Sunday, March 30, 2008

LINGUANA (Το Αίμα του Κόσμου)


H Λινγκουάνα υπήρχε από πάντα­
Από τη πρώτη στιγμή που άρχισαν

να συμβαίνουν

οι λέξεις

Η τροπική της έκταση ήταν ένα
Μυστήριο ανομολόγητο στους

εκτοπισμένους

Εικάζεται πως τα βράδια όλη η
Περιοχή ανέδιδε σύμφωνα και

φωνήεντα και συλλαβές

και τα κατεβίβαζε

ως ανθρώπους

Οι εκτοπισμένοι είχαν πάντοτε
Αμφιβολία, αν επρόκειτο για

έργο θεού

ή

κατάρας

Και οι σχηματισθέντες από τις λέξεις
Παίρναν αμέσως θέση ανάμεσα στους

εκτοπισμένους

Σιγουρεύονταν πρώτα

για το αρτιμελές τους

Και μετείχαν της τροπικής βλάστησης
Της Λινγκουάνα, τουτέστιν, παίζαν

σε ορχήστρες

Έβαφαν τους τοίχους στους ουρανοξύστες
Κοιμίζαν τα μωρά στις παραλίες και ακόμη

μετέφραζαν Σαίξπηρ,

Ιαλνταμπαώθ, φώναζε ένας εκτοπισμένος
Στον θυρωρό που κοιμόταν καταμεσής

του πεδίου των γεννήσεων,

Ιαλνταμπαώθ,

Αύριο θα έλθει ο θάνατος, φρόντισε
Να συγυρίσεις εδώ μέσα, βάλε και

κανά πίνακα

στα δένδρα

να ομορφύνει λίγο η ζούγκλα,

Ο θυρωρός έκανε ότι τον άκουγε αλλά
Συνέχισε να κοιμάται με τα μάτια

ανοιχτά

Ήδη στράγγιζε τον κόσμο απ' τις λέξεις του­·
Η προοδευτική αφαίμαξη εκλήθη αιώνας

