Friday, December 28, 2007

ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ


Φέρανε τα πτώματά τους στη πλατεία,
Εμπρός περπατήστε , τους είπαν, και

αυτοί

Σηκώθηκαν και άνοιγαν δρόμο ανάμεσα
Στα κογιότ και τα αιωρούμενα φεγγάρια

ένα είδος υπνοβάτες

Η εποχή ήταν καταραμένη, οι άνθρωποι
Μαζεύαν μαύρο νερό απ'τα πηγάδια

Τα δε πηγάδια είχανε γίνει πελώριοι πύργοι
Που ορθώνονταν στον ουρανό, κτίσματα

ερειπωμένα

Τα άγρια χορτάρια και τα νεκρά κλαδιά
Των δένδρων τα είχανε παραβιάσει

και εκ των στομίων αυτών μόνον

ακουγόταν πλέον

η ανθρώπινη ομιλία



Ενώ στο κέντρο της πλατείας το τοτέμ
Μιλούσε σαν ραδιόφωνο σε μεγάλη ένταση

Ο ήχος γινόταν ανυπόφορος κάποια στιγμή
Καθώς οι υπνοβάτες μαζεύαν τα σκουπίδια

των ανθρώπων

ένα ένα

Και τα τοποθετούσαν ευλαβικά στο κλίβανο
Απ' όπου τα εξέσυραν ως χρυσαφένιες μάσκες

Κανείς δεν εκδήλωσε πρόθεση

να τις φορέσει

Παρ'ολ'αυτά οι υπνοβάτες συνέχιζαν
Να τις μοιράζουν στους περαστικούς

Η συσσωρευμένη αναρχία του συνωστισμού
Στην πλατεία μετέτρεπε τα πάντα σε μια

διακριτή αδιακρισία

Καίτοι εδίδετο η εντύπωση μιας εναργούς
Προετοιμασίας προς πιθανή αναταραχή

Εν τούτοις ουδέν προέκυπτε πέραν των
Δεδηλωμένων ορίων της ομίχλης

Ο κόσμος ήταν μια σταθερή αναλλοίωτη
Μάζα θανάτου



Από τις οικίες και τα καταστήματα ερχόνταν
Οι πειστικοί ήχοι της καθημερινής συναλλαγής

Η κατάληψη ενός μεμονωμένου χώρου
Εκ της πραγματικότητας δεν επηρέαζε

σημαντικά

το σύνολο βίο

Η δε δυσαρμονία ανάμεσα στο τοτέμ
Και τους υπνοβάτες απο τη μια

Και τον ρυθμισμένο ανθρώπινο περίγυρο
Από την άλλη δεν ελογίσθη πολλώς ως

αντιπαλότητα

Και κάποτε

Ο ραδιοφωνικός ήχος του τοτέμ φαινόταν
Πως απευθύνετο στους περαστικούς

Δεν ήταν σίγουρο ωστόσο

Διόλου σαφές δεν ήταν
Μεσολαβούσανε στιγμές μεγάλης

αμηχανίας

Πριν επιστρέψουν ξανά τα πράγματα
Στην ουδέτερη απλωμένη ροή των

Ενώ το αδιάφορο βλέμμα του τοτέμ
Συνέχιζε να πέφτει πάνω τους

δεν τους άφησε ούτε στιγμή




Wednesday, December 26, 2007

Η ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΙΑΝΟΥ




Δεν χάνει ούτε μισή νότα!

(Valentina Lisitsa στην La Campanella του Liszt)

Tuesday, December 25, 2007

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΤΑ ΛΙΓΑ ΚΙ ΕΧΑΣΕ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΛΑ


Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς αιτούμαι
Από τη ζωή, κοντοστάθηκε για λίγο στο

πεζοδρόμιο

και σκέφτηκε φωναχτά,

Θαρρώ ωστόσο πως τα έξοδα παραστάσεως
Είναι πολλά και τα έσοδα εκ των εισαγομένων

γεγονότων

είναι λίγα

Και απ'όπου και αν το πιάσει κανείς το θέμα
Ο κάποιος θρίαμβος ο αναμενόμενος έρχεσθαι

δια των γεγονότων

ως αίτημα πολύ δεν είναι

μάλλον το λίγο

Παρ'όλ'αυτά δεν είμαι σίγουρος αν και αυτή
Η παράστασις είναι το λίγο που εξισούται

με τον κάματο των γεγονότων

Φαίνεται πως είναι μονόδρομος κι ακόμα
Η παράστασις αυτή καταλαμβάνει πλέον

όλη τη ζωή

Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς άρχισε αυτό
Ή αν θυμάμαι δεν προτίθεμαι να το

