Tuesday, January 29, 2008

ΕΝΥΔΡΕΙΟ


Πώς ακριβώς βρεθήκαμε εδώ,
Λέγαν οι έγκλειστοι, προφανώς

δεν το καταλάβαμε,

Ίσως αυτό να είχε ήδη συμβεί
Προτού γεννηθούμε, μπορεί

Και αφ' ότου πεθάναμε, ποιος ξέρει,
Σημασία έχει ότι αυτός ο ύαλος

Που τόσο γαλήνια μας αποτρέπει
Από την υπόλοιπη θέα

επιτρέποντάς την

Είναι κατά κάποιο τρόπο το σύνορο
Μεταξύ ημών και κάποιων άλλων

αγνώστων

Αυτοί οι άλλοι δεν φαίνονται να είναι
Εχθροί μήτε και φίλοι, ιδέα δεν έχουμε

Αν νοιάζονται πραγματικά για αυτό
Το ενυδρείο, μπορεί βεβαίως να το

τοποθέτησαν

αυτοί

Ωστόσο

Η μέριμνά τους ορατή δεν είναι
Μα μήτε και η αδιαφορία τους

Δεν ξέρουμε για πόσο θα περιμένουμε

Δεν ξέρουμε τι περιμένουμε
Δεν ξέρουμε καν αν περιμένουμε

Τα δευτερόλεπτα που περνούν
Από μπροστά μας όπως αυτό

το θερμαινόμενο νερό

που μας εναγκαλίζεται

μπορεί

Το νέο πρόσωπο να εμφανίσουν
Και τα πολύχρωμα ετούτα φώτα

Τα πλαστικά φυτά και τα χαλίκια
Που μας περιβάλλουνε σαφώς δηλούν

Πως ένας γενναίος νέος κόσμος
Ήδη μας δέχθηκε και ένας παλιός

ποτέ δεν υπήρξε

Κι οι φυσαλλίδες μας που τόσο
Αγέρωχα ανέρχονται στην επιφάνεια

Αφήνουν από κάτω τους εμάς

και αυτά τα αχρησιμοποίητα

πτερύγια

Να γλιστρούν για πάντα στην εφθηνή
Ζυγοστάθμιση και ωραίον αναστοχασμό

μιας μάλλον ανύπαρκτης

ευθύνης

Που προσποιείται την υπαρκτή
Προς χάριν μιμήσεως κάποιας

ζωής

και μόνον

Προς χάριν μιας τουλάχιστον ακόμη
Φυσαλλίδας

που λογικά

θα πρέπει και αυτή να ανέλθει



Sunday, January 27, 2008

ΤΡΕΙΣ ΒΑΘΕΙΕΣ ΑΝΑΣΕΣ



Το Τρίτο Βρανδεμβούργειο Κονσέρτο (allegro moderato-allegro) από την Freiburg Baroque Orchestra. Και να σκεφθεί κάποιος πως η μουσική του Bach παρέμενε θαμμένη για 200 χρόνια. Βέβαια ό χρόνος έχει κάποτε ένα εκκεντρικό χιούμορ, αλλά εδώ μάλλον το παράκανε.




H Εβδόμη του Bruckner καθώς παραδίδεται χωρίς αντίσταση στην συναισθηματική άβυσσο του Claudio Abbado.


boomp3.com

boomp3.com

boomp3.com

Εδώ και αν είναι ο ορισμός του καλλιτέχνη. Ο Purcell κατορθώνει ώστε η Πένθιμη Μουσική του για την κηδεία της Βασίλισσας Mary να ακούγεται σαν να ήταν η μουσική για την κηδεία ολόκληρης της ανθρωπότητας... (εδώ τα τρία πρώτα μέρη, το ανατριχιαστικό March και τα Man that is born και Canzona).



