασμένο βήμα προς ένα πρόχειρο
Μέλλον ο ένας έσπρωχνε τον άλλον είτε

για να προχωρήσει

είτε

για να πέσει

Μα και οι δυο ήταν τυφλοί, βλέπανε μόνο
Τα ακέραια κτίσματα ακόμη και όχι τα

κτερίσματα

των στιλπνών

ιδεών,

Θα παρακολουθώ από κοντά τι γίνεται,
Έλεγε με ξέπνοη τρέλλα ο Λέσσινγκτον,

όμως δεν θα

μιλήσω ακόμη

Η αίγλη αυτή δεν είναι πρέπουσα,
Οι κραταιώς έχοντες είναι μεν χαρωποί

Αλλά αργά ή γρήγορα σύρονται
Σε επικείμενο ρήγμα φωτός

χωρίς να το γνωρίζουν

Και η προκύψασα ευθυμία μπορεί
Να διαρκέσει αιώνες - δεν αντιλέγω

είναι ωστόσο προορισμένη να

κατασυντριβεί αμέσως

σε ένα δευτερόλεπτο

Ότι οι εορτάζοντες δεν νοούνε
Πως γλεντούν υπό προθεσμία

βιογραφουμένου

θανάτου

Και αργά αργά στη καταφώτιστη τάφρο
Βουλιάζει η δόξα των καινών ημερών

Μα ο νωχελικός ρυθμός της καταβύθισης
Δεν επιτρέπει ποτέ

Την καίρια κατανόηση του ναυαγίου
Σε άγνωστα νερά

Και είναι αλήθεια
Πως το αίμα νερό δεν γίνεται

Γίνεται όμως κάλλιστα αίμα

ξανά