ανακαλέσω στην ομιλία

Δεν οράται κάποιο κέρδος εξ αυτής
Της αναμόχλευσης μνημονικού

Νόημα να το πράξω με θεατή εμένα μόνο
Ασφαλώς δεν έχει

Τα καθίσματα της πλατείας αυτού του θεάτρου
Δεν είναι πολλά,

αρκούν ωστόσο

για να μην χωράω εγώ


Sunday, December 23, 2007

Ο ΔΙΣΚΟΣ ΤΟΥ ΝΕΥΤΩΝΟΣ



Σας παρακαλώ κύριε, έλεγε αγριεμένος
Ο επιβάτης του λεωφορείου στον έκπληκτο

Αγαμέμνονα,

Όχι εγώ σας παρακαλώ, αντιπρότεινε ο
Αγαμέμνων, μα όχι εγώ σας παρακαλώ,

επαναπροσδιόρισε

ο πρώτος,

Το σύνολο των αντεγκλήσεων δεν φαινόταν
Να οδηγεί σε κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα

Οι δε επαναλήψεις των ανακλήσεων στη
Τάξη ήταν φανερό πως κάποια στιγμή

Απέσβησαν από τη μνήμη την αφορμή
Κάλλιστα θα μπορούσε να φανεί τώρα

Ως μια μεγάλη αβρότητα μεταξύ αγνώστων,
Κάπως έτσι είναι και η ζωή στις Μυκήνες

εν συνόλω,

Γνωμάτευσε ο Αγαμέμνων καθώς πρότεινε
Στον άγνωστο να πάνε για παρτίδα μπριτζ,

Εννοείτε δηλαδή πως η υποδομή του λόγου
Ενέχει μια παρερμηνεία αφ εαυτής άλλως

δεν νοείται λόγος;

ή μήπως

ότι τα πάντα είναι ενότητα αντιθέτων;

Ρώτησε ο άλλος σίγουρος ότι η απορία του
Θα λυνόταν με απόφανση κρυστάλλινη

Ο Αγαμέμνων άκουγε παραξενεμένος,
Εννοώ αγαπητέ ότι τα πάντα στο

κόσμο

Κολυμπάνε σε ένα μάταιο όνειρο
'Οπως αυτή η στιχομυθία μας

Η δράση κι η αντίδραση και ακόμα
Η συμφωνία και η διαφωνία

ο πόλεμος και η

ειρήνη:

Το απότελεσμα δεν είναι παρά η αιώνια
Ατάραχη ακινησία του ονείρου,

Κατέληξε ο Αγαμέμνων ενώ το λεωφορείο
Προχωρούσε ομαλά και γλυκά επί των

Ελαφροτάτων διακυμάνσεων
της ασφάλτου

Ωσάν αχανές νανούρισμα στην απογευματινή
θάλασσα

Νωχελική παραχώρηση σε θάνατο άγνωστο



Friday, December 21, 2007

ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ


Σ' αυτά τ'αρχεία πρόκειται να βρούμε
Το παρελθόν και ίσως το μέλλον της

ζωής μας,

Μονολογούσαν καθώς ανακατεύαν
Τις μεγαλιθικές κούτες στο αχανές

υπόγειο

Του κτιρίου που δεν είχε παράθυρα
Μήτε πόρτες, στους δαιδάλους αυτού

Η πρόσβαση ήταν απολύτως ελευθέρα
Και πλήρως απαγορευμένη, δεν τολμούσε

Κανείς να πλησιάσει από κοντά καθ'όσον
Άπαντες οι ζωντανοί εντός των υγροτάτων

τεσσάρων τοίχων του

Σχηματίζαν μια πληρεστάτη απουσιάζουσα
Απαρτία, τα χέρια των ανεβοκατεβαίναν

αόρατα

Επί του συρρευσάντος χάρτου από τις
Τέσσαρες γωνιές του κόσμου, χάρτου

σπουδαίου

Με ασφαλείς πληροφορίες

Επί των συμβάντων του βίου των επί
Της πιθανής λάμψης που διέφευγε

της έως τώρα προσοχής των

Η τρικυμιώδης παροχή των στοιχείων
Από την πρόθυμη θάλασσα των εγγράφων

δεν διεκόπτετο

από τις ισχυρές χειρονομίες

και την έξαψη της αναζήτησης

Τα χρήσιμα προωθούντο προς την μνήμη
Χωρίς χρονοτριβή ενώ τα ουδέτερα

κατακάθονταν

Σε μια δεύτερη λεπτομερέστερη εξέταση
Μπας και ολίγος χρυσός είχε αποδράσει

της οφθαλμικής σαρώσεως

Τα μάτια τους ήταν κόκκινα κι εξογκωμένα
Οι μύτες τους τραχειές και εκ της σκόνης

