Wednesday, October 31, 2007

Ο ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ


Στο κρυστάλλινο δάσος έξω από το Μύνστερ
Οι άνθρωποι πηγαίναν και αφήνανε τις

μάσκες τους

στα

δένδρα

Κι αυτές κρεμόνταν σαν καρποί άγνωστοι
Μια κόλασης που ακόμη δεν εισακουγόταν

Ότι το φως στο κόσμο ήταν ισχυρό
Τόσο που δεν επέτρεπε καμμία σκιά

Να φανερώνεται στην όραση αμέσως
Φως που από μόνο του ήταν μια ουράνια

μάσκα

Και οι άνθρωποι το δοξολογούσαν
Κτίζοντας μια κραταιά εποχή

Με μύλους συμπαγείς να πλέκουν
Σάρκινο ιστό και με τους φωσφόρους

κόμβους

να φωτοβολούν

τις έννοιες

Ενώ οι σκαπανείς στεκόνταν στο
Πλατύσκαλο του σώματος ελέγχοντας

την αφή του θεού

Πίσω τους ήταν ένα μεγάλο βάραθρο
Κτισμένο από κόκκινο αδάμαντα

που βόγγαγε το χρόνο

Άνοιγε και έκλεινε με μέτρο

Και μπροστά τους ένα βάραθρο επίσης
Που ανακύκλωνε ξανά και ξανά

τις ανθρώπινες κεφαλές

Σε ελεγχόμενο πολτό γεννήσεων
Και καταδρομή της νέας παρουσίας,

Είμαστε η ζωντανή γέφυρα, διεκήρυτταν,
Η μάστιγα του θεού με την απαλή κίνηση

των χειρών

Ξερριζώσαμε τόσο ανεπαίσθητα αυτό
Το ίδιο το δένδρο της Εδέμ

Και σπείραμε στη θέση του ένα ολόκληρο
Δάσος κρυστάλλινο με καρπούς-μάσκες

μάσκες ανθρώπινες

Ίσως ετούτη η ρέουσα εποχή να μην είναι
Γραπτό ν' αντέξει για πολύ, όμως το φως

αυτό το οφιούχο

δεν θα παρέλθει

Οι μέρες και οι νύχτες θα σβέννυνται
Σε άσκοπη αλληλοδιαδοχή όμως η

δόξα

της εμής γενεάς

Θα είναι ο άσπλαγχνος αφόρητος ήλιος
Των ανθρώπων, κατέληγαν βέβαιοι

Με τα βλέφαρά τους να μην κλείνουν ποτέ
Ότι τα μάτια τους ήταν η πάντοτε ανοιχτή

θύρα του δαίμονα

Και με τα χρυσά βιβλία που κρατούσαν
Μονίμως κλειστά στην αγκαλιά τους

να γίνονται εκ των πραγμάτων

οι κίονες

κάθε εποχής

Όμως ήταν τόσο αργά

Και κανείς δεν μπορούσε να δει τις αφημένες
Ανθρώπινες μάσκες στο δάσος που ήδη

σαλεύαν από μόνες τους

Κι αρχίζαν να συνομιλούν

μεταξύ τους




Tuesday, October 30, 2007

Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΣ ΛΗΘΑΡΓΟΣ


Δεν μπορούμε τίποτε να φανταστούμε
Να λειτουργεί χωρίς μια ιεραρχία

δομημένη,

Φώναξαν για μια στιγμή οι άνθρωποι
Όλοι μαζί στον ύπνο τους ταυτόχρονα,

Η άλυσος των εντολών εκ των άνω προς
Τα κάτω κι από κει ακόμα παρακάτω

θυμίζει ανηφορική

διαδρομή

Έστω και με τρόπο αντίστροφο
Η τελική πράξη είναι μια κορυφή,

Προς το παρόν όμως πάσα γραφειοκρατία
Ας την καταργήσουμε κοιμώμενοι

ότι ο ύπνος

προσφέρει αυτή τη δυνατότητα

απλόχερα,

Κατέληγαν και συνέχιζαν να παραμιλούν
Εν κατακλίσει με ακαταληψίες και

εξαρθρωμένα βαγόνια ονείρων

από τους συρμούς

της καθημερινότητας

Η χώρα βυθιζόταν στο χάος καθ' όλη
Τη διάρκεια του μαζικού ύπνου

Οι καφετιέρες βράζανε μόνες τους
Τον καφέ, τα κουδούνια ηχούσαν

απ' το πουθενά

Η πόρτα άνοιγε σαν από αόρατο χέρι
Και κάποιος τελικά έμπαινε μέσα

Να δηλώσει τα απροσδόκητα νέα

Κάποιος που ήταν ο γείτονας, ο συγγενής,
Ο φίλος, ο αδελφός και ο θεός και ίσως

το αφεντικό

Και κάνοντας μόλις ένα βήμα
Έπεφτε στο κενό, - έλεγε σαφώς α

Παρ' ολ' αυτά μήτε φωνή ακουγόταν
Μήτε κι ο γδούπος από κάτω

Tο πτώμα συνέχιζε να μιλάει απαύστως
Από το δρόμο και επιχειρηματολογούσε

Κανείς όμως δεν άκουγε

Όλοι κοιμόνταν

Και η εναλλαγή του πρωινού με την εσπέρα
Και της εσπέρας με την νύχτα έδινε ένα

κάποιο χρώμα

στην εξέγερση του ύπνου

Καίτοι ανάγκη ιεράρχησης στο κόσμο
Δεν υπήρχε πλέον, εν τούτοις η ιεραρχία

στο ουράνιο στερέωμα

συνέχιζε να υφίσταται

Αν και ήταν φανερό

Ότι το όλο ξαφνικά προκύψαν
Μετεπαναστατικό θέμα

Έμοιαζε με διαφωνία

Σε τόνο ανοίκειο

σχεδόν εχθρικό




Sunday, October 28, 2007

LA SARABANDE FORCÉE (La fin du temps rêvé )