Tuesday, January 22, 2008

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΟ


Οι εποχές αλλάζανε γρήγορα
Οι Μυκήνες εκσυγχρονίζονταν

Και οι Μυκηναίοι θεωρούσανε
Ωσάν απίστευτες κατακτήσεις

Κάτι μάλλον αστείες εφευρέσεις
Όπως ας πούμε ο έναστρος ουρανός

Ο Αγαμέμνων βαριόταν αφόρητα
Βολόδερνε σαν τη δίκαιη κατάρα

Από καφέ σε καφέ και από σκέψη
Σε σκέψη χωρίς συγκεκριμένο σκοπό,

Όσο πιο ρηχή είναι μια εποχή άλλο
Τόσο φαντάζουν οι άνθρωποί της

Με ένα επίπλαστο στοχαστικό βάθος
Έχουν γνώμη έχουν άποψη, έλεγε,

Τέλος τέλος και μια βεβαιότητα τρομερή
Όταν αναπόφευκτα έρχονται ενώπιον

Των αντιφάσεών τους ότι είναι αλεξίγνωμοι
Ένεκα μιας κάποιας ταύτισής τους με το

Παροδικό, το που στα μάτια τους φαντάζει
Εγκατεστημένο ουρανόθεν,

Έσκουξαν τότε οι βροντές από ψηλά
Οι Μυκηναίοι άρχισαν να τρέχουν

Σαν παλαβοί για να προστατευθούν
Απ'την ισχυροτάτη μπόρα των θεών

Μονάχα ο Αγαμέμνων στεκόταν
Ακίνητος στη μέση της πλατείας

Να βρέχεται

Ο διπλανός του σκύλος και αυτός
Ακίνητος μες στη νεροποντή

Δεν φάνηκε να τον κοιτάζει

Γύριζε τη μουσούδα του αλλού



Saturday, January 19, 2008

ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ


Και είχανε φθάσει πλέον στο σημείο
Απ' όπου βλέπαν καθαρά πως η φύση

ήταν παγίδα

πεθαίνοντας η ίδια

αποκαλύπτετο

Καθώς ο χώρος από παντού επιχωρούσε
Σε ένα τραγικό καταρράκωμα ολισθαίνον

σε άδειο ρούχο

Οι τοίχοι των κτιρίων ήταν λιωμένο κερί
Και οι δρόμοι διέρρεαν τη μορφή τους

καταλήγοντας

σε ρηχά ποτάμια

Οι δε άνθρωποι του κόσμου καθίστατο
Σαφές ότι δεν ήταν άλλο τι από κωμικές

μάσκες

πηλού

Σε ματαία εκλιπαρούσα θήρα ιστορίας
Ουδείς όμως προσεφέρετο οικειοθελώς

ως το πεδίο του άλλου

Εξ αυτής της μακάβριας ασυμφωνίας ο βίος
Προ πολλού καθόλου εύκολος δεν θεωρείτο

Και της νυν πεπτωκυίας θέας των κρημνών
Κυριαρχούσε η ψευδαίσθηση επιβολής

Και η επισφαλής τρομώδης λάμψη, ενώ
Ο ουρανός είχε γίνει πλέον μια χαμηλή

οροφή

Με βραχώδη εξογκώματα να στέλνουν
Παντού ακτίνες θανάτου και χλεύης

Και εν τω μέσω της προχωρημένης νυκτός
Οι αποσπασθέντες από το σύνολο των

ανθρώπων

Συνάντησαν την ημέρα, ήταν εκεί με φως
Διαυγές και ατάραχο δεν φαινόταν να

τους καλεί

Η περιρρέουσα νύχτα δεν ήταν παρά
Ένα γηραιό κέλυφος σε αναχώρηση

Με την αυγή μέσα της σαν μάργαρο
Κλεισμένο σε στρείδι θαλάσσης

Οι δε συνάφειες της απτότητος και του χώρου
Είχανε απωλεσθεί προς όφελος μίας μόνον