φτερνιζόμενες

Τα μανίκια ανασηκωμένα μέχρι την οροφή
Και τα σκονισμένα ματογυάλια των ένας

κόλαφος απροσδιόριστος

Ήταν αδύνατον να διαπιστούται επαρκώς
Αν έπασχαν απο μυωπία ή πρεσβυωπία

Αδύνατον να διαγιγνώσκεται αν δεν έβλεπαν
Τα μακρινά ή τα κοντινά, η όλη μεσολάβηση

του ανύποπτου υάλου

Έφερε το υλικό σε μια καλή εστίαση

Ναι, σαφώς βλέπουμε καθαρά, είπαν,
Ίσως αυτές οι κούτες να μην είναι ακριβώς

αυτό που θα θέλαμε

Ωστόσο

φαίνεται

Πως η ζωή δι' αυτών των αποθηκεύσεων
Περατούται επιτυχώς χωρίς την περαιτέρω

μεσόλαβησή μας έξω

Εμείς

Στο ισόγειο του βίου ας μην παραστούμε
Πραγματικά ο λόγος δεν υπάρχει για τούτο

Το υπόγειο αυτό είναι ένας πλήρης κύκλος
Ηδονής αιτίου και αποτελεσμάτος

Άλλο να κάμουμε δεν έχουμε

Εδώ πραγματικά υπάρχουμε
Εδώ αναμφίβολα γεννιόμαστε

και πεθαίνουμε

Ουδείς ήχος άλλος ακούστηκε απαρχής
Ζωής ει μη ο γδούπος των χαρτοκουτιών

αυτών

Επί του δαπέδου

Και ουδείς έτερος εφάνηκε έξω
Ει μη ο προσκομίζων τα κουτιά

Δεν είναι σαφές ακόμα
Ποιος τον κάλεσε

Την προσφορά του όμως

Δεν την αρνηθήκαμε

Καίτοι εμείς δεν τον καλέσαμε
Προθύμως πάντοτε μας έφερνε

αυτά τα κουτιά

Αν είναι θεός ή θνητός δεν το γνωρίζουμε
Δεν έτυχε να τον ρωτήσουμε

δεν τον είδαμε ποτέ

Ποτέ στ'αρχεία μας δεν τον συναντήσαμε



Thursday, December 20, 2007

ΔΥΟ ΑΡΝΗΣΕΙΣ ΔΕΝ ΙΣΟΥΝΤΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΜΕ ΜΙΑ ΚΑΤΑΦΑΣΗ



Κάποιες φορές τον χρόνο ο Αγαμέμνων
Συναντάτο με παλαιούς συμπολεμιστές του,

Τι νέα στρατηγέ, του λέγαν, ενώ από δίπλα
Πέφταν τα χαρτιά της τράπουλας στη πρέφα

Σαν χαστούκια στην άμμο, ο δε καφετζής
Τους σέρβιριζε αόρατα ποτά και καφέδες

Με άδεια μάτια και δυσεξακρίβωτα χέρια,
Δεν είμαι καλά, τους απάντησε ο Αγαμέμνων,

Όμως δεν θα προτιμούσα να βρισκόμουν
Πάλι στη Τροία, συνεπώς ζω ανάμεσα

Στο χάσμα δύο αρνήσεων,

Όχι, του είπε ξαφνικά ο καφετζής κάνοντας
Ακατανόητες κινήσεις με τα αόρατα χέρια του

κρατώντας

τους αόρατους καφέδες,

Ο Αγαμέμνων γύρισε και τον κοίταξε
Θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ένας