Στα περίχωρα του Μύνστερ οι νεκροί
Χορεύανε τη σαραμπάντα ασταμάτητα

ωστόσο

άψυχα

Ήταν πολύ λίγοι στην αρχή, ίσως
Πέντ'-έξι, φάνταζαν να κρέμονται

απ' τον αέρα

δεν είχαν μπεί ακόμη

στη πόλη

Και οι φύλακες στεκόνταν στα όρια
Και τους απόδιωχναν με ρόπαλα

και μαστίγια

Εκείνοι ξαναγυρνούσαν απόμερα
Ενώ οι κινήσεις τους σφενδόνιζαν

χώμα

στους

Θεατές που αμήχανα χαμογελούσαν
Πέφταν και σηκώνονταν πολλές φορές

Κι η όλη πομπή βάδιζε προς δεύτερο θάνατο
Ενώ στο στροβιλισμό της διπλασιαζόταν

και ολοένα αυξανόταν

σε πλήθος

Χορεύανε τη σαραμπάντα

Οι φύλακες δεν ημπορούσανε να τους
Κρατήσουν μακριά 'π' τη πόλη,

Είμαστε πια πολλοί, λέγαν οι νεκροί
Και τους σπρώχναν δυνατά πιο κει

πέφταν κάτω

μαζί τους

Γεμίζαν την πόλη

Χορεύανε τη σαραμπάντα

Μόλις που πρόλαβε ο θεός να πηδήξει
Απ' το παράθυρο και να φύγει μακριά

Ενώ η πομπή είχε μεγαλώσει τόσο
Που ξεχείλιζε την Ευρώπη

από τον Γουαδαλκιβίρ μέχρι τον Δούναβη

Από το Μπέργκεν μέχρι την Μάλτα

Στο δρόμο φτιάχναν νέα κράτη
Και ωρκίζαν νέες κυβερνήσεις

Χορεύανε τη σαραμπάντα

Μιλούσανε γλώσσες πολλές, νεκρές,
Και κήρυτταν ωραίες ιδέες, νεκρές,

Φτιάχνανε νοσοκομεία και μονές
Πανεπιστήμια και στρατώνες

Χορεύανε τη σαραμπάντα

φτιάχνανε κι άλλους νεκρούς

έτοιμους

γυρνούσανε τη γη

Και φώναζαν μελχισεδέκ μελχισεδέκ!
Κάναν επαναστάσεις και στεριώνανε

Τις νέες εποχές - διετείνοντο γι αυτό
Πως ήταν θαρραλέοι νεκροί

και όχι κοινοί νεκροί

Χορεύανε τη σαραμπάντα

Κι απ' την ημέρα που εκκίνησε
Το κύμα των νεκρών από το Μύνστερ

η γη συχνά άλλαξε όψη

Όμως χτυπάει θλιβερά στο μάτι
Πως κανείς νεκρός πια

δεν χορεύει

τη σαραμπάντα





Friday, October 26, 2007

ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ


Το στρατόπεδο ευρίσκετο μέσα στη πόλη
Τόσο η ακριβής τοποθεσία του όσο δε και

ο προσδιορισμός του

Για το ποιους ανθρώπους ακριβώς περισυνέλεγε
Δεν ήταν καθόλους σαφείς, ήταν ανοιχτό

Εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο
Και υποδεχόταν κόσμο συνεχώς

Οι δε κόσμος κατέφθανε με τη συγκοινωνία
Και φράκαρε τις εισόδους, γινόταν χαμός

για ένα εισιτήριο,

Εξαντλήθηκαν όλα, είπε κάποια στιγμή
Ο μασκοφόρος ταμίας με το οπλοπολυβόλο,

Περάστε αύριο πάλι και θα περισυλλέξουμε
Τους πιο έγκαιρους απ' εσάς, τόνισε με ύφος