αίσθησης

Η οποία καίτοι οπτική ήταν ωστόσο

σκέψη

Ενώ στις ακάλυπτες εκτάσεις του κόσμου
Σωρεύθηκαν άχρηστοι και πλέον ανενεργείς

οι μύλοι

Με σφαλιστά μάτια νενεκρωμένων αρχόντων

στους έλικές τους

Μια πνέουσα χορωδία ακουγόταν
Και λέγαν πως ένας ζητιάνος ήθελε

να τους μιλήσει

Οι πόρτες ήταν ανοιχτές και μέσα
Σ' όλα τα δώματα έλαμπε μονάχα

το άγριο σώμα του

εν ωχρώ αινίγματι

Καλά κρυμμένος σε όλη την ταραχή
Της προελάσεως αιώνων άσκοπης

καταμέτρησης ύλης

Δεν ήταν σαφές αν μόλις είχε έρθει
Ή μόλις ετοιμαζόταν να φύγει

Μαζί με τον κόσμο

Αυτός δεν κατέρρεε




Thursday, January 17, 2008

Η ΑΜΗΧΑΝIA


Δώστε μας τους τίτλους, φωνάζαν
Έντρομοι οι συγκεντρωθέντες στη

βάρκα εν τω μέσω του

ωκεανού

Ενώ κάποιος από αριστερά προσπαθούσε
Να την βουλιάξει και άλλος από δεξιά

να την κρατήσει,

Και οι δυο περπατώντας πάνω στα νερά,

Όσους μπορείτε περισσότερους να δώσετε,
Συνέχιζαν να δηλώνουν οι συγκεντρωθέντες

Σοβαρά ταλαντευόμενοι πλέον,

Και άλλους κι άλλους, ότι τα πολλά ποτέ
Δεν είναι εν και εν τα πολλά ομοίως δεν είναι

Δώστε μας δώστε μας, τονίζαν συνεχώς,
Ότι το βιογραφικό ετούτο δεν χορταίνει

ποτέ

Δεν είναι σίγουρο ότι τα όσα αλλόκοτα
Γράφει είμαστε εμείς, ωστόσο τα όσα

ακόμα

Δεν γράφει σίγουρα δεν είμαστε
Και αυτό είναι ακόμα πιο αλλόκοτο

Η πρόσθεση πότε θα σταματήσει
Ακόμα δεν το γνωρίζουμε

Και όταν η ζωή μας θα φαντάζει
Πως δεν θα 'χει άλλα περιθώρια

Το χαρτί ετούτο θα 'χει

Πάντα θα 'χει

-ακόμη και ο θάνατος δεν θα μας χωρίσει-

Έτσι κι αλλιώς από τη γέννησή μας
Φαίνεται να μας ακολουθεί, άλλωστε

αν προσέξετε

με την χρονολογία αυτής

εκκινείται

Βέβαια γνωρίζαμε 'ξ αρχής καλώς
Πως ο κόσμος τούτος δεν υπάρχει

Αν υπάρχει κάτι τότε είναι μόνο
Ένα δωμάτιο και πλήθη τέτοιων

χαρτιών -καμμένων χαρτιών-

εντός αυτού και γύρω τους

το καπνισμένο έρεβος

Και είναι αλήθεια πως ο θερίζων
Δεν εφάνη ακόμα ανά τους αιώνες

Και αν και η λάμπα μέσα στο δωμάτιο
Καίγεται συχνά

Κάποιος έρχεται και την αλλάζει τακτικά
Χωρίς να φαίνεται ούτε για μια στιγμή

Η λάμψη πάντως

Καθώς αναβοσβήνει γρήγορα

είναι αρκετά ορατή

Και το σινιάλο αυτό
Ακόμα δεν νοούμε


δεν φαίνεται πως θα νοήσουμε ποτέ


τι θέλει να μας πει

ακριβώς





Monday, January 14, 2008

TOTEMICUS


Μα περάστε να σερβιριστείτε, είπε
Ο Τελετάρχης με τα άδεια μανίκια,

Δεν περιμένουμε κανέναν άλλον
Είμαστε απόντες όλοι εδώ, έτερος

Δεν πρόκειται να μην έλθει και κανείς
Να μην τον υποδεχθεί, και αμέσως

Έκανε νόημα να περάσουν στην σάλα
Οι μπουφέδες ήταν γκρεμισμένοι σαν

Σε βρυόφυτα που κάλυπταν ερειπωμένο
Κάστρο επί αιώνες, το πιάνο ήτανε σχεδόν

Στο γκρεμό από κάτω το χτυπούσαν με
Τις βέργες οι ελαιοσυλλέκτες και ακόμη

Τα παράθυρα οι μπαλκονόπορτες ήταν
Κλειστά στο κοινό για κάποιες ώρες

Ενώ στο σπίτι υπήρχε ένα οπωροπωλείο
Και ένας κινηματογράφος, ήταν ανοιχτό

Μόνο το πρώτο χωρίς τούτο να σημαίνει
Πως ο δεύτερος ήταν κλειστός, Τζέησον,

Είπε η μανάβισσα με τ' αστραφτερά δόντια
Και τους καπνούς να βγαίνουν απ'τα μάτια,

Δεν έχουμε μόνο μια ψυχή εγώ προσωπικά
Έχω τριάντα, και του τις παρουσίασε σαν

Σε ανεμόμυλο επάνω να μοιράζουν στους
Αγαθούς χωρικούς μαύρες τουλίπες του

όρκου,

Υπάρχει κάτι το πολύ κακό εδώ, Τζέησον,
Του εξηγούσε ενώ εκείνος κούρδιζε ξανά το

κλειδοκύμβαλο,

Αν δεν μπορείς ευθέως να το δεις για τούτο
Ευθύνομαι εγώ βεβαίως, η ζωή σου πια

Θα είν' ένα πανί λευκό στην άκρη του ματιού
Που θα το ζωγραφίζουνε οι ώρες και τα χρόνια

Ενώ από δίπλα σου θα υψώνονται τα νερά
Της νοσταλγίας καθαρά και πράσινα σαν

Εσταυρωμένο χαμόγελο του ντελλα Φραντσέσκα
Εσύ όμως Τζέησον θα είσαι ένα τοτέμ κοινωνικό

Κάποτε θα φαντάζεις στους ανθρώπους φάντασμα
Και άλλοτε μια προτομή που ψάχνει περίπτερο

στη νύχτα

Να πάει ν' αγοράσει τσιγάρα, Τζέησον τα πάντα
Ήταν από την αρχή ο τρόμος, εσύ ήσουν παιδί

Όταν σχηματίστηκαν τα πρώτα ράφια στην
Έπαυλη του θεού, δεν έβλεπες τίποτα, έκτοτε

Μαζεύτηκαν πολλά ακατονόμαστα βιβλία
Λένε όλα βέβαια το ίδιο πράγμα ακριβώς

ουκέτι

Και είναι τώρα δα αυτός ο χώρος, υπάρχουν
Από πάντοτε σχεδόν στο οπωροπωλείο μου

Οι καρποί του γέλωτος και οι καρποί του μίσους

Το δέντρο τους είναι κοινό μα τα άστρα τους
Είναι αλλού τα μεν κοιτάνε στο ύψωμα με τις

Σπασμένες ρόδες ποδηλάτου απ'όταν ήσουν
Παιδί και τα δε κοιτάνε στον πυροβολισμό

του αφέτη

Σε στάδιο όπου καταμεσής ομίχλης βρίσκονται
Μόνον ένας δρομέας και ένας θεατής κι άλλος

κανείς

Κι εσύ αύριο θα φορέσεις τα βατραχοπέδιλά σου
Και θα πας στο αμφιθέατρο να εξηγήσεις πώς

Ο Γκιλγκαμές σκότωσε τον Χουμπάμπα, Τζέησον,
Επειδή τον έκλεψε στο πόκερ για δέκα χιλιάδες

αυτοκρατορίες

Και οι άνθρωποι θα αγαπάνε πάντα τη ζωή
Με τόσο βλακώδη τρόπο και η ζωή βεβαίως

θα τους αγαπάει και αυτή

μα με αρρωστημένο τρόπο,

Τζέησον

Και κανείς δεν θα καπνίζει στο διάδρομο
Κανείς δεν θα σηκώσει τον πνιγμένο από

τα μάρμαρα

και

Σαν φωτιά στη πλώρη χτυπημένου πλοίου
Σαν εκθρονισμένο τριαντάφυλλο στο αίμα

Η ζωή

Άλλο κόσμο ποτέ ξανά δεν θα γεννήσει

Τζέησον


Tuesday, January 8, 2008

Η ΑΠΟΣΙΩΠΗΜΕΝΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ


Οι νύχτες του Αγαμέμνονος ήταν τρομώδεις
Μια θύρα άνοιγε στον ύπνο του και έμπαιναν

ορμητικά

τα απόνερα του θεού

Η συγκέντρωση των αναίτιων γεγονότων
Σε μια εκδοχή ονείρου αποτρόπαιη

Τον έκαναν να ξυπνάει πολλές φορές
Λαχανιασμένος, δεν ήμουν εγώ

Ο Αρχηγός των Αχαιών στη Τροία, φώναζε,
Μηδέ υπήρξα ο βασιλιάς των Μυκηνών,

φώναζε ακόμα πιο δυνατά,

Εις μάτην όμως, η φύση ακόμα πιο
Πανικοβλημένη απ'ό,τι αυτός τα μπέρδευε

προφανώς

Και τον καλούσε Οδυσσέα, Οδυσσέα, του φώναζε,
Πρόσεξε τους Λαιστρυγόνες, και ο πανικός

Του Αγαμέμνονος αυξάνετο αλματωδώς
Στον ύπνο του, του ήταν δύσκολο να επωμίζεται

Και άλλα πεπρωμένα, σηκωνόταν έντρομος
Και πρόσεχε τον πίνακα απέναντι στο τοίχο

Είχε ήδη αλλάξει με κάποιον άλλον διαφορετικό
Δίπλα του δεν ήταν η Κλυταιμνήστρα αλλά

η Κίρκη

Ενώ οι Μυκήνες

Είχαν ήδη αντικατασταθεί από την Αιαία
Νήσο της Κίρκης με τα φωτεινά χαμόγελα

των Ιπποτών,

Δεν με λένε Οδυσσέα, της είπε, είναι όνειρο
Συνέχισε, απλά ένα όνειρο, μόλις ξυπνήσω

Θα ξαναβρεθώ στο σπίτι μου και πάλι,
Όμως δεν ξυπνούσε, η Κίρκη ήδη

επιχειρούσε να τον μετατρέψει

σε γουρούνι

Η όλη πάλη συνεχίζονταν καθ'όλη
Την καθημερινότητά του στις Μυκήνες

Οι οποίες ήταν και δεν ήταν

πια οι ίδιες

Δεν ήταν σαφές τι είχε αλλάξει

Η όλη κρεμαμένη απειλή της ασάφειας
Ονομάστηκε από τότε

κοινωνική ειρήνη





Sunday, January 6, 2008

Η ΙΑΣΗ


Μα ασφαλώς γλεντάμε τη ζωή μας,
Είπαν αίφνης όλοι στον σημαιοφόρο

τι μας περάσατε,

Διασκεδάζουμε και περνάμε καλά
Κάτι μας λέει πως η ζωή καλεί

προσωπικά εμάς

Κι εμείς

Στο κάλεσμα αυτό ανταποδίδουμε
Περισσότερο απ'όσο νομίζουμε

Πάντως σοβαρά θα προτιμούσαμε
Να μας υβρίσετε πολλώς παρά

να πείτε

Ότι μένουμε Σάββατο βράδυ σπίτι
Και κάποτε τα φώτα αυτά που τόσο

άτσαλα

κι αταίριαστα

Μας περιβάλλουν κατά τις εξόδους
Τα γρήγορα τα εφθηνά φώτα τα

τόσο πρόχειρα

στο αποτέλεσμα

Ίσως φαντάζουν φώτα πορείας μα
Πιθανώς και φώτα στυγνά του

χειρουργείου

Ο ύπνος εξ άλλου είναι δεδομένος

Και αν ασθενείς είμαστε εν τούτοις
Τις περιπλοκές ως τώρα δεν τις

αποφύγαμε

Δεν νοιώθουμε βεβαίως ότι από κάτι
Πάσχουμε

Ποτέ ωστόσο -είναι αλήθεια-
Και την ίαση

να πούμε ότι τη νοιώσαμε

δεν το μπορέσαμε




Friday, January 4, 2008

Η ΚΟΜΨΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ


Ο καθένας θέλει να είναι σε αυτή
Τη ζωή πρωταγωνιστής, έλεγε ο

Αγαμέμνων

στον θεό Ερμή,

Αποβαίνει όμως γι'αυτό ακριβώς
Ο θλιβερός κομπάρσος

Φαίνεται πως κατά κάποιο τρόπο
Η ίδια του η επιθυμία τον απωθεί

με τρόπο μη

αναμενόμενο

Στη σιωπηλή πλειοψηφία
και όχι στην ηχηρή λάμψη,

και σταμάτησε να πιεί λίγο νερό,

Είναι μια ζωή σπανίως διαθέτουσα
Τους πρωταγωνιστές μα αρκετούς

δεύτερους

και τρίτους,

Κατέληγε στοχαστικώς και με μια
Ευχάριστη αδιαφορία, ενώ ο Ερμής

του έδειχνε

το βάθρο των νικητών

στον μεγάλο ορίζοντα του κόσμου

Η πρώτη θέση δεν υπήρχε, η δεύτερη
Ομοίως και η τρίτη εξίσου δεν υπήρχε

μόνο ένα σκαλάκι στον αέρα

φαινόταν,

Έχει κάποιο βαθύτερο συμβολισμό
Η θέαση αυτή; τον ρώτησε ο Αγαμέμνων

με ετοιμόλογη επιπολαιότητα,

Ιδέα δεν έχω, του απάντησε ο Ερμής,
Και για να είμαι ειλικρινής δεν νομίζω

Πως το σκαλάκι αυτό τοποθετήθηκε
Για κάποιο βάθρο, αν ήταν έτσι

θα υπήρχε και βάθρο,

Όμως ο Αγαμέμνων δεν πρόσεχε πια
Τι του έλεγε ο πτερωτός θεός και καθόλου

δεν άκουσε

τον βλακωδώς έξυπνο συλλογισμό του

Έγερνε επικίνδυνα στη νύχτα
Σε μέρη όπου δεν υπήρχαν πόλεις

Βουνά χωρίς κορφές και ακόμα
Μαζικές θάλασσες χωρίς στεριές

Η ερημία δίχως ένα στίγμα κραταιό
Άγνωστη δεν του φαινόταν ωστόσο

ο ίλιγγος

ήταν πανίσχυρος

Και ο Αγαμέμνων άπλωνε ασυναίσθητα
Το χέρι

Ν' αρπαχτεί απ' το σκαλάκι

Όμως δεν υπήρχε πλέον ούτε αυτό







Tuesday, January 1, 2008

MISSA SOLEMNIS


Εφθάσανε λοιπόν στο χείλος της εποχής
Για ν'αγναντέψουν όχι μόνο την άβυσσο

αλλά

Και τις απότομες κορυφές του νου ιδίως
Κατά τις νύχτες με βροχή στο Μύνστερ

Ολόγυρα ο κόσμος έσφυζε διαρκώς
Από τερατώδη ζωή χτίζαν παλάτια

χτίζαν στοές βιβλιοθήκες και ιερουργεία

Χτίζαν το πρόσωπο του χρόνου

Γηραιό μα πάντα νέο

Ανεσύρετο αμήχανο στην πλατεία
Σαν από μηχανική επίκληση ανθρώπων

στα σεβάσμια σκότη

ευρισκομένων

Ενώ κατά τη στιγμή της ανόρθωσής του
Ήταν ένα κεφάλι του κύκλωπα εν μέσω

ανθρώπων

μόλις και κατόρθωνε να ψελλίσει

Das Leben ist ein vernünftiges Traum

Οι συσσωρεύσεις του νεκρού κονιορτού
Του βιαίως εξελθέντος εκ της σαλεύσεως

επί των προσώπων

των συγκεντρωθέντων

Τη κατάπληξη ευμεγέθως πολλαπλασίαζαν
Οι δε μέγιστοι τριγμοί του ορατού κόσμου

Κατά την ανέλκυση της βαρείας κεφαλής
Υποσημαίναν κατά τρόπο φρικτό

Την εμφάνιση μιας νέας

εξουσίας

Πιθανώς ανηλεεστέρας των προηγουμένων
Ασφαλώς εγκυροτέρας απ'οποιαδήποτε

άλλη αρχή

Ενώ στην όραση του νοός μυριάδες πλήθη
Επί πληθών τραβούσαν με χοντρά σύρματα

Ως εάν ήταν Αιγύπτιοι δούλοι στις πυραμίδες
Το πρόσωπο του κύκλωπα συγκρατώντας το

από πιθανή κατάρρευση

ανέμεναν ένα λόγο ή ένα

σύντομο χαιρετισμό

Με φανερή ελπίδα και ηχηρότατο
Ασπασμό στην ματαιότητα

Πως η αδιαφιλονίκητη προφάνεια
Των πραγμάτων η ρέουσα η καθημερινή

Θα καθιστούσε πλάνο όραμα και ψεύδος
Την ανέγερση της τρανταζομένης κεφαλής

Το παραμικρό κουρέλι κείμενο επί του δρόμου
Κατέστη ο αναμενόμενος από αιώνες σωτήρ

Και το παραμικρότερο των βλεμμάτων
Εξ ανθρώπου

ο διαρκώς αναβαλλόμενος

ζωντανός θάνατος