βετεράνος της Τροίας

ή ένας Τρώας

βεβαρυμένος και στις δύο περιπτώσεις,

Τι εννοείς; τον αντέρωτησε, τι όχι,
Όχι σε τι ακριβώς αν απευθύνεσαι

σε μένα

Όμως εκείνος δεν απάντησε αφήνοντας
Τον Αγαμέμνονα σε αιώρηση κατά πόσο το

Συντομότατο λεγόμενό του έσχε κάποιο
Νόημα και αν όχι κατά πόσο ήταν

Ένας βάρβαρος συγχρονικός αντίλαλος
Προς τις ιδικές του αρνήσεις ή όχι,

Γύρισε προς τους συμπολεμιστές του
Και τους είπε, η ζωή εξακριβούται

ή δεν εξακριβούται

όσο το όχι αυτού του δυστυχούς,

Εκείνοι δεν τον άκουγαν, ήταν σαφώς
Πολύ πτωχευμένες εκδοχές εκείνων

Που ήταν κάποτε στη Τροία

γελούσαν συζητούσαν έδιωχναν φόβους

Μάζευαν καινούργιους



Tuesday, December 18, 2007

ΟΙ ΦΛΟΓΕΣ ΤΩΝ ΒΙΤΡΩ


Νωρίς το απόγευμα οι πιστοί προσήλθαν
Στην λειτουργία στο καθεδρικό του Μύνστερ

Η συγκέντρωση τους άλλο σκοπό δεν είχε
Ει μη κάποιες αναμενόμενες στιγμές

Εξόδου απο την ιστορία με ήρεμο τρόπο,
Προϊούσης της ιεράς χρονοτριβής ωστόσο

Φλόγες φανήκαν να βγαίνουν από τα βιτρώ
Η αρπαγή ήταν αιφνίδιος και καθηλωτική

Καθόλου εγείρουσα

ανησυχία

συμφοράς,

Να οι φλόγες που βγαίνουν από το παράδεισο,
Είπαν οι πιστοί, της μεγάλης αποκαλύψεως

μηδόλως αποσπασθέντες

έστω για ένα στίγμα του χρόνου

Ενώ οι υαλώδεις μορφές αρχίζαν ήδη
Να συμμορφώνονται σε άλλα σχήματα

και άλλες λάμψεις,

Να το μυστήριο, ώστε υπάρχει,

ψιθύρισαν,

Η μεταβολή των εικονιζομένων υπήρξε
Συντριπτική, η όλη παράσταση δεν ήταν

πλέον άλλο

Από τους ίδιους, ο φλεγόμενος καθρέπτης
Φάνηκε σαφώς ότι ηγέρθη μέσα από τις

κατατονικές

ψαλμωδίες

των αιώνων

Και τις προσευχές εκατομμυρίων ανά
Τις κλιμακωτές εξόδους της ζωής,

Είμαστε εκεί για πάντα φυλακισμένοι,
Λέγαν εμβρόντητοι μπροστά στο

δικό τους

θέαμα

Πετρωμένοι και φωτοβολούντες με αύρα
Παιδική εντός του συμπαγούς αμειλίκτου

υάλου,

Είμαστε το φως εκεί και άλλο όχι,

δηλώναν χωρίς αμφισβήτηση,

Και η άνευ όρων υφαρπαγή τους απ' αυτήν
Την παρόρμηση του παραδείσου φάνταζε

αλήθεια

υβριστική

Ενώ με απροθυμία και με βαρειές κινήσεις
Θα 'πρεπε να διακόψουν την ιστορία τους

Να κλείσουν κάθε πόρτα στην ως τώρα ζωή τους
Να μεταβούν από θέληση μη ιδική των στην

επί καιρό προσδοκομένη από

τους ίδιους

λύση

Το ασύμφωνο ανάμεσα επιθυμία και στιγμή
Ελογίζετο μεγάλως ως κατάρα και νύχτα,

Αν δεν επέλθει η λύτρωση μετά το πέρας
Του αναγκαίου χρόνου ζωής που εμείς

προσδιορίσαμε

Ωσότου περαιώσουμε τα λίγα έστω απ'όσα
Θελήσαμε, καλύτερα να μην έλθει καθόλου,

είπαν οι τολμηρότεροι,

ενώ ο ύαλος τους αναρροφούσε στην

αιωνιότητα

Καθώς ακινητούσαν ολοένα μέσα στο φως
Καθώς το σπασμένο νευρικό χαμόγελο της

αναγκαστικής

ευτυχίας των

έδινε

μια σκληρή υπόσχεση επιστροφής


Sunday, December 16, 2007

Η ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗ


Η πόρτα της αποθήκης ήταν μισόκλειστη
Το τι στιβάζαν εκεί κάθε τρεις και λίγο

οι σιωπηλοί

αργοναύτες

Τούτο δεν ήταν φανερό σε κανένα

Είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι αυτοί
Δεν είχαν πρόσωπα, μασούσαν μήλα