συντετριμμένο

άγνωστο γιατί,

Από δω είναι η είσοδος; τον ρώτησαν,
Από παντού είναι είσοδος , απάντησε,

Και πού 'ναι η έξοδος, ξαναρωτήσαν,
Πουθενά δεν είναι έξοδος, απάντησε,

Είναι μια φορά και για πάντα όλα,
Τους είπε, κανείς δεν φεύγει απ εδώ

Η υστερία στο πλήθος γενικεύτηκε
Και η οχλοβοή για την απόκτηση

Του θρυλικού εισιτηρίου κατέστη
Κάποια στιγμή καθ' όλα ακράτητη

Από μέσα μόλις φαινόνταν οι προσφάτως
Εισαχθέντες, κοιτούσαν με κάποια

κατανόηση

τους διεκδικούντες

Προσπαθούσαν μάλιστα με το ύφος τους
Να τους καταστήσουν σαφές πως δεν

μπορούσαν να τους βοηθήσουν

Ο δε μασκοφόρος ταμίας εκ των πραγμάτων
Είχε αποβεί το αδιαφιλονίκητο κέντρο

Ανάμεσα σε δυο ομάδες ανθρώπων
Ήταν αδύνατον να ξεχωρίσει κάποιος

Ποιοι ήταν οι μεν και οι ποιοι οι δε

Η πόλις εκτείνετο εξ ίσου φυσιολογικά
Και εν πλήρη λειτουργία

και προς τις δυο πλευρές



Wednesday, October 24, 2007

Η ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ




Σε τι ακριβώς συνίστατο η συναλλαγή
Ακόμα δεν το ξέρουμε, γνωρίζουμε ωστόσο

Πώς κανείς δεν έλειψε, η προθυμία εμφάνισης
Ήταν κάτι παραπάνω από συγκινητική

Και ο χώρος της συναλλαγής δεν ήταν πάνω
Από δύο επί δύο, στον θάλαμο ήταν μπορετό

Να χωρούν μόνον ο προσφέρων και ο εκτιμών
Κάθε άλλος εκ της στενοχωρίας καθίστατο

εκτός

Η δε διακόσμηση του θαλάμου ήταν ολίγη
Ένας πίνακας όλος κι όλος που εικόνιζε

Μία άμαξα με άλογα στα ρηχά της λίμνης
Να περνά από το ένα μέρος στο άλλο,

Έχω να δηλώσω αυτά, έλεγε ο προσφέρων,
Το γρήγορο βλέμμα πάνω τους ας μη ρίξετε

Ότι φρονώ πως άξια της συναλλαγής είναι
Αρκεί να τα προσέξετε κάπως περισσότερο

Και στην πρώτη μην σταθείτε εντύπωση,
Ο εκτιμών κοίταζε και ξανακοίταζε και

οριοθετούσε,

Δεν μου φαίνεται κάτι σπουδαίο αλλά
Ελλείψει άλλης προσφοράς αυτή τη

στιγμή

Μάλλον θα τα δεχθώ, κατέληξε αβέβαια,
Ο προσφέρων σιωπούσε μην και κάποια

λέξη άστοχη

Μεταβάλλει τη γνώμη του, ο δε εκτιμών
Επανέλαβε, μάλλον θα τα δεχθώ,

Αναμένοντας μια κάποια αντίδραση
Από την άλλη πλευρά η οποία πάλι

σιωπούσε,

εντάξει θα τα δεχθώ, ξανάπε

αρκετά πιο χαμηλότονα,

Τις δυο ακίνητες φιγούρες εντός του
Θαλάμου ο κρεμασμένος ήσυχος

πίνακας

Ουδόλως έτεμνε

Εκ του εσωκλείστου ήταν αδύνατον
Να διαγνωσθεί αν ήταν μέρα ή

νύχτα

Και σε καμμία περίπτωση δεν φαινόταν
Ότι οι δύο μορφές θα μπορούσαν να βγουν

κάποτε

από κει







Monday, October 22, 2007

CASINO BAROQUE (Η Μεγάλη Ρουλέττα)


Γύρω απ' την ρουλέττα είχανε συγκεντρωθεί
Άπαντες οι ονειρευόμενοι εν ζωή, τους
είχαν

δέσει μάλιστα


Με επίσημες βραδινές αλυσίδες στην μεγάλη

Τράπεζα - τα δεσμά αυτά τον κάματο του

ονείρου


ουδόλως επιβάρυναν,


Θέλουμε να ποντάρουμε, ισχυρίζοντο,

Το θέλουμε πολύ ότι βαθεία φέρουμε


την πεποίθηση


Πως μέσω της περιστροφικής κινήσεως

Που εκτελεί η μπίλια αντίθετα οδεύοντας


Προς την καθόλου κίνηση της ρουλέττας

Θα οδεύσουμε κι εμείς εξ ίσου αντίθετα


Με τις έως τώρα συνιστώσες του βίου

Μας είναι αδιάφορο το πόσα θα κερδίσουμε

Φτάνει όμως να κερδίσουμε, είπαν κι άρχισαν

Να συνεισφέρουν ο καθείς το κατά
δύναμιν

Και κατά ροή σπασμωδική ποντάρανε τις
Κρύφιες σκέψεις τους
και ακόμη τα φανερά

βιογραφικά τους,


Τα χρόνια που τους έμεναν να ζήσουνε καθώς

Και την πάσα φυσική προς εργασία ικανότητα


Θα περιμένουμε, ανακοίνωσαν όλοι μαζί,

Θα περιμένουμε ώσπου η θαραλλέα μπίλια


Την εξίσου θαρραλέα άφεσή μας επιδοκιμάσει,

Και ολοένα μαζευόνταν κι άλλοι, φέροντας


Την επίσημη βραδινή αλυσίδα και έπαιρναν

Θέση - λοιπόν για μαζευτείτε ν' αρχίσουμε,

είπε
η κρουπιέρισσα

Με τ' άστρα στα μάτια και το μεγάλο δρέπανο

Να έλκει και να απωθεί τις μάρκες ολούθε


Οι λιγοστοί όρθιοι έσπευσαν να καθήσουν

Κι αυτοί, μισό λεπτό να ποντάρουμε κι εμείς,


έκαναν έκκληση

Και βγάζαν πανικόβλητοι απ' τις τσέπες τους
Φωτογραφίες οικογενειακές, επιστολές με