και

εξέλιξη

Οι δε εκτοπισμένοι έψαχναν να βρουν
Τα σπίτια τους και έβρισκαν μόνο τις

αναμνηστικές φωτογραφίες

των οικοδομών

σε χρόνο μέλλοντα,

Ιαλνταμπαώθ, συνέχισε να καλεί ο
Εκτοπισμένος, με καλέσαν γι' αύριο

σε πάρτυ,

Όμως απόψε θα κοιμηθώ γιατ' είμαι
Κουρασμένος, μπας και αντέξω το

αυριανό ξενύχτι,

Ωστόσο ο θυρωρός δεν σάλευε και πάλι
Σαν ατμώδης μούμια και με τα ίχνη

Μιας νοοτροπίας μη προβλέψιμης
Συνέχιζε να καταπίνει τον κόσμο

στον ήρεμο νοσταλγικό του ύπνο





Thursday, March 27, 2008

Η ΝΟΜΙΜΗ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ


Οι Μυκηναίοι εκείνο το πρωινό
Ήταν μάλλον υψίτρομοι, δεν

φαινόταν

ο κόσμος

Κατά πάσα πιθανότητα επρόκειτο
Για μια πανίσχυρη μεταίσθηση

αγνώστου δράστη

με ακόμα πιο άγνωστο σκοπό

Μπορεί βεβαίως και να είχε αποσυρθεί
Για λίγο ο κόσμος ιδία πρωτοβουλία

και πάλι άγνωστο γιατί

Σημασία έχει πάντως ότι δεν

φαινόταν,

Αγαμέμνων, λέγαν όλοι στο βασιλέα
Που έπαιζε εκείνη τη στιγμή πρέφα

στο καφενείο,

Τίποτα δεν βλέπουμε, αυτό κι αν είναι
Αλήθεια εξωφρενικό, φαντάζει σαν

Κάποιος να αφαίρεσε τόσο αιφνίδια
Κάθε αίσθηση που λάβαμε έως τώρα

Εκ της περιρρεούσης απ'την παιδική μας
Ηλικία πραγματικότητας και ακόμα τα

όρια των κινήσεών μας

δεν

είναι ορατά

Αν θέλουμε να μην πατήσουμε από λάθος
Κάποιον διπλανό μας, είπαν απνευστί

Και προσέμεναν κάποια απάντηση
Από τον βασιλέα που τους κοιτούσε

μάλλον περίεργα

Ο οποίος τελικά σηκώθηκε

απ' τη θέση του,

Δεν βλέπω καμμία διαφορά, είπε,
Ενώ ήταν προφανές πως δεν έβλεπε

και ο ίδιος

τον κόσμο,

Καμμία σας λέω, αλήθεια, ο κόσμος
Είναι όλος εκεί, και σκόνταπτε συνεχώς

Στα τραπέζια κάνοντας χώρο για να βγει
Έξω, συγκρούστηκε στην έξοδο και με

Κάποιον που έμπαινε εκείνη τη στιγμή
Σωριάστηκαν κι οι δύο κάτω ενώ κατά

τον συμπαρασυρμό τους

Κατεκρήμνισαν και διάφορα υαλικά
Από το ομιχλώδες πλέον καφενείο,

Άπαντες οι συγκεντρωθέντες ήχοι
Εκ της τυχαιότητας και των κρούσεων

Όπως επίσης και των καταπτώσεων
Προξενούσαν διάφορα σχόλια από

τους θαμώνες

Άλλοτε κοροϊδευτικά και άλλοτε θυμικά
Ο Αγαμέμνων ωστόσο επέμενε πως τίποτε

δεν

είχε αλλάξει,

Θεωρώ

Το θέμα ως εκ του μη όντος, πρόσθεσε,
Και φάνηκε ότι κυριολεκτούσε στο

μη ον

Ενώ γλιστρούσε καταπίπτοντας ξανά,
Καμμία διαφορά, υπερτόνισε, καμμία,

Παραδόξως οι υπόλοιποι άρχισαν να
Γίνονται δεκτικοί στην πρότασή του

Αν και τυφλοί διεκπεραίωσαν θαυμάσια
Τις καθημερινές δουλειές τους,

Αν και επιλήσμονες προσποιούντο εξαίρετα
Τους αμνήμονες, αν και μη υπάρχοντες

μπορούσαν κατά κάποιο τρόπο

να υπάρχουν

Όχι πάντως ευθέως



Monday, March 24, 2008

OPUS MAGNUM


Τελικώς σπάσαν την πόρτα
Και μπήκαν μέσα, μετά από

μεγάλη

προσπάθεια

Όμως δεν βρήκαν κανέναν
Δεν υπήρχαν μήτε δράστες

μήτε

θύματα

Δεν υπήρχε εξ άλλου τίποτα
Το σπίτι ήταν εξ ολοκλήρου

κενό

Οι ήχοι από τ'αυτοκίνητα
Και οι κόρνες στο δρόμο

απ' έξω

Υπογράμμιζαν την δυνατότητα
Μιας νέας πλήρωσης του χώρου

Γρήγορα γρήγορα φέραν έπιπλα
Καινούργια, ακόμα πιο γρήγορα

εγκαταστάθηκαν

Το άδοξο σπίτι εκλήθη αργότερα
Με κάπως κωμικό τον τρόπο

ο πλανήτης δίχως σύνορα

Την δε επιστασία και επικαρπία του
Την ονομάσανε φούγκα του νόμου

Ουδείς ουδείς γεννήθηκε πραγματικά
Στον χώρο αυτό, μηδείς και πέθανε

Το μόνο που διεκρίνετο αν κι όχι πάντα
Ήταν ένα φωτιστικό που έσβηνε αργά

Σαν φυτό που μαραινόταν

Την σταδιακή έκλειψη του φωτός
Τολμήσαν τελικώς

Να την αποκαλέσουν εποχή

Την δε παρουσία του

πάλι εποχή

Κανείς δεν τολμούσε να προσεγγίσει
Το φωτιστικό και να αυξήσει την

έντασή του

μήτε να την αποτελειώσει

Αρέσκονταν στο να την σέβονται

μονάχα


Saturday, March 22, 2008

KRAFTWERK - TRANS EUROPE EXPRESS, TRANS UNIVERSE EXPRESS

Με εντελώς απρόσμενο τρόπο, οι συνεχιστές του ευρωπαϊκού ρομαντισμού μέσω των διαύλων της μεταπολεμικής υπεραστικής ανάπτυξης και των ηλεκτρονικών και ρομποτικών ελεγειών .
Με το ένα πόδι στον σουπρεματισμό του Kasimir Malevich και με το άλλο στον εξτρεμιστικό ρομαντισμό του Franz Schubert, οι Kraftwerk παρεχώρησαν μια αίσθηση αχρονίας στην τεχνολογία.
Η τέχνη τους πολύ σημαντική και αξεπέραστη έως σήμερα.