Και βλαστημούσαν άγαρμπες κατάρες,
Ιάσων, φώναζε μέσα από την αποθήκη

το χρυσόμαλλο δέρας,

Ιάσων, μην φορτώνεις άλλο την αποθήκη
Ο κόσμος θα συνεχίσει να γυρίζει

Η θάλασσα θα συνεχίσει να μην υπάρχει
Το αίμα θα γίνει νερό και το νερό θα τρέξει

στην πλατεία της πόλεως

της μεγάλης

Ιάσων, κι η πόλις αυτή πόλις θνητών δεν είναι
Κι εσύ κοιμάσαι εδώ σέρνεις τη σκιά σου

Μακριά απ' το πραγματικό σου σώμα , εμένα,
Εσύ πεθαίνεις στις κόκκινες ανταύγειες κάθε

πρωινού

Όμως εγώ μιλάω εσύ όχι, δες τα λόγια σου
Πέφτουν βαρειά στο έδαφος φυτρώνουν

μανιτάρια

στη βροχή

Και το δάσος του πραγματικού σιγά σιγά
Πια δεν υπάρχει έρχονται οι άνθρωποι

σηκώνουν

τις πέτρες

Βλέπουν σκορπιούς και φεύγουν αμέσως
Ενώ βαρειά τα νερά της βροχής δεν έχουν

Πού να πάνε, μαζεύονται σε δυο άγρια μάτια
Έτσι σχηματίστηκε το πρώτο ανθρώπινο σώμα

Ιάσων,

Κι η μοίρα σου είναι να τριγυρνάς με την Αργώ
Στα βεβαρυμένα νερά της δικής σου ύπαρξης

Και να μιλάς με νοήματα με φωνή όχι
Στο ατίθασο Άγνωστο που σέρνεται σαν

ψίθυρος

πάνω στη μάντρα

του σχολείου

Όμως εσύ Ιάσων δεν είσαι ακόμη νεκρός
Αλλά ούτε και ζωντανός, μα σαν νύχτα

χωρίς αστέρια

θα πλανάσαι στον Λαβύρινθο

της Κολχίδος

Ώσπου μια έμμονη ιδέα γρήγορα
Αθάνατο σε κάνει και ήρωα

της τρέλλας σου και μόνον,

Έλεγε το χρυσόμαλλο δέρας ενώ η μάσκα
Του Ιάσονος ξενυχτισμένο πρόσωπο στο

δάσος

γελούσε δυνατά





Thursday, December 13, 2007

Η ΑΠΡΟΚΛΗΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ


Είμαι κι εγώ βασιλιάς, έλεγε ο μέσος
Γηραιός κύριος στον τροχονόμο που

του έκοβε κλήση

για παράνομη στάθμευση,

Τούτο οφείλετε να το διαπιστώσετε,
Συνέχιζε να του εξομολογείται

Κρυφοκοιτώντας δεξιά και αριστερά,
Το βασίλειό μου βέβαια δεν είναι ακόμη

ορατό

Ούτε κι εγώ ξέρω σε τι συνίσταται
Είμαι ωστόσο σίγουρος πως είμαι

ο κάτοχός του,

Λάβετε υπ'όψη σας δε πως υπάρχουν
Και άλλοι βασιλείς σαν και μένα

Κάθε μέρα περιμένουμε μήπως και είναι
Αυτή που τους τίτλους μας θα ξαναπάρουμε

Παίρνουμε όμως κλήση για μία στάθμευση
Παράνομη

Για μια παράνομη στάθμευση


Tuesday, December 11, 2007

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ


Είχε μαζευτεί οσαύτως όλη η ανθρωπότητα
Έξω απο το ψιλικατζίδικο και διεμαρτύρετο,

βάζαν όλοι τις φωνές,

Πρόκειται για απάτη, απεφάνθησαν τελικώς
Με ένα στόμα και κοιτώντας με κάποια

ελπίδα

Μην και δεν είναι απάτη, οι επενδύσεις μας
Επ'αυτής της ζωής ήταν επί κινουμένης

άμμου,

Αναγνώρισαν ελλειπτικώς και δραματικώς,
Τα τούτα και τα κείνα μας τα προβάλαμε

όσο μπορούσαμε

Αποκρύπτοντας εντέχνως τα άλλα μας
Ωστόσο δεν λάβαμε υπ'όψη πως κι οι

άλλοι

Μέγα μέλημα είχαν να επιδείξουνε σαφώς
Τα δικά τους τούτα και τα κείνα τους

Και ν'αποκρύψουν φυσικά τα άλλα τους
Όμως το παιγνίδι δεν συνεστήθη με τους

πλέον κατάλληλους όρους

Ότι υποδοχή των όλων προτεταμένων μας
Δεν συναντήσαμε από την άλλη πλευρά

Αντ' αυτού

Είδαμε μόνον προεξοχή και συνεπώς
Τα εύσημα του κύρους δεν εδόθησαν

πρεπόντως

αλλά προχείρως

αν όχι μηδαμώς

Τούτα συνεπλάκησαν με τούτα κι ακόμα
Κείνα συνεσφάγησαν με κείνα ταχέως

Λάθος πιστεύσαμε πως η προεξοχή του άλλου
Μια δική μας θα'τανε υποδοχή λάθος μεγάλο