αποξηραμένα άνθη


Εισιτήρια θεάτρου, πολιτικές προκηρύξεις

Λόγους του Πάπα και μανιφέστα τέχνης

Κάποιος δήλωσε σαφώς πως αν δεν κέρδιζε
Άπαντα τα συγκεντρωθέντα επί της τραπέζης

θα αυτοκτονούσε

Οι υπόλοιποι αμέσως του συνέστησαν
Ακόμη μεγαλύτερη ταραχή, είσαι ήδη

νεκρός

του είπαν, είσαι ήδη,

απλά περιστρέφεσαι,

Άλλος ρώτησ' αίφνης γιατί ποντάρανε
Πράγματα μάλλον προσωπικά και όχι

χρήματα

Του εξήγησαν πως το ερώτημα δεν ήταν
Σοβαρό, έχουν και τα δυο ανταλλακτική

αξία

Του είπανε, και ακόμη αμφότερα έχουν
Τάση πληθωριστική εξ ορισμού τους

Κανένα απο τα δύο δεν αντιστοιχεί
Σε πραγματικότητες, του συνοψίσαν,

Ίσως μπορώ να κλέψω τα της τραπέζης,
Γνωμάτευε κάποιος ερωτώντας εμμέσως,

Και να εξαφανιστώ, μια τέτοια κίνηση
Μάλλον κατά πολύ θα συντομεύσει τις

διαδικασίες,

Του απάντησαν πως είχε κάθε λόγο σοβαρό
Να το κάνει και πως δεν θα τον κυνηγούσαν

Παρά ταύτα ο ερωτήσας δεν προέβη
Σε μια τέτοια κίνηση δήλωσε αργότερα

Πως θεωρούσε ήδη ότι είχε κλέψει το καζίνο
Έστω κι αν δεν κέρδισε μισή φωτογραφία

ή μια χτένα

Τότε έθεσε η κρουπιέρισσα με δύναμη
Σε κίνηση τη μπίλια, η δε μπίλια χύθηκε

στην


όραση

Σαν καρχαριοειδές που απότομα αφήνεται

Να φύγει από την υποβρύχια κλούβα του


Γυρνούσε και γυρνούσε και δάγκωνε με λύσσα

Τα χέρια και τα πόδια και τους νόες των


συγκεντρωμένων


Παρ' ολ' αυτά ουδεμία αναστάτωση
προεκλήθη
Οι παίχτες πονούσαν μεν
φωνάζανε βεβαίως

Αλλά δεν προβλέπετο να σηκωθούν να
φύγουν
Η δε κατάληξη της μπίλιας
στον ωραίο αριθμό

Τους έθεσε αμέσως σε στυγνή επιφυλακή

Οι κερδίσαντες αλληλοσυγχαίροντο

με τα
κομμένα χέρια τους

Ενώ οι απωλέσαντες τις υποβολές των

Προσπαθούσαν να φύγουν με τα

κομμένα
πόδια τους

Το σύνολο αποτέλεσμα εκ της καταλήξεως

Την αλλαγή της εικόνας της τραπέζης


μηδαμώς επέφερε


Κερδισμένοι και χαμένοι παρέμειναν
Ενώ η κρουπιέρισσα φορώντας πέπλο


Άρχισε να παίρνει συνέντευξη απ' όλους

Και να τους μοιράζει μπίλιες ρουλέττας


ως εύφημα αναμνηστικά


Τις δε αναμνηστικές μπίλιες όλοι προθύμως

Τις εδέχθησαν και με ύφος τερατωδώς

ουδέτερο

ανάμεσα αναπόληση και αμηχανία


φαινόνταν


σα να ανέμεναν κάτι ακόμη




Saturday, October 20, 2007

ΕΙΔΩΛΟΓΟΝΙΑ


Τις νύχτες το Μύνστερ έλαμπε με φως
Ανάρμοστο λες και η πολιτεία ζούσε ακόμη

ένα είδος ημέρας

Εκεί στον εξώστη του κόσμου κοιμόταν
Η γυναίκα με τα μαύρα ρούχα και τα

μεγάλα μάτια

Ο ύπνος της ήταν ένας τεράστιος

καθρέπτης

Εντός αυτού τα όνειρα των ανθρώπων
Έπαιρναν μία μορφή υαλώδη μεν

αλλά πλήρως

αναπαραστατική

Και σ' αυτόν τον καθρέπτη ήταν που ξυπνούσε
Αργά αργά το ζωντανό άγαλμα της πλατείας

Και άρπαζε την γυναίκα

και την μετέφερε μίλια μακριά

Από το ένα μάτι στο άλλο της,

Εδώ ακριβώς, της έλεγε, δείχνοντάς της
Την κυκλώπεια εποχή με τους υδραύλους

Να εγείρονται και να χάνονται στον ουρανό
Και τις φλογώδεις στοές να απεργάζονται

Το έδαφος του ορατού, εδώ θα έλθουν όλα
Ξανά στην μνήμη, δεν είναι σε εμφάνιση

Τα υπάρχοντα αλλά τα εναπομείναντα
Δεν υφίσταται ζωή ακόμη αλλά όνειρο

βαρύ

Κι είμαστε οπωσδήποτε το αποτέλεσμα
Πρωτοφανούς ερωτικής παγίδας και

δεν είναι άραγε

Η ίδια η δημιουργία αυτός ο ονειρικός
Καθρέπτης ο γεμάτος είδωλα επιθυμούντα;