"...Elegance and decadence
Europe endless..."


Tuesday, March 18, 2008

ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ (Θέα του Casino Baroque από τη Θάλασσα προς την Θάλασσα)


Μεγάλο το πλήθος πλησιάζοντας προς το
Καζίνο, κρατούσε πλακάτ και σημαίες, με

ατομικές φωτογραφίες,

Είμαστ' εμείς, δηλώναν μ'ευχαρίστηση,
Και τούτο μάλλον θα το διαπιστώσουμε

συντόμως

Το κτίριο αυτό ίσως και να'ναι το μοναδικό
Αποτέλεσμα εκ της ζωής, μεγίστη περιέργεια

έχουμε

Τι θα κερδίσουμε εάν κερδίσουμε βεβαίως
Κι αν δεν κερδίσουμε μπορεί ωστόσο να

γλυτώσουμε

Ίσως δεν πεθάνουμε προτού πεθάνουμε
Ή ίσως ζήσουμε χωρίς γι'αυτό να είναι

ανάγκη

να ζούμε

Έτσι κι αλλιώς τα πάντα φαίνεται πως
Οδηγούν σε αυτό το καζίνο, και δίπλα του

κατά σειρά

Σικάγο, Μαυροβούνιο, Βιέννη και η Σμύρνη,
Μόσχα και Κρονστάνδη, Βερολίνο, Κούβα,

Βολιβία και Σανγκάη,

Συνορεύουν με εμάς εξ ολοκλήρου κι όχι,
Εκ δυσμών και εξ ανατολών από βορρά

και νότο

πέπρακται

πέπρακται η ορθοστασία στον αιώνα

Θα βρούμε κάπου όμως να καθήσουμε
Τονίζανε με βλέμμα ερευνητικό ενώ οι

Θέσεις στο μεγάλο όχημα που τους μετέφερε
Προς το καζίνο ήταν ήδη κατειλλημένες

Εκ της προσόψεως του Καζινό Μπαρόκ
Διεπιστώνετο πως το κτίριο δεν είχε είσοδο

Εκ της δε αυλής στο πίσω μέρος ορώντο
Τα αυτοκίνητα παρκαρισμένα ασυμμέτρως

Τα λάστιχά τους ήταν σκασμένα, τα ίδια
Παρατημένα από το έτος 1905 το ελάχιστον

Σκόνες στα παρμπρίζ κι αράχνες στα παράθυρα
Ενώ οι οδηγοί ήταν εκεί πάντα νέοι, τα χέρια

στο τιμόνι

Το βλέμμ' ακίνητο με μαρμαρώδες χαμογέλιο
Ενώ ο ήλιος μεταπηδούσε από ανατολή σε

δύση

Ωσάν σφαιρίδιο του πινγκ-πονγκ
Μην ξέροντας τι ακριβώς θα έπρεπε

να φωτίσει

Κάποιος είχε πέσει πάνω στο τιμόνι του
Και είχε κολλήσει το κλάξον που χαλούσε

τον κόσμο,

Βουδαπέστη, Πράγα και Νοβοσιμπίρσκ,
Καμπότζη, Βιετνάμ, Βαγδάτη, Βελιγράδι,

και Σηάττλ

οι εσώτερες Υόρκες,


Το κλάξον συνέχιζε να κάνει θόρυβο οξύ
Ενώ οι άνθρωποι πλησιάζοντας προς το

καζίνο

Φαίνονταν αγουροξυπνημένοι έχοντας
Ωστόσο μια προσμονή ευχάριστη:

Μπορεί οι δρόμοι να μην ήταν έρημοι

Καίτοι αργία

η μέρα ήταν ίσως εργάσιμη





Saturday, March 15, 2008

ΕΝΑ ΦΩΤΕΙΝΟ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ


Όταν εγένετο το φως, ο κόσμος
Έλαμψε ξαφνικά σχηματισμένος

κι έτοιμος

Οι πόλεις ήταν ήδη εκεί σε μια
Κίνηση αλλόκοτη, κι οι άνθρωποι

προσπαθούσαν

Να μιλήσουν ο ένας στον άλλον
Με λέξεις που δεν βγαίναν από

το στόμα τους

Τα χείλη τους μετεωρίζονταν σαν
Σε απόπειρες κωφαλάλων να

εκφέρουν άρθρωση

σε λόγο

Η δε φύση ήταν και αυτή έτοιμη
Τα βουνά και τα ποτάμια δεν είχαν

άλλη χρησιμότητα

απ'το

Να χρησιμεύουν ως σύμβολα της ζωής
Ουδείς ποτέ αναρριχήθηκε ή πέρασε

ένα από αυτά

Ενώ ο πάγος είχε καλύψει το πλείστον
Της γης, οι ανθρωποι στις καθημερινές

δουλειές τους

Καθρεπτίζονταν σε αυτόν και κάποτε
Τους περνούσε η ιδέα ότι οι ίδιοι δεν

ήταν άλλο

Από φως εγκλωβισμένο σε καθρέπτη
Άγνωστη η πηγή του ειδώλου, εκλήθη

κάποτε και ο θεός

από κανέναν

Κι η όλη δημιουργία μέχρι το τέλος
Κράτησε ακριβώς μία στιγμή ενώ το

Μύνστερ

ήταν μονίμως έξω από το χρόνο

Έρμαιο παρατηρητήριο του ποιητή
Πιθανός προθάλαμος παραδείσου

αγνώστων ακόμα

προδιαγραφών

Και η ποίηση ιερουργία μιας τόσο
Ευχάριστης κόλασης

Ώσπερ φωτεινό μήλο εν μέσω χειλέων
Συσκοτισμένης Εύας

Μα υπήρξαν πράγματι ακαριαία,
Σχεδόν η βασιλεία μιας αστραπής

Τ'άπλετο φως και η πειθώ της ζωής
Και καθ'όλη τη στιγμιαία διάρκειά τους

Ο θάνατος μικρή ρωγμή στο δάπεδο
Απ'όπου έσταζε σιγά σιγά ο άνθρωπος

όλο το δανεικό της σάρκας του

ημίφως

Της όλης αυτής διαδικασίας ήτανε ο ίδιος
Μοναχά ο σαστισμένος παρατηρητής·

Κι ο θάνατος

εξ ίσου


Wednesday, March 12, 2008

ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ


Το άχαρο φαινόμενο της αποκριάς
Παρετηρείτο συχνά στις Μυκήνες

κάθε χρόνο

Συχνότερα πάντως απ'ό,τι
Ο κομήτης του Χάλλεϋ

Κατά τις ημέρες αυτές λέγανε
Πως εορτάζανε εν πλήρη ευθυμία

Προσεκτικά φορούσανε τις μάσκες
Προσεκτικότερα ωστόσο επανέρχονταν

στις δουλειές τους,

Τούτο το ρόπαλο το πλαστικό, απεφάνθη
Ο κατά πάσα πιθανότητα νηφάλιος πάντα

Αγαμέμνων,

Καθώς οι σερπαντίνες και ο άφθονος
Χαρτοπόλεμος δεν είναι σίγουρο αν

ένα φως στις μέρες έφεραν

σκότος περισσότερο σίγουρα

Φημολογείται δε πως έπεσε συρμός
Ισχυρός στους πολιορκημένους

και τους αποδεκάτισε

Όπως και να'χει τα πράγματα μάλλον
Ποτέ δεν ήταν καλά με αυτήν την

επιχείρηση

Απόδειξη γι'αυτό είναι το δίχως άλλο
Ο επίμονα άδειος ήχος του ροπάλου

ο κροτών επί τας κεφαλάς

των ανθρώπων,