Ότι χώρος για τους επισήμους δεν υπήρχε
Σε αυτή την βιαστική τελετή για την οποία

τόσα όνειρα θρέψαμε,

δεν υπήρχε χώρος για τους επισήμους,

Επανέλαβαν με ξαφνική αδιαθεσία ενώ
Ο ψιλικατζής μοίραζε ασπιρίνες,

Χώρος για τους επισήμους δεν υπήρχε,
Ξαναείπανε με υπομανιακό τρόπο,

δεν υπήρχε,

Εψώνισαν εν τέλει τα προαποφασισμένα
Ψιλικά τους

και ωδεύσαν πιθανώς προς τα σπίτια τους

πάλι

Ο δε ψιλικατζής τους κοιτούσε με βλέμμα
Στοργικό


*************************************************************
Άλλη μια ενότητα ξεκινάει με τίτλο "Το Όρος της Ομιλίας και η Νεκρά Θάλασσα".


Sunday, December 9, 2007

Η ΙΔΕΑ


Οι νύχτες στην κατασκήνωση ήταν ήσυχες
Τόσο που ακόμα και η κίνηση του χεριού

στον αέρα

Μπορούσε να ακουστεί, οι προσκεκλημένοι
Πέφταν για ύπνο νωρίς, όμως μέσα στις

σκηνές

Κανείς δεν βρισκόταν ο νυχτοφύλακας
Έμενε πάντα έκπληκτος καίτοι οι ήχοι

της κατάκλισης

Περιστασιακώς ακουγόνταν με σαφήνεια,
Κανείς δεν είναι εδώ κανείς, ανέφερε στον

αρχηγό

της αποστολής

Ο τελευταίος προβληματιζόταν σοβαρά
Εάν το ανορθόδοξο φαινόμενο συνεχιζόταν

Θα έκλεινε οπωσδήποτε την κατασκήνωση,
Μα πού τέλος πάντων είναι, ρώτησε τον

νυχτοφύλακα,

Ακούμε ανθρώπους να κοιμούνται ακούμε
Τους ήχους της απουσιάζουσας παρουσίας των

Είναι τρομώδες όμως που η οπτική τους
Αποσύρει από μια λογική ταυτόχρονη θέα

Το όλο θέμα σαφώς δεν εξηγείται, λες
Και κάποιος ουράνιος φαρσέρ επέλεξε

Μ'αυτόν τον τρόπο να μας πει κάτι μάλλον
Δυσοίωνο για τη ζωή την ίδια πιθανώς

Μπορεί κι ευοίωνο, ωστόσο ένα από τα δύο
Θα συμβαίνει, είτε αυτοί δεν υπάρχουν

Κατά τη διάρκεια του ύπνου τους είτε εμείς,
Συμπέρανε ο αρχηγός και άναψε τα φώτα,

είτε εμείς,

Μην ανάβετε ακόμα τα φώτα, επενέβη τότε
Ο νυχτοφύλακας, κλείστε τα παρακαλώ,

Όμως ο αρχηγός δεν τον εισάκουσε, το όλο
Πεδίο των σκηνών φάνταζε ακόμα πιο ελλιπές

Με την διαχέουσα ολόπλευρη λάμψη

επ'αυτού

Το δε σκάνδαλο των άδειων σκηνών δεν φάνηκε
Να κυμαίνεται σημαντικώς από την στυγνή