Ο απεικονίζων απεικονιζόμενος εστίν
Ότι το είδωλο τούτο τίποτε άλλο πάρεξ

η διψαλέα φωτιά του

ουρανού

που κατατρώγει τις εστίες του ανθρώπου

Και υπάρχει μία μόνον πύλη,συνέχιζε να λέει
Το άγαλμα, ενώ η γυναίκα άρχιζε να σαλεύει

μισοξυπνημένη,

Ο που δεν εισήλθε ευρέθη διαβάς
Ο που εισήλθε είναι ακόμη εκκινών

στην αρχή

να πράττει κοσμογονίες

Κατέληξε, και ευθύς αμέσως η γυναίκα
Αρπάχτηκε απ' τον λαιμό του και τον

τραβούσε πάνω της

Καταμεσής του καθρέπτη και της

νύχτας

Το δε υπέροχο ζωώδες άρπαγμά τους
Δεν φαινόταν σε καμμιά περίπτωση

Να διαταράσσει σημαντικά

το εύθραυστο του καθρέπτη


Thursday, October 18, 2007

CREAZIONE DI ADAMO


Ήταν όλα στριμωγμένα μέσα στην αίθουσα
Δίπλα του βρισκόταν η Αυστρία ενώ από

Πάνω του πιέζε τους ώμους του ο πλανήτης
Πλούτων, προσπαθούσε να κάνει χώρο

να διαβεί

Και κλωτσούσε κατά λάθος τα ποτάμια
Και τα ανθρώπινα κύτταρα της φυλής

των εβδομήκοντα

Ενώ η γυναίκα με τις τσιτωμένες ρώγες
Τον είχε καταπλακώσει με τα υγρά της,

Προφανώς ολόκληρη η κτίση είναι
Στριμωγμένη, αναφώνησε, πολύ μάλιστα

Τόσο που πραγματικά δεν μπορεί κανείς
Να περπατήσει, πάντως θα μπορούσε

Να είχε προβλεφθεί παραπάνω χώρος
Όπως επίσης και μια καλύτερη αισθητική

Επί των δημιουργηθέντων, παρά ταύτα
Πραγματευόμαστε εδώ που σφηνωθήκαμε

Ένα κάποιο μήκος χρόνου ζωής με όρους
Μάλλον αδιαπραγμάτευτους, εν τούτοις

Η σύνολη έκταση της δημιουργίας
Επιτρέπει σίγουρα σκέψεις ασφαλείς

Περί νομίμου κυριαρχίας επ' αυτής,
Συνέχισε ενώ τίναζε απ' τα μαλλιά του

Την πολυθρόνα που είχε κολλήσει πάνω τους,
Αν η αίθουσα είναι ο ένας και μοναδικός

Χώρος αποθήκευσης του κόσμου τότε
Ο ελέγχων την αίθουσα γίνεται και κύριος

του κόσμου

Και πάντα τα ευρισκόμενα εν αυτή
Η πλήρης ιδιοκτησία του, κατέληξε,

Και έσπρωχνε τη πόλη Ουλάν Μπατόρ
Και τα καπνιστά στρείδια του μεσημεριού

Για να καθήσει

Ο ύπνος τον ηύρε εκεί

Η ερημία της άφεσης δεν συνηγορούσε
Πάντως στο πλήθος των συγκεντρωμένων

Η δε ανομοιομορφία τους έκανε ακόμη
Επιτακτικότερη την ανάγκη για την

εξίσωση

που επέφερε το σκοτάδι

του ύπνου

Επί των πάντοτε σιγουρευμένων
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο

και μηδόλως ανησυχούντων

ανθρωπίνων οφθαλμών



Tuesday, October 16, 2007

ΤΟ ΑΝΕΥΡΕΘΕΝ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ


Και ήταν παγιδευμένοι όλοι σ' ένα κύκλο
Και πέραν της περιμέτρου αυτού ουδείς

μπορούσε

να εξέλθει

Το δε χορό που στήσαν μέσα κεί
Αποκαλέσαν Ιστορία

Τις δε προσεκτικές κινήσεις των
Λόγω του υπερβολικού συνωστισμού

τις ονομάσαν

τα βήματα του χορού

Και τέλος τον όλο κύκλο
Ο Χορός των Νεκρών

Ουδείς διενοήθη ποτέ

στα σοβαρά να τον αφήσει

Ούτε όμως και να τον αποδεχθεί


Sunday, October 14, 2007

ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ


Όταν πεθαίναν οι άνθρωποι ξυπνούσαν
Σε ένα δωμάτιο που δεν ήταν το νεκρικό

Αν και η πρώτη σκέψη που έκαναν

τους βεβαίωνε

πως ήταν νεκροί

Κατέβαιναν ωστόσο γρήγορα γρήγορα
Τις σκάλες για πρωινό με τους άλλους

Πλέναν τα χέρια και το πρόσωπό τους
Και κάθονταν στο τραπέζι ανοίγοντας

την εφημερίδα

ενώ ήδη καθισμένοι οι ζωντανοί

τους ανέμεναν,

Μάικλ, τα νέα σήμερα δεν είναι καλά
Λέγαν στο νεκρό, και κοιτούσαν λυπημένα

το πάτωμα,

Τι συνέβη, τους έλεγε αυτός μα εκείνοι
Δεν συνέχιζαν, πίναν το καφέ τους

Και ετοιμάζονταν να φύγουν στη δουλειά,
Δεν φαίνεται τίποτα, σκεφτόταν μέσα του,

Μάλλον δεν κατάλαβαν πως είμαι νεκρός
Ας πιω το καφέ μου μη δείχνοντας ταραχή

Μόνος μου να προδοθώ ας μη το κάνω
Πραγματικά δεν φαίνεται να διαφέρω

Από τη τελευταία φορά που ήμουν ζωντανός,
Κι έβλεπε τη φιγούρα που του χαμογελούσε