Έλεγε ο Αγαμέμνων συμπεραίνοντας
Ψάχνοντας τα σπίρτα στο κρεμασμένο

μπουφάν του,

Παρηχεί ένα κλάξον θαυμαστότατα
Όμως
εκ της διερχομένης ζωής

ουδείς ως τώρα παρεσύρθη,

Δήλωνε με μασουλιστά τα λόγια του
Καθώς στριφογύριζε το τσιγάρο

στα χείλη του,

Ουδείς παρεσύρθη,

επέμεινε,

Ούτε μισός
Μα αυτό που είναι πιο λυπηρό

Ούτε καν ολόκληρος


Sunday, March 9, 2008

COBRA MUNDI


Στην τροπική έκταση της Λινγκουάνα
Λέγανε πως φύονταν αιμάτινα φυτά,

οι βλαστοί τους

ήταν

από σάρκα ανθρώπινη

Και τα πέταλά τους προσωμοίαζαν
Με χείλη, θα μπορούσε δε να πει

κάποιος

Πως ένα χαμόγελο σχηματίζετο
Κατά την απρόσκοπτη έγερσή τους

στον θανάσιμο ήλιο

της γης

Οι καρποί τους,- επρόκειτο μάλλον
Για σαρκώδεις λάμπες φθορίου

σβησμένες

Που κατά ένα παράξενο τρόπο
Έφεγγαν ακόμα, το φως δεν ήτανε

ορατό εξ αυτών

Υπέβαλαν ωστόσο

Την ανησυχητική ιδέα πως αν έλειπαν
Ολόκληρη η γη κι ο ουρανός

θα επέστρεφαν στο σκότος

Εκ των ριζών ανέρχετο μόνο αίμα
Η δε συνεχής τροφοδοσία αυτών

εξ απεριορίστων εγκάτων

της χθονός

Φάνταζε ό,τι πιο φυσικό την δεδομένη
Στιγμή·

Κάποιες φορές οι βλαστοί κοκκίνιζαν
Δείγμα ασφαλώς της συσσωρευμένης

υπεραιμίας

Και οι λάμπες φαίνονταν γι'αυτό
Πως σκοτείνιαζαν περισσότερο

Το τοπίο γύρω από τα φυτά ήταν
Βαθύ μπλε ηλεκτρικό απόγευμα

Δεν φαινόταν να εγείρεται ποτέ άλλο
Τμήμα της ημέρας, νύχτα ή πρωί

Κι από το βάθος της πιστής ζούγκλας
Οι ιθαγενείς κτυπούσανε τα τύμπανα

με το παλμό του θεού

Που αγωνιζότανε να βρει μιαν εικόνα του
Να διεκδικήσει τον χαμένο οφθαλμό του

Από τη σβησμένη λάμπα του φυτού
Να μάθει τη σημαίνει η λέξη ωσαννά

Να ξαναγεννηθεί με τρόπο τέτοιο
Έτσι ώστε να'ναι

σε περίοπτη θέση απών




Thursday, March 6, 2008

ΤΟ ΛΑΘΟΣ


Βγαίνουμε έξω για να επαναλάβουμε
Το λάθος μας, ανεφώνησε εν ταυτώ

χρόνω

Σύσσωμος ο πληθυσμός καθώς εξήρχετο
Της θαλάσσης με βήμα στρατιωτικό,

Ότι το σωστό δεν μας πληροί, πρόκειται
Μάλλον για κάτι το αυτοαναφορικό

Δεν μας προσφέρει μηδεμιά προοπτική
Και ούτε φυσικά καμμία λύση άλλη

εναλλακτική

Από αυτή την άποψη το λάθος φαίνεται να
Είναι ο συρμός ο ζωογόνος των πραγμάτων

όλων,

Συμπλήρωναν ενώ είχαν φθάσει στην ακτή
Και στέκονταν στον ήλιο να στεγνώσουν,

Ένα λάθος είναι φυσικό, δύο συνηθισμένο,
Τρία ανησυχητικό, και τέσσερα κακό, το

κάκιστο

Πολλά λάθη όμως μαζί είναι μι'αρμονία
Τίποτε δεν φαίνεται να διαταράσσει

την εσωτερική της

συνοχή

Όπως επίσης και την λαμπρή φανέρωση
Της κάθε νέας εκδοχής που κρύβει τούτη

η αναμονή