παρουσία

του

φωτός

Η όλη αφάνεια των κοιμωμένων οράτο
Μόνο μέσω της ενεργούς επιθυμίας

των επισταμένων

Και παγωμένα το σκυθρωπό φως
Ίδιο πάντα όπως στην πρωταρχή

των πραγμάτων όλων

το μέγα φως

Συνυπήρχε αμελητέα με το μέγα

σκάνδαλο

Τα δυο μυστήρια φαινόταν καθαρά
Πως το ένα το άλλο να ενοχλήσουν

πρόθεση δεν είχαν





Thursday, December 6, 2007

JAN BOCKELSON VAN LEIDEN


Ο άνθρωπος που προχωρούσε πλάγια
Στον κόσμο και με τη σαύρα να του

κατατρώει το κεφάλι

μίλησε κάποια στιγμή

στο χώμα

Ζητώντας του να εκβάλλει απ' τo γκρεμό
Κάθε νεκρό, θέλω να τους δω όλους, είπε,

προσωπικά έναν έναν

Να τους ρωτήσω πόσες φορές ξεχάστηκαν
Ενόσω ζούσαν και πεθαίναν δεν μπορεί

Η τόση άφεση στην άνομη εξουσία
Θα μπορούσε να είναι δικαιολογημένη

μόνο εφ'όσον

Ενδιαφέρονταν για το νερό αλλά όχι
Για τον ποταμό και την θάλασσα

Όμως δες τους καθίσταται αδύνατον
Να δουν ποιοι είναι χωρίς ένα

καθρέπτη

Αδύνατον πολύ να χειριστούν αυτόν τον
Ίδιον τον κόσμο ως τον καθρέπτη τους

και πλήρως αδιανόητο

τους φαίνεται

Να ανάψουν ένα κερί μπροστά στον ήλιο,

Είπε ο άνθρωπος που προχωρούσε πλάγια
Στο κόσμο ενώ άρχισε να σκάβει ένα μεγάλο

βάραθρο

στη μέση της πλατείας

του μελαγχολικού Μύνστερ

Από τη μια πλευρά του βαράθρου ωρμούσαν
Οι καπνοί του Αβαδδών ευαγγελίζοντας την

Νέα Ιερουσαλήμ

Ενώ από την άλλη πλευρά ο Λούθηρος
Τακτοποιούσε σε μικρά σεντουκάκια

Τα παιδικά παιχνίδια του παραδείσου
Κάποτε τα μοίραζε στους τυφλούς

Παρ'όλ'αυτά οι τυφλοί

δεν βλέπαν

το φως τους

Είναι αλήθεια ωστόσο και πως το δικό τους
Σκότος να το δουν δεν το μπορούσαν,

Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να οδηγήσω
Όλους αυτούς τους ανθρώπους, συνέχισε