από πάνω του

καθώς

του γέμιζε τη κούπα,

Λίγο κουρασμένος δείχνεις, του 'λεγε αυτή,
Κατά τ' άλλα δεν διαφέρεις από χθες,

Και αυτός ανταπέδιδε το χαμόγελο με τρομερή
Καχυποψία, τα λόγια της φαντάζανε απάντηση

Στα δικά του τα από μέσα του τα μηδέποτε
Ανακοινωθέντα έξω, τα τόσο μυστικά και

τόσο κρίσιμα,

Κι έχεις κι ένα σημάδι στο πρόσωπο, κατέληγε
Η χαμογελαστή φιγούρα, μάλλον θα το 'κανες

στον ύπνο σου

χωρίς να το καταλάβεις,

Ναι, απαντούσε αυτός ανακουφισμένος,
Στον ύπνο μου θα το 'κανα δεν ξέρω πώς

μα θα φύγει,

Και σηκωνόταν γρήγορα να ετοιμαστεί
Να πάει στη δουλειά του αφήνοντας

τη χαμογελαστή μορφή

Που τηλεφωνούσε ήδη στο

γραφείο κηδειών




Friday, October 12, 2007

LUX AETERNA


Στο πάνω πάτωμα είχαν αποθηκεύσει
Ένα ουράνιο τόξο, ξυπνούσε το βράδυ

και έκανε μεγάλη

φασαρία

Αποζητώντας να βγει έξω στον ορίζοντα
Όμως η βροχή δεν ερχόταν ακόμα

Και βάλθηκε να στριφογυρίζει ωσάν
Φίδι σε ομίχλη φτιαγμένη από βαθειά

κόκκινη έγερση ηλίου

Και το φως ήταν τόσο έντονο π' άρχισε
Να σκάει σε ρωγμές μεγάλες σαν εκείνες

πό'χει η γη σε σεισμό

Κι από μέσα τους βγαίναν σε άγρια λάμψη
Τα μουσκεμένα ποιήματα που τρίζανε

σαν ξενυχτισμένα μυστικά

σε φωτογραφικό θάλαμο

Η άνωσή τους ήταν μια δύναμη αφόρητη,
Πάνε πολύ ψηλά, λέγαν οι ένοικοι,

Ας ελπίσουμε να βγουν από το σπίτι
Και να χαθούν, ίσως έτσι της θέας αυτής

απαλλαγούμε

και χρέος πια δεν έχουμε

κανένα,

Και ολοένα ανέρχονταν σαν σώματα
Βυθού σε επιφάνεια υδάτων

Ενώ η οροφή που τα συγκράτησε φάνταζε
Ένα αξιοπερίεργο αστείο - χρήσιμο ωστόσο

Τα βλέπαν ήδη πάνω κει να αιωρούνται
Και είχαν γίνει πια χαρταετοί,

Τράβα το σχοινί να κατέβει, έλεγε ο ένας
Στον άλλον, ας δούμε επιτέλους

ένα απ' αυτά,

Κι ολοένα τραβούσαν μα δεν κατέβαιναν
Οι χαρταετοί

Λέγεται ότι παρακολουθούσαν
Την ίδια την πορεία της δημιουργίας

από την αρχή της

Εκεί ψηλά στην οροφή αναρτημένοι
Τοτεμικοί ήλιοι και φλόγινες σημαδούρες

σε μήτε θάλασσα

μήτε ζωή






Wednesday, October 10, 2007

L' AFFAIRE SECRÈTE


Στη κεντρική πλατεία του Μύνστερ
Υπήρχε ένα ζωντανό άγαλμα

Όταν η κίνηση ήταν μεγάλη γύρω του
Έμενε πλήρως ακίνητο

Στη γνώριμη καθιερωμένη πόζα του
Υποτίθεται ότι κοιτούσε τον ορίζοντα

Οι άνθρωποι το βλέπαν και έλεγαν
Να ένα άγαλμα, μπορεί να μας αρέσει

μπορεί και όχι

Πάντως φαίνεται εντυπωσιακό και
Αντίθετα με εμάς τους ανθρώπους

Που κινούμαστε ολοένα, τούτο παραμένει
Στον κόσμο του αδιαλλείπτως βυθισμένο

όπως κι εμείς φυσικά

Μόνο που αυτή η ασάλευτη κίνησή του
Είναι για μας το δίχως άλλο εξωφρενική

Σαν κάποιος να το σταμάτησε απ' τη ζωή
Και παρά τη θέλησή του να το έσυρε εδω

Δεν γνωρίζουμε βεβαίως τι 'ν' αυτό
Γνωρίζουμε ωστόσο εκ της όψεώς του

Πως εκείνη τη στιγμή κοιτούσε τον ορίζοντα
Ας αποφύγουμε λοιπόν να κοιτάμε σε

βάθος κόσμου

Μην μας αρπάξει κάποια δύναμη κι εμάς
Ακατονόμαστη και αγάλματα μας κάνει,

κατέληγαν

Και παρατηρούσανε τη μπρούτζινη μορφή
Για να κρίνουν κατά πόσο τους αρέσει ή όχι,