για το κατάλληλο αποτέλεσμα,

Όπως και να χει, άπαξ δεν πεθάναμε,
Είπαν ξαφνικά και κοίταζαν με βλέμμα

απλανές

Τις μάσκες και τα βατραχοπέδιλα
Που 'ταν θαμμένα μες στην άμμο

Παρολίγο να μην τα δουν,

Άπαξ δεν πεθάναμε, επανέλαβαν σε τόνο
Αυστηρό, ενώ ένας σκύλος είχε αρπάξει

μια μάσκα

κι άρχισε να τρέχει,

Είναι σωστό αυτό που λέμε
Δεν είναι λάθος,

φώναξαν στο σκύλο,

Λάθος δεν είναι, του ξανατόνισαν με
Ολύμπια ηρεμία ενώ ετοιμάζονταν

να βουτήξουν πάλι,

Ο σκύλος ήδη μασούλαγε τη μάσκα
Στο χείλος ακριβώς ανάμεσα άμμο

και θάλασσα

Ενώ τα δύο του πόδια οπίσω ρυθμικά
Τσαλαβουτούσαν στα νερά ξανά και

ξανά

Ώσπου με μια αριστοτεχνική εκτίναξη
Της σιαγόνος την αποπέταξε στα

νερά,

Από μακριά η μάσκα φαινόταν πως
Είχε πληγεί καίρια εκ των δηγμάτων

Επιχειρούσε να επιπλεύσει στα κύματα

Σχεδόν επιτυχώς

αν και δύσκολα




***************************************************************
Για τους φίλους καλεσμένους του Century Camera: οι νέες αναρτήσεις θα αναγγέλονται και από εδώ, στην δεξιά στήλη του THE RETURN.

Monday, March 3, 2008

Η ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΗ ΤΡΟΧΙΑ


Δεν ξέρεις πόση τρέλλα κουβαλάω εγώ
Πάνω μου, συνήθιζαν να λένε οι αγαθοί

Μυκηναίοι

Ο ένας στον άλλον

Διεκδικούσαν δηλαδή με τον τρόπο τους
Και την λογική και τη τρέλλα, τους ήταν

εξίσου ελκυστικές

και οι δυο,

Ωστόσο ο Αγαμέμνων τις έβρισκε άσκοπες
Και τις δύο και ας ήταν απελπιστικά

άσκοπος ο ίδιος

πια

Τα χρόνια της Τροίας είχαν ήδη περάσει
Και δεν είναι αλήθεια ότι τα νοσταλγούσε

ακριβώς

Του φαίνονταν σαφώς αδιάφορα και αυτά
Με ένα μάλλον αμφίβολο ηρωικό παρελθόν

Και με ένα χαμηλών τόνων μέλλον

Φάνταζαν οι Μυκήνες

Σαν καρφί στο πουθενά πάσσαλος λυτός
Στην ερημία οι νύχτες τις εξοντώναν ήρεμα

και τα πρωινά ακόμη πιο ήρεμα

η όλη αργή απόσβεση

δεν ήταν ορατή,

Πρέπει να βάψω τα μαλλιά μου αύριο στο
Κομμωτήριο, είπε αίφνης η Κλυταιμνήστρα,

να τα βάψω ξανθά,

Το πρόσωπό της ήταν σαν σε κενό
Η φιγούρα της στην μεγαλύτερη

νύχτα του κόσμου

Κανείς δεν την άκουγε

Τα μαύρα μαλλιά της είχαν πλήρως
Απορροφηθεί απ'το σκοτάδι

Και το λαμπρό της πρόσωπο το
Μεγαλοπρεπές μάλλον δεν έφεγγε

Ακριβώς στο κενό αλλά σε μια όχι
Και τόσο καλή μίμησή του

Η προσδοκία για μια τόσο άδεια ζωή
Τέτοια που τελικώς θ' άξιζε κάποιος

να τη ζει

δεν ήταν προς το παρόν

του κόσμου τούτου

της δειλής λάμψης, της μισογεμάτης

Με μονίμως κάτι ακόμη να περιμένει
Απ' όπου δη

Για να μπορέσει επιτέλους

να μην υπάρξει