ο Ιωάννης Μπόκελσον του Λέιντεν,

Μπορώ ωστόσο να τους κατακρημνίσω
Στο ίδιο τους το ζωτικό βάραθρο μπορώ

Να τους αποσπάσω μια υπόσχεση

παρά τη θέλησή τους

Να τους κάνω να περπατήσουν
Όχι ελεύθεροι μα στη προοπτική

ενός λάθους που θα είναι μόνον

δικό τους

Και ίσως τότε καταλάβουν πως η ελευθερία
Δεν είναι το τέλος του δρόμου αλλά

η αρχή κάθε ταραχής

γενομένης στη γη

Προτού οι άνθρωποι γίνουν άνθρωποι
Κι η αχρονία δίχτυ αγριεμένο στον

χρόνο

να αρπάζει τη σταφυλή της γης

Και αντί τον οίνο να εκβάλλει μόνον
Τα λαμπερά καθιζήματα των πόλεων

Μπορεί η Βαβυλών να υψούται μέχρι εκεί
Που μάτι ανθρώπινο μπορεί να δει, όμως

Είναι νόμος ακοίμητος για το κτίσμα των
Κτισμάτων να θέτει ένα καινούργιο όροφο

Μόνον όταν οι από κάτω έχουν χωθεί βαθειά
Στη γη, στα μάτια μου τούτο δεν μπορεί

αλλιώς να οράται

παρά

Ως η πάντοτε ετοιμοπαράδοτη πρώτη σκηνή
Του Μωυσή ενώπιον του ανόμου πλήθους

φυγάδων του παραδείσου

κατοίκων του χρόνου

Έγκλημα πρώτον και τελειότερον,

Είπε ο άνθρωπος που περπατούσε πλάγια
Στο κόσμο ενώ η σαύρα στο κεφάλι του

Είχε γίνει ένας πελώριος σκορπιός που
Κοιτούσε κοροιδευτικά τους τριγύρω

Βουτήξαν και οι δυο μαζί στο βάραθρο
Έως σήμερα ακόμη πέφτουν

πετώντας






Tuesday, December 4, 2007

Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ


Λες να'ναι αλήθεια αυτά που διαβάζω
Στις εφημερίδες πως οι θεοί πάνε για

σχίσμα,

Ρώτησε ο Αγαμέμνων τον Μενέλαο
Που'χε έλθει απ'τη Σπάρτη στις

Μυκήνες

για Σαββατοκύριακο,

Τι να σου πω, πάντως δεν είναι και στα
Καλύτερά τους, τρώγονται συνέχεια

για ανοησίες,

του απάντησε ο αδελφός του,

Ο Αγαμέμνων κοίταζε το κράσπεδο
Μπροστά του αμήχανα ίσως και λυπημένα

Η όλη ουράνια αβεβαιότητα ήτανε σίγουρο
Πως θα επιδρούσε αρνητικά στ'ανθρώπινα

Σηκώθηκε πλήρωσε τους καφέδες, πάμε
Να φύγουμε , είπε στον Μενέλαο,

Για πού, τονε ρώτησε αυτός, μόλις ήρθαμε,
Είπε στον σκεπτικό Αγαμέμνονα, μόλις

ήρθαμε,

Η φράση αυτή ακούστηκε στον Αγαμέμνονα
Πολύ παράξενα, δεν είχε έρθει ποτέ του,

δεν σκόπευε να φύγει

Οι Μυκήνες δεν ήταν παρά μια οπτική απάτη
Σε δημιουργία εξαιρετικά αμφίβολη ίσως

και ήδη καταρρεύσασα,

Δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο πραγματικά
Μιλάμε αυτή τη στιγμή, είπε στον ήδη

μη υπάρχοντα Μενέλαο

Ενώ ο ίδιος βούλιαζε αργά αργά και με θεία
Αδιαφορία μέσα στα γραπτά ενός ποιητή


Sunday, December 2, 2007

ΟΙ ΛΑΘΡΑΙΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ


Αγαμέμνων, εξαέρωσες το καλοριφέρ;
Ρώτησε η Κλυταιμνήστρα με φωνή

ακραιφνώς τενόρο

Ενώ ο Αγαμέμνων ήταν αφηρημένος
Με μάτια στροβιλιζόμενα στα

όνειρα,

Το πρωί είχε γυρίσει τις δημόσιες υπηρεσίες
Των Μυκηνών για τα δεδουλευμένα ένσημα

στο Ίλιον

Αργότερα πήγε σινεμά όπου είδε μια μέτρια
Ταινία και κατά το απογευματάκι την έπεσε

Σε κάποια σπονδή στη κεντρική πλατεία των
Μυκηνών ενώ ο ταξιτζής που τον μετέφερε

Πίσω στο σπίτι του δήλωσε ορθά κοφτά
Πως δεν ήταν από τις Μυκήνες αλλα από

τη Νέα Υόρκη,

Δεν είμαι από δω , του είπε, δεν είμαι,
Ο Αγαμέμνων σκέφτηκε για μια στιγμή

Πως ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Δίας,
Σίγουρα δεν μου λέτε ψέμματα; τον ρώτησε,

Ο άνθρωπος στο τιμόνι τον κοίταξε από το
Καθρεφτάκι και του είπε, σίγουρα δεν είμαι

από δω κύριε,

Λέγεται ότι ο ταξιτζής παρέσυρε τον Αγαμέμνονα
Σε ένα ατέρμονο ταξίδι από το οποίο ποτέ δεν

επέστρεψε

Στις Μυκήνες κατά πάσα πιθανότητα είχε μείνει
Μόνον ο κινούμενος ίσκιος του, ή άλλως

Ένα νεκρικό εκμαγείο πλήρωσης των απαιτήσεων
Της καθημερινής ζωής, αυτό ήταν ο γήινος

Αγαμέμνων,

Είχε ήδη φτάσει στο σπίτι του και έλεγε
Στην Κλυταιμνήστρα που περιμένε με αγωνία

Απάντηση περί της εξαερώσεως του καλοριφέρ,
Σήμερα κάπνισα λιγότερα από δέκα τσιγάρα,

είπε,

σαφώς λιγότερα,

Κοιτάζονταν και οι δυο συνεχώς αμίλητοι,
Η δήλωση αυτή δεν είχε κάποιο νόημα

ο Αγαμέμνων δεν κάπνιζε ποτέ

Όπως και να'χει
Τα κλειδιά κρέμονταν αφημένα

στη πόρτα

Κουνιόνταν πέρα δώθε ακόμα
Σα να προσπαθούσαν να την ανοίξουν

μόνα τους


****************************************************
Μια ακόμη ποιητική ενότητα αρχίζει με το παρόν, ο "Αγαμέμνων".