Όταν όμως δεν φαινόταν ψυχή
Συνήθως αργά τη νύχτα, το άγαλμα

Γρήγορα κατέβαινε από το βάθρο του
Και έκανε γυμναστική να ξεμουδιάσει

Κανείς βέβαια δεν το είχε δει ποτέ
Να κινείται - και σίγουρα όλ' αυτά

Ελέγχονται ακόμα και ως φήμες
Πιθανώς ανακριβείς

Λέγεται πως επέτρεψε μόνο σε μία
Γυναικεία φιγούρα ντυμένη συνήθως

στα μαύρα

Που είχε μεγάλα όμορφα μάτια
Και προχωρούσε με βήματα χορού

Να το δει εν κινήσει

Έκτοτε ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε
Τα όρη και οι θάλασσες ποτέ δεν

εμφανίστηκαν

Τα πτηνά δεν πέταξαν ποτέ στον ουρανό
Και τα θηρία της γης επ' αυτής ποτέ δεν

περπάτησαν

Και οι πόλεις αποσύρθηκαν από την
Ορατότητα υπήρχαν μόνον οι

άνθρωποι

κλεισμένοι σε θήκες

Η εφαπτόμενη των δύο κινήσεων κατά
Πως συνάγεται εκ των θρυλουμένων

δεν φαίνεται πως ήταν

απλά και μόνον ένας

μυστικός έρως

Αλλά και μια επίσης αναδιανομή
Της Φυσικής, από τότε το Μύνστερ

βρισκόταν σε διαρκή νύχτα

Και ουδείς κυκλοφορούσε στους δρόμους
Από φόβο μην σκοντάψει στο πηχτό

σκοτάδι

Και οι πρώτες έννοιες άρχισαν
Να δημιουργούνται τότε στον

σκοτεινό ανθρώπινο

εγκέφαλο

Ενώ η πρώτη λέξη που ελέχθη
Ήτανε

durch

Και αργά αργά το βαρύ ανθρώπινο σώμα
Τραβούσε την ασημένια κουρτίνα πιο κει

για να μπει μέσα

να 'ρθει σε ύπαρξη


Monday, October 8, 2007

JEUX D'ENFANTS


Από τη μια πλευρά του λόφου Mirabilis
Ήτανε νύχτα ενώ από την άλλη μέρα

Στη πρώτη πλευρά ακουγόταν μόνο
Το λαούτο ενώ στη δεύτερη το

κλαβιτσέμπαλο

Οι δυο ήχοι αγαπούσαν ο ένας τον άλλον
Και προσπαθούσαν να ενωθούν

Από το λαούτο δημιουργείτο η γη
Και το νερό και απο το κλαβιτσέμπαλο

ο άνεμος και η φωτιά

Κι οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν
Από τη μια πλευρά του λόφου στην

άλλην

Περπατώντας με τα χέρια και
Κλωτσώντας τα πόδια στον αέρα

σα κουπιά

Βλέπαν απ' τη μια πλευρά και φεύγαν
Βλέπαν κι απ' την άλλη και φεύγαν

Και κατά την μεταβίβαση της εσπέρας
Προς νύχτα και νύχτας προς αυγή

Ο γραμματέας του Μύνστερ ήλεγχε
Την ομαλή διαδοχή του φωτός

Ήταν μια χυτή ισχυρή λάμψη

αδύνατον

να αποσαφηνιστεί

Προσομοίαζε με ήχο - κάτι ανάμεσα
Κλαβιτσέμπαλο και λαούτο

Φώτιζε από τις χαραμάδες
Στα σπίτια

Αργά αργά περνούσε απο τα παράθυρα
Και κοίταζε μέσα

Και οι ένοικοι ήταν απορροφημένοι
Στις εργασίες των

Η εποχή χτιζόταν προσεχτικά
Ανάποδο βήμα με ανάποδο βήμα

Και ο λόφος Mirabilis συνέχιζε
Σταθερά

να μην υπάρχει




Sunday, October 7, 2007

Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ


Χωρίστηκαν σε σειρές για να παρελάσουν
Ενώπιον των επισήμων που εκείνη τη στιγμή

ψαρεύανε με πετονιές

απ'την εξέδρα

Οι εμβατηριακοί ήχοι προσέδιδαν σ' αυτούς
Την ξεφτισμένη δόξα παλαιών σελίδων

Τα δε χειροκροτήματα και οι ζητωκραυγές
Το απαραίτητο κύρος για την περίσταση

Μα εκείνοι κοιτούσανε προς τη πλευρά
Του ανωτάτου άρχοντος που δεν φαινόταν

Στάθηκαν στο δρόμο και παρατηρούσαν
Μερικοί κινήσαν προς τους θεατές

να τους ρωτήσουν,

Πού είναι ο ανώτατος άρχων; γιατί η θέση του
Είναι κενή; λέγαν με αγωνία μεγάλη

Οι θεατές όμως σιωπούσαν και πέφταν κάτω
Με βαρύ αχό, μονόλιθοι στην ύπαρξη

Τότε στράφηκαν προς τους επόπτες με
Απελπισία, ενώ η κίνησή τους είχε γίνει

πολύ αργή

σαν σε υποβρύχια κατάδυση

σε υποβρύχιο κόσμο,

Μα και οι επόπτες ήτανε ήδη πεσμένοι κάτω
Ένας αστυνομικός πιο πέρα πετούσε αργά

τον είχανε παραλάβει

Οι δρόμοι άρχιζαν να λειώνουν

Τα πάντα βουλιάζαν σαν σε αργή κίνηση
Σε βάλτο ακόμα πιο αργό

Τόσο αργά που γύριζε τη μανιβέλα
Κάποιος τρελλός θεός στο πατάρι

ξεχασμένος

Βάραιναν οι φωτογραφικές μηχανές
Κι απότομα σωριάζονταν οι φωτογραφίες

σαν ασήκωτα τελλάρα

στα κράσπεδα

Ενώ το τρελλό ρολόι της πλατείας
Γύριζε απίστευτα γρήγορα

τους δείκτες του

σαν έλικας

χωρίς ήχο




Friday, October 5, 2007

Η ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΙΓΜΑΤΟΣ


Η επικράτεια των ανθρώπων ήταν
Χωρισμένη στα δύο

Στη μια περιοχή μέναν οι ίδιοι
Ενώ η δεύτερη ήταν κενή

Η κενή περιοχή καλείτο συχνά
Και πραγματικότητα

Ενώ η πρώτη δεν έφερε όνομα
Παρ' όλ' αυτά ουδείς μπορούσε

να περάσει στη δεύτερη

Οι όλες κινήσεις της ζωής των
Όπως επίσης και τα γεγονότα

θανάτου

Λαμβάναν χώρα αποκλειστικά
Στη πρώτη περιοχή

Η δεύτερη η της πραγματικότητας
Έμενε πάντα κενή

Όποιος τολμούσε να τη διαβεί
Μέσα σε χίλιους φόβους και

θάρρος μεγάλο

Καλείτο ποιητής

Όμως οι άνθρωποι ποτέ δεν τον βλέπαν
Μένανε πάντα

στη πρώτη περιοχή




Wednesday, October 3, 2007

ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΙΚΗ


Τα σπίτια ήταν άδεια μάρμαρα σε φυγή
Και οι όψεις των προσώπων κέρινες φλόγες

Σαν απογευματινό τσέμπαλο σαν λεπτό
Σχοινί που βάρος μεγάλο κατακρατάει

Με ευκολία επιδεικτική

Και στο βάθος του κρυμμένου δώματος
Ο άνθρωπος των βροχών κοιμισμένος

σε μια κουνιστή πολυθρόνα

Πηγαινοερχόταν

Ως εάν ήταν το εκκρεμές του κόσμου

Και σε κάθε ώση προς τα οπίσω
Γινόταν νύχτα ενώ σε κάθε ώση

μπροστά

Εγείρετο αμέσως το χρυσαφένιο πρωινό
Σαν αποσβολωμένο άγαλμα ξεχνώντας

Τις δυο λέξεις που 'θελε να πει

Είχαν οι άνθρωποι λίγο χρόνο ακόμη,

Είναι νεκρός είναι παρατημένος εδώ και
Αιώνες σε αυτή τη πολυθρόνα, μνημόνευε

Η άγρια καμαριέρα με το δρέπανο στα μάτια,
Παρατημένος σαν κουφάρι του χρόνου

Που το συντηρεί σε θέα συνεχόμενη η ίδια του
Η αναποφασιστικότητα - κατά πόσο θα 'πρεπε

ν' αναστηθεί ή όχι,

Κι ήταν στ' αλήθεια ξέσκεπη η οροφή
Μια έμπαιναν τα άστρα μια ο ήλιος

Και το χέρι του νεκρού μονίμως αφημένο
Έξω από τη πολυθρόνα

Πάντα έτρεμε λίγο




Tuesday, October 2, 2007

ΤΟ ΣΤΑΜΑΤΗΜΕΝΟ ΟΡΑΜΑ


Στην γέφυρα είχε μαζευτεί ο κόσμος
Από νωρίς για ν' ακούσει τις ημέρες

τα νερά χάνονταν

η πόλη έτρεχε

ο ουρανός σιγοέκαιγε

Ένα παιδί φορώντας τον θεό
Άντι για μάτια πήρε να φωνάζει

έρχου έρχου

Αμέσως εγείρονταν από το πλήθος
Οι επιθυμίες των ανθρώπων

και γίνονταν

πόλεις

Όχι πολύ μετά ορθώνονταν και τα
Απτά επίκεντρα των επιθυμιών

και εγένετο

ο χρόνος

ορατός και απλησίαστος

Ένα ωμό τείχος που υψώνοταν
Από τη Λουκέρνη μέχρι το Μύνστερ,

Δεν βλέπουμε καμμία πύλη
Να οδηγεί εκτός του τείχους,

σιγοψιθύριζαν

οι

άνθρωποι,

Και παγιδευμένοι στη γέφυρα
Βουλιάζανε σιγά σιγά σαν άστρα

στην ακίνητη πόλη,

Είναι έργο του χρόνου και αυτό
Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς,

ξανάλεγαν,

Ακόμα όμως δεν μπορούσανε να δουν
Πως ο χρόνος στην πραγματικότητα

δεν υπήρχε

Μονάχα το